Αποστολή στη Ρόδο

Γνώμονας του πρόσφατου ταξιδιού μου στη Ρόδο ήταν η εκτίμηση της δυνατότητας ανάπτυξης οινοτουρισμού σε έναν ήδη εξαιρετικά δημοφιλή τουριστικό προορισμό (η τουριστική σεζόν για το νησί ξεκινάει λίγο πριν το Πάσχα και ολοκληρώνεται στις αρχές του Νοεμβρίου!...).

Συνειδητοποίησα λοιπόν ότι, αν είναι να υπάρξει οργανωμένος οινοτουρισμός στο νησί (και νομίζω πως η βούληση υπάρχει), οι υποδομές θα πρέπει να στηθούν ουσιαστικά από το μηδέν, μακριά από αυτό που όλοι έχουμε αυτή τη στιγμή στο μυαλό μας όταν ακούμε Ρόδος - Φαληράκι, νεροτσουλήθρες, σουβενίρ και τουριστικές ταβέρνες, μεγάλα resorts, κλπ.

Βλέπετε για να φτάσει κανείς στην οινοπαραγωγική Ρόδο, χρειάζεται να οδηγήσει για μία ώρα περίπου από την πόλη, με κατεύθυνση προς το βουνό Ατάβιρος, το υψηλότερο του νησιού. Εκεί, το τοπίο και το κλίμα είναι τελείως διαφορετικά - λες και βρίσκεσαι σε άλλο μέρος του κόσμου. Πυκνά δάση με πεύκα και έλατα, δραματικές αντιθέσεις μεταξύ βουνού και θάλασσας, και... ψυχρούλα, ακόμα και όταν όλο το υπόλοιπο νησί ζει στο ζενίθ του Αιγαιοπελαγίτικου καλοκαιριού. Και όλα αυτά σε πείσμα των πυρκαγιών που (ουσιαστικά δυστυχώς) κάθε χρόνο προσπαθούν να καταστρέψουν ότι έχει γλιτώσει από πέρυσι...

Κάπου εκεί λοιπόν ξεκίνησα την περιήγηση μου, με αφετηρία το χωριό Έμπονα, στα καλύτερα αμπελοτόπια του νησιού. Εκεί δηλαδή που, εδώ και πολλά χρόνια, καλλιεργείται το καλύτερο Ροδίτικο Αθήρι. Αυτό το φίνο κρασί με τα φρέσκα λεμονάτα αρώματα και την κοφτερή οξύτητα που οι κορυφαίοι ξένοι κριτικοί επιμένουν να βραβεύουν.

Από πλευράς οινοποιείων επισκέφτηκα τα δύο μεγάλα του νησιού: την CAIR και την EMERY. Η πρώτη τεράστια σε μέγεθος (παραγωγή που αγγίζει τα 4 εκατομμύρια φιάλες ετησίως), με μεγάλους χώρους και υπερσύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό. Η δεύτερη μικρότερη, οικογενειακή, με ένα οινοποιείο που αυτή τη στιγμή υφίσταται δραστικό ανασχεδιασμό, με στόχο να τελειοποιήσει την παραγωγική του δυναμική αλλά και να αποτελέσει πρότυπο οινοτουριστικής επισκεψιμότητας.

Και οι δύο έχουν γίνει γνωστές στο ευρύ κοινό από τα αφρώδη κρασιά τους, ωστόσο τα ήπια κρασιά τους είναι αυτά που αυτή τη στιγμή κάνουν το Ροδίτικο κρασί γνωστό και αγαπητό στην εγχώρια και τη διεθνή αγορά. Εγώ βέβαια επιμένω ότι και τα αφρώδη κρασιά χρειάζονται προσοχή, φροντίδα και επένδυση, καθώς είναι τεράστια η παγκόσμια αγορά που αποζητά αφρώδη κρασιά από γηγενείς ποικιλίες, οινοποιημένα με βάση τη μέθοδο της Σαμπάνιας αλλά με τιμές που δεν έχουν καμία σχέση με αυτήν.

Εκεί όμως που άνοιξαν τα μάτια μου, ήταν όταν επισκέφτηκα, όπως προανέφερα, τα επιλεγμένα αμπέλια που δίνουν το κορυφαίο Αθήρι. Εκεί, παρά το γεγονός ότι ο κλήρος είναι φοβερά διαμελισμένος (ο μέσος όρος επιφάνειας ιδιόκτητου αμπελιού δεν ξεπερνά τα 2 στρέμματα), τα εργατικά χέρια είναι λίγα και ακριβά, η τουριστική αλλά και η οικιστική αξιοποίηση της γης συμφέρει πολύ περισσότερο από την αμπελοκαλλιέργεια, και πολλά άλλα, με ένα περίπατο μέσα στα αμπέλια καταλαβαίνει κανείς πώς και γιατί αυτός ο τόπος δίνει αυτόν τον εξαιρετικό καρπό.

Ξεκίνησα από το αμπελοτόπι Χαρακάκι (πρώτη φωτο παρακάτω), που βρίσκεται σε υψόμετρο 800 μέτρων, σε μία πλαγιά με μεγάλη κλίση που μόνο γαϊδουράκια και μεγάλου κυβισμού οχήματα 4x4 μπορούν να ανέβουν. Παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στο πιο πράσινο κομμάτι του νησιού, το βουνό από ένα σημείο και πάνω είναι φαλακρό. Αυτό συνέβη τον καιρό της Τουρκοκρατίας, όταν οι Τούρκοι, θέλοντας να τιμωρήσουν τους κατοίκους του Έμπωνα που είχαν επιδείξει ανυπακοή σε κάποια προσταγή τους, του έβαλαν φωτιά και το έκαψαν. Λίγο αργότερα, μία δυνατή βροχή παρέσυρε το χώμα από την κορυφή του βουνού στις πλαγιές του, απογυμνώνοντάς το και αποκλείοντας κάθε πιθανότητα αναδάσωσης του καμένου τμήματος. Εκεί που κατέληξαν τα χώματα σχηματίστηκε το Χαρακάκι, το Αθήρι του οποίου δίνει κάποια από τα καλύτερα κρασιά του νησιού.

Ακολούθησε το αμπελοτόπι Αγρός (δεύτερη φωτο), που βρίσκεται σε υψόμετρο 700 μέτρων, σε ένα μινι-οροπέδιο προστατευμένο από ορεινούς όγκους τριγύρω του. Και τέλος, το αμπελοτόπι Πράσσο (τρίτη και τέταρτη φωτό), που βρίσκεται σε λιγάκι χαμηλότερο υψόμετρο, σε μία απότομη πλαγιά που καταλήγει στη θάλασσα. Από πλευράς τοπίου είναι από τα μαγευτικότερα που έχω δει, καθώς το αμπέλι λούζεται από το φως του ήλιου μέχρι αυτός να βασιλέψει, με φόντο τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου (Σύμη, Νίσυρο, κλπ). Δεν μπορώ να φανταστώ ότι ένας οινοτουρίστας θα επισκεφτεί ένα τέτοιο μέρος και δεν θα νιώσει δέος μπροστά στο μεγαλείο της φύσης και της Ελληνικής γης.

Το μάθημα του ταξιδιού αυτού για μένα ήταν ότι για να αναπτυχθεί ο οινοτουρισμός σε ένα τέτοιο μέρος χρειάζεται θέληση, συντονισμός πολλών παραγόντων, χρήματα, αλλά και δημιουργική σκέψη (out of the box, όπως λένε οι φίλοι μας οι Αγγλοσάξωνες...). Θα περιμένω με αγωνία - αλλά και δεσμεύομαι να κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου - για να γίνει ο στόχος αυτός πραγματικότητα.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v