Εριστική πόλη…

Βρίσκομαι εδώ και δυο μέρες στη Θεσσαλονίκη, την πόλη δηλαδή που βάζει τα γιορτινά της κι ετοιμάζεται να υποδεχτεί τις ορδές των σινεφίλ επισκεπτών που θα συρρεύσουν για το 49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου...
Βρίσκομαι εδώ και δυο μέρες στη Θεσσαλονίκη, την πόλη δηλαδή που βάζει τα γιορτινά της κι ετοιμάζεται να υποδεχτεί τις ορδές των σινεφίλ επισκεπτών που θα συρρεύσουν για το 49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή παρουσιάζεται σε διάφορα αφιερώματα μια Θεσσαλονίκη που δεν αναγνωρίζω, παρ’ ό,τι την έζησα για 10 χρόνια. Ε, λοιπόν αρχίζω σιγά σιγά να πείθομαι ότι ήμουν κοντόφθαλμος και στενόμυαλος και κάτι δεν κατάλαβα όσο ήμουν εδώ…

Όταν έφυγα απ’ την ερωτική πόλη είχε περάσει μια δεκαετία κατά την οποία πενταπλασιάστηκαν οι ταβέρνες, οι καφετερίες και τα μπαρ ενώ υποπενταπλασιάστηκαν οι πραγματικές θέσεις εργασίας, σε βιομηχανίες, βιοτεχνίες, επιχειρήσεις κλπ. Η μιζέρια και η γκρίνια χτυπούσε κόκκινο (όπως χτυπάει και σήμερα κι ας κρύβεται πίσω από την τεχνητή λάμψη) σε μια μεγαλούπολη που πάντα κολακευόταν απ’ τις συγκαταβατικές συγκρίσεις με τη μισητή Αθήνα και πάσχιζε να συντηρήσει το μύθο της «ανθρώπινης» με νύχια και με δόντια. Έχω μεγαλώσει στην ωραιοποιημένη στα μάτια των μεγαλουπολιτών ελληνική επαρχία και ξέρω πολύ καλά πως όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, μια μικρή κοινωνία μπορεί να μετατραπεί σε πολύ χειρότερη ζούγκλα από ‘κείνη που αποδίδεται με μια χαριτωμένη αυτοκριτική διάθεση στην Αθήνα.

Η Θεσσαλονίκη είναι μια πολύ μεγάλη επαρχιακή πόλη που χάνει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια της, χαίρεται μηχανικά με τις νίκες των ομάδων της και συντρίβεται απ’ τις ήττες τους και προσπαθεί τα τελευταία χρόνια να ξεζουμίσει το μοναδικό ζωντανό κομμάτι της, τους δεκάδες χιλιάδες φοιτητές, αυτούς που -κακώς- δε θεωρούνται άνεργοι και κλήθηκαν μέσω της μη-ρεαλιστικής ίδρυσης ανούσιων σχολών ΤΕΙ και ΑΕΙ να σώσουν τις τοπικές οικονομίες και σ’ άλλες επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας. Έχει μικρούς πυρήνες δημιουργικής σκέψης και δράσης, όχι όμως περισσότερους από οπουδήποτε αλλού ούτε καλύτερους, δεν είναι πιο ροκ ούτε πιο σκυλέ από άλλες πρωτεύουσες νομών κι ούτε φυσικά, σε καμία περίπτωση, πιο ερωτική… Παρά μόνο για τους ερωτευμένους και τους τουρίστες.

Εδώ και χρόνια λατρεύει να μισεί ένα δήμαρχο κι ένα νομάρχη που πλέον έχουν πάρει διαστάσεις γραφικών κακών σε σουπερηρωϊκά κόμικς: όλοι θέλουν να χάσουν στο τέλος του επεισοδίου, αλλά κανείς δε θέλει να μην τους ξαναδεί σε κάποιο επόμενο. Θέλει σαν τρελή το μετρό, αλλά η ταλαιπωρία λειτουργεί προσθετικά στα ήδη υπάρχοντα προβλήματα, ενώ ο φτερωτός φτιάχνει μεγαλεπήβολα έργα με τα λεφτά απ’ τις κλήσεις της δημοτικής αστυνομίας, που φτάνουν τις 500 την ημέρα σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της «Καθημερινής».

Κι όμως κάποιοι επιμένουν να θεωρούν τη δημιουργία νέων, γαμάτων μπαρ δείγμα καλής ζωής και υγιούς ανάπτυξης, να ρίχνουν κάρβουνο στο μύθο της χαλαρής και ανθρώπινης πόλης και να επινοούν καινούργιους μύθους γι’ αυτήν, μόνο και μόνο για να φουσκώσουν με ανύπαρκτο νόημα τις δέκα μέρες ή -χειρότερα ακόμα- το ένα σαββατοκύριακο που θα περάσουν απ’ το λιμάνι μέχρι το Λευκό Πύργο.

Εντάξει, μπορεί να ‘ναι κι έτσι. Αν δεν είναι όμως, η πόλη αυτή έχει μεγάλο πρόβλημα.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v