Do the Right Thing...

Μια χυμώδης πορτορικάνα χορεύει ρυθμικά, αλλά κάπως άτσαλα, υπό τους ήχους του «Fight the Power» των Public Enemy. Έχει θυμωμένο ύφος, αλλά είναι απλώς στιλ, μια οργή κατασκευασμένη για να ταιριάζει με το κομμάτι που συνοδεύει το χορό της...
Μια χυμώδης πορτορικάνα χορεύει ρυθμικά, αλλά κάπως άτσαλα, υπό τους ήχους του «Fight the Power» των Public Enemy. Έχει θυμωμένο ύφος, αλλά είναι απλώς στιλ, μια οργή κατασκευασμένη για να ταιριάζει με το κομμάτι που συνοδεύει το χορό της. Είναι η Τίνα, σύζυγος του Μούκι και μητέρα του γιου τους, η οποία μένει με τη μητέρα της και τον περιμένει μια φορά την εβδομάδα να ειδωθούν, να αγκαλιαστούν και να της δώσει κάποια χρήματα για το παιδί. Ο Μούκι μένει με την αδερφή του την Τζέιντ, που σχεδόν τον συντηρεί αφού ότι βγάζει το δίνει στην Τίνα. Δουλεύει στην πιτσαρία του Σαλ, μια ιταλική οικογενειακή επιχείρηση στην καρδιά μιας αφρολατινοκρατούμενης γειτονιάς του Μπρούκλιν, με το ολλανδικό αποικιοκρατικό όνομα Μπέντφορντ-Στόιβεσαντ.

Ο Μούκι κάνει ντελίβερι τις πίτσες του Σαλ τριγυρίζοντας στη γειτονιά, συναντώντας τους χαρακτήρες που της δίνουν ζωή. Τον καλόβολο γερο-μέθυσο που αυτοαποκαλείται Δήμαρχος, την μοναχική γριούλα που όλοι φωνάζουν Μητέρα-Αδερφή, τον Ρέιντιο-Ραχίμ με το τεράστιο κασετόφωνό του που παίζει στη διαπασών, τον αργόσχολο ακτιβιστή του γλυκού νερού Μπάγκιν-Άουτ, τον ραδιοφωνικό Ντι-Τζέι Σενιόρ Λαβ-Ντάντι που παρακολουθεί τη γειτονιά απ' το παράθυρο του μπουθ του ενώ κάνει εκπομπή, τους αργόσχολους νεαρούς (λατίνους και αφροαμερικάνους) που δεν έχουν δουλειά και αράζουν στα σκαλιά των νεοϋορκέζικων πετρόχτιστων, τον προβληματικό Σμάιλι που πουλά επιχρωματισμένες φωτογραφίες του Μάλκολμ-Εξ και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ για μερικά ψιλά, τους τρεις ξεχασμένους μεσήλικες νέγρους που αμπελοφιλοσοφούνε γύρω απ' τη ζωή, το σεξ και την πολιτική, το νιοφερμένο Κορεάτη επιχειρηματία, τους αστυνομικούς που περιπολούν συνήθως εκεί γύρω και τους δύο γιους του Σαλ. Τον καλοπροαίρετο, φιλικό προς τη μαύρη κουλτούρα Βίτο και τον μεγαλύτερο Πίνο, που δε νιώθει καθόλου άνετα στη νέγρικη πλευρά της πόλης.

Το συγκεκριμένο Σάββατο η ζέστη είναι αφόρητη στους δρόμους του Μπεντ-Στόι, μα ο Μούκι πρέπει να δουλέψει. Δεν ισχύει το ίδιο για τους περισσότερους απ' τους υπόλοιπους που απλώς περιφέρονται περνώντας για μια πίτσα απ' του Σαλ και γκρινιάζοντας για τα προβλήματά τους, σε ποιον άλλον, στον Μούκι που βάζει κάτω το κεφάλι και προσπαθεί να λύσει τα δικά του με τον τρόπο του. Όσο η μέρα περνάει γίνεται όλο και πιο προφανές ότι κανείς δεν έχει επιλέξει να ζει στο συγκεκριμένο περιβάλλον με τους συγκεκριμένους ανθρώπους και τα συγκεκριμένα βάσανα. Κανείς εκτός απ' τον Σαλ, που έστησε την πιτσαρία του σ' εκείνη τη γωνία από μόνος του και αρνείται να δει την επικείμενη κρίση σε μια περιοχή που ίσως κάποτε να έμοιαζε ιδανική.

Στην πιτσαρία του έχει έναν τοίχο γεμάτο από εξέχουσες προσωπικότητες του αμερικανικού στερεώματος, ιταλικής όμως καταγωγής. Ο Μπάγκιν-Άουτ, πάντα στην τσίτα χωρίς ποτέ να έχει σοβαρό λόγο, ζητά να αντικατασταθούν από αφροαμερικάνους, αφού εκείνοι είναι που γεμίζουν το μαγαζί του Σαλ —η πλειοψηφία δηλαδή της πελατείας του. Ο Σαλ τον πετάει έξω απ' το μαγαζί του, που δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση δημοκρατία. Ο Μούκι προσπαθεί να κάνει τον εκδιωχθέντα φίλο του να σκεφτεί ώριμα και λογικά αλλά μάταια. Το ίδιο και οι υπόλοιποι γείτονες όταν τους ανακοινωνει ότι θα οργανώσει μποϊκοτάζ στην αγαπημένη τους -και μοναδική- πιτσαρία.

Ο Μπάγκιν-Άουτ βρίσκει τελικά συμμάχους στα πρόσωπα των Σμάιλι και Ρέιντιο-Ραχίμ που μέσα στην ημέρα δημιούργησαν ανόητα προηγούμενα με τον Σαλ και τον Πίνο. Μέσα στη νύχτα, λίγο πριν κλείσει το μαγαζί, μπαίνουν με τη μουσική στη διαπασών και απαιτούν να αναρτηθούν στον τοίχο φωτογραφίες «Μαύρων Αδερφών» εδώ και τώρα. Ο Σαλ τρελαίνεται και με το μπαστούνι του μπέιζμπολ κάνει θρύψαλλα το κασετόφωνο του Ραχίμ. Εκείνος τον αρπάζει πίσω απ' τον πάγκο κι αρχίζει ο σαματάς, όπου όλοι γίνονται ένα κουβάρι και σέρνονται έξω απ' το μαγαζί. Οι συνήθεις αστυνομικοί καταφτάνουν και προσπαθώντας ν' ακινητοποιήσουν το τεράστιο κορμί του Ρέιντιο-Ραχίμ βάζοντας το γκλομπ στο λαιμό του, υπερβάλλουν εαυτόν κι ο θηριώδης νεαρός πεθαίνει από ασφυξία. Το πλήθος που έχει μαζευτεί τρελαίνεται και κράζει τους φωνιάδες εν μέσω συλλήψεων, κράζει και τον Σαλ που άφησε να συμβεί κάτι τέτοιο. Μέσα στην αφόρητη ζέστη, οι κραυγές, το μίσος, τ' απωθημένα, η αγανάκτηση, τα προβλήματα ψάχνουν εκτόνωση.

Ο Μούκι παρατηρεί σιωπηλός. Κατευθύνεται προς έναν κάδο απορριμάτων, πετά το καπάκι, τον αρπάζει, τον σηκώνει ψηλά και τον πετά με δύναμη στη τζαμαρία του Σαλ. Το σύνθημα για την εκτόνωση δίνεται, η λεηλασία και το κάψιμο παίρνει μπρος. Το «Fight the Power» ακούγεται ξανά με την εικόνα να κολλά στο καμμένο κασετόφωνο του αδικοχαμένου Ρέιντιο-Ραχίμ και τον Σμάιλι να βάζει στον καμμένο τοίχο μια επιχρωματισμένη φωτογραφία του Μάλκολμ και του Μάρτιν.

Την επόμενη μέρα, ενώ μαθαίνουμε για τις δηλώσεις του δημάρχου περί υπευθύνων και καταστροφής περιουσιών, όλα είναι πάλι εκεί. Η ζέστη, τα προβλήματα, η αγανάκτηση κι η παιχνιδιάρικη φωνή του Σενιόρ Λαβ-Ντάντι. Όλα εκτός απ' τον Ρέιντιο-Ραχίμ, την πιτσαρία του Σαλ και τη δουλειά του Μούκι.

Η δικαιολογία είναι ένα πράγμα και η εξήγηση ένα άλλο, πολύ πιο δύσκολο. Μετά το δικό μας καυτό Σαββατοκύριακο, όποιος θέλει εξηγήσεις αντί για δικαιολογίες, προτείνω να δει για ακόμη μια φορά -υποθέτω ως κολλημένος ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν τό 'χει δει τουλάχιστον μία- το «Do the Right Thing» του Spike Lee, μια ταινία του 1989 που προανήγγειλε κατά κάποιον τρόπο τα γεγονότα του 1992 στο Λος Άντζελες. Ήταν ο καλύτερος τρόπος που βρήκα το βράδυ της Κυριακής για να μην τη δω Μάικ Ντάγκλας και «μια αλλιώτικη μέρα» σαλτάρω με όλους, απ' όλες τις μπάντες, τύραννους και σωτήρες μαζί...
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v