Ξενοδόχοι υπεράνω χρημάτων...

Είχατε ποτέ την εντύπωση, σε τηλεφωνική συνομιλία με υπάλληλο ή ιδιοκτήτη ξενοδοχείου/ ξενώνα/ ενοικιαζόμενου δωματίου ανά την Ελλάδα, ότι θα έπρεπε να ντρέπεστε που ρωτάτε την τιμή, ενώ εκείνος σας μιλά για ανώτερα πράγματα, όπως το τελευταίας τεχνολογίας Jacuzzi και την ακριβή απόχρωση του μπλε της θάλασσας όπως φαίνεται από την 93 μοιρών γωνία που κάνει το κρεβάτι με την μπαλκονόπορτα;
Μου φαίνεται τουλάχιστον ανόητο να μου μιλάνε για ένα οποιοδήποτε προϊόν αποφεύγοντας οποιαδήποτε αναφορά στην τιμή του. Αν είναι να αγοράσω κάτι, δεν πρέπει να ξέρω από την αρχή αν αυτό είναι εντός ή εκτός των ορίων του budget μου, ώστε αν ισχύει το δεύτερο να αλλάξουμε συζήτηση από την αρχή, και να μη χάνουμε το χρόνο μας;

Τι να το κάνω το εξαίσιο δωμάτιο 5 αστέρων με τα vintage έπιπλα και το τελευταίας τεχνολογίας Jacuzzi, αν χρειάζομαι το ένα τρίτο του μηνιάτικου για να το πληρώσω;

Αν πέσω πάνω στην παρουσίαση ενός ξενοδοχείου σε ένα οποιοδήποτε μέσο, ηλεκτρονικό, έντυπο ή οτιδήποτε, θα κοιτάξω πρώτα στο τέλος, την τιμή και αν και εφόσον αυτή δεν ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της λογικής (μου) τότε θα συνεχίσω να διαβάζω. Αλλιώς θα γυρίσω σελίδα, ή θα κάνω κλικ στην επόμενη.

Αν το boxάκι της τιμής γράφει «on request» ή αν το ποταπό θέμα του χρήματος δεν αναφέρεται πουθενά, λες και είμαστε όλοι υπεράνω, ή λες και τα δωμάτια διατίθενται δωρεάν, η τακτική μου είναι ακριβώς η ίδια με την παραπάνω, αν όχι και με λίγη περισσότερη τσαντίλα, και ένα ανεπαίσθητο «πφφ…» στο γύρισμα της σελίδας –ή στο κλικ.

Στις λίγες περιπτώσεις που η παρόρμηση να μάθω αυτήν την τιμή, και το λόγο για τον οποίο κρατιέται επτασφράγιστο μυστικό από εκείνους που πρέπει να μάθουν για το καινούριο εξαίσιο ξενοδοχείο –αλλά όχι για την τιμή του, μην τρομάξουν κιόλας–, είναι τόσο ακατανίκητη ώστε να σηκώσω το ακουστικό και να πληκτρολογήσω τον αριθμό του ξενοδοχείου, ακολουθεί συνήθως ο εξής διάλογος.

- Θα μπορούσατε να μου δώσετε μια τιμή για ένα δίκλινο δωμάτιο;
- Για πότε;
- Εεε… Για μέσα στον [εδώ ακολουθεί ο επόμενος μήνας] ας πούμε
- Πείτε μου ημερομηνίες ακριβώς
- [εδώ ακολουθούν τυχαίες ημερομηνίες] ας πούμε
- Δεν υπάρχει τίποτα για τότε
(* δεν είπα ότι θέλω να κάνω κράτηση ακόμα, μια τιμή ζήτησα να μάθω0
- Εεε… Για [άλλες τυχαίες ημερομηνίες] μήπως;
- Χμμ… Μισό λεπτό… [αιώνας αναμονής] Ννναι… Για τότε υπάρχει. [σιωπή]
- Ναι, ωραία, πόσο κάνει;
- Πόσο κάνει;
- Ναι, πόσο κάνει;
- Εξαρτάται.

Εδώ συνήθως ακολουθεί η λεπτομερής περιγραφή των διαφορών των δωματίων του ξενοδοχείου. Το ένα που κοιτάζει τον θάμνο του κήπου πίσω δεξιά είναι πέντε ευρώ φθηνότερο από το άλλο, που κοιτάζει τον άλλο θάμνο του κήπου, πίσω αριστερά, γιατί αυτός είναι πιο πράσινος, ενώ τα δωμάτια μπροστά έχουν μια έξτρα χρέωση της τάξεως των 100 ευρώ γιατί βλέπουν το κομμάτι της θάλασσας που είναι πιο μπλε από αυτό που βλέπει το διπλανό ξενοδοχείο.

Θα μπορούσε επίσης να εξαρτάται από τη φορολογική μου δήλωση, το πόσο αποφασισμένος είμαι να πάω, το αν θα πω (ψέματα) ότι πέρυσι ήρθε η ξαδέρφη μου και πέρασε υπέροχα, και το βαθμό συγγένειάς μου με τον μπατζανάκη του ιδιοκτήτη.

Πραγματικά αδυνατώ να κατανοήσω για ποιον λόγο πρέπει να είναι τόσο δύσκολο να εκμαιεύσεις το μυστικό της τιμής από ορισμένα ξενοδοχεία – δωμάτια – ξενώνες και δε συμμαζεύεται. Για να την εκτιμήσεις περισσότερο; Για να τρομάξεις, σκεπτόμενος ότι για νη μη στη λένε θα είναι αστρονομική, ώστε μετά να σου φανεί λογική, σε σχέση με αυτήν που είχες φανταστεί; Για να σε «κόψουν» πόσα μπορείς να διαθέσεις, ώστε να τη διαμορφώσουν ανάλογα;

Και γιατί να είναι θεμιτό αυτό; Φαντάζεστε να πηγαίναμε στο super market, και κανένα προϊόν να μην είχε τιμή, και να έπρεπε να τρέξουμε πίσω από τους υπαλλήλους, παρακαλώντας τους αν μπορούν –και αν δεν ενοχλούμε φυσικά– να μας πουν πόσο κάνουν π.χ. τα δημητριακά;

Εκείνοι θα αναστέναζαν με ύφος μπλαζέ, και θα άρχιζαν να μας εξηγούν, αργά σα να απευθύνονται σε πεντάχρονα, τις διαφορές που έχουν τα δημητριακά μεταξύ τους, τη θρεπτική τους αξία, το πόσο σημαντικό είναι να τρώμε πρωινό, και θα έπρεπε μετά να ξαναρωτήσουμε «ναι, αλλά πόσο κάνουν», για να μάθουμε.

Αφού θα εισπράτταμε το βλέμμα που λέει «φτωχό μου, εγώ σου μιλάω για την ανώτερη φύση των δημητριακών, κι εσένα το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι το αν έχεις αρκετά κέρματα στην τσεπούλα σου για να αγοράσεις το κουτί που κρατάς», θα ακούγαμε μια τιμή που στο 99% των περιπτώσεων θα δικαιολογούσε καταγγελία στο Ινστιτούτο του Ανυπεράσπιστου από τις Υπερτιμημένες Υπηρεσίες και τα Εξωφρενικά Ακριβά Προϊόντα Καταναλωτή.

Και μετά θα φεύγαμε, διαγράφοντας άλλο ένα κουτί δημητριακών από τη λίστα των πιθανών προς βρώση κάποια στιγμή στο μέλλον, και έχοντας κάνει έναν ακόμη εποικοδομητικό διάλογο στη ζωή μας.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v