The Cry Baby Club

"Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, μπορώ να σας πω πόσο αξίζει το σπίτι κι οι μετοχές μου και τι σύνταξη θα πάρω όταν έρθει η ώρα. Είναι βαρετό. Όταν μπαίνεις όμως στο ρινγκ η επαγγελματική σου υπόσταση απλά εξατμίζεται..."
“Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, μπορώ να σας πω πόσο αξίζει το σπίτι κι οι μετοχές μου και τι σύνταξη θα πάρω όταν έρθει η ώρα. Είναι βαρετό. Όταν μπαίνεις όμως στο ρινγκ η επαγγελματική σου υπόσταση απλά εξατμίζεται. Δε γεννήθηκα για να κάθομαι πίσω από ένα γραφείο. Θα ήθελα να είμαι ένας εξερευνητής του 18ου αιώνα ή ένας κονκισταδόρ. Το Fight Club είναι το τρίτο καλύτερο.”

Τάδε έφη ένας χαρτογιακάς (ο αγγλικός όρος είναι desk jokey) από εκείνους που συρρέουν τα τελευταία χρόνια να πάρουν μέρος σε διοργανώσεις τύπου Fight Club, που ξέφυγαν πια απ' τα υγρά υπόγεια και μπήκαν στα σαλόνια με εισιτήριο έως και 150 βρετανικές λίρες... μετά δείπνου και κοκτέιλ. Εκτός βέβαια απ' αυτήν εδώ την ελεγχόμενη μορφή, πολλά φαινόμενα τύπου Fight Club ξεπήδησαν εδώ κι εκεί σ' Ευρώπη κι Αμερική, τα μέρη που συνήθως αποκαλούμε “πολιτισμένο κόσμο”. Φταιν οι ταινίες λοιπόν (μιας κι ο κόσμος δε διαβάζει ποτέ τα βιβλία που προηγήθηκαν);

Προφανώς, κανείς μας δε γεννήθηκε για να κάθεται πίσω από ένα γραφείο. Κανείς μας δε γεννήθηκε για να κάνει οτιδήποτε συγκεκριμένο. Και φυσικά όλοι θα ήθελαν να είναι κονκισταδόρες ή εξερευνητές του 18ου αιώνα, όμως δε θα μάθουμε ποτέ αν θα κατάφερναν να φτάσουν μέχρι την έξοδο του λιμανιού χωρίς να ξεράσουν το ρούμι που κατέβασαν στα προεόρτια η να γυρίσουν πίσω μαζί με το σκαλπ τους. Και το Fight Club σίγουρα —σα fade away του Μίτσελ Ουίγκινς σίγουρα— δεν είναι το τρίτο καλύτερο. Κι όπως τ' άλλα δυο, δεν είναι καθόλου μα καθόλου αληθινό. Είναι, αντίθετα, ψυχαναγκαστικό, η επιτομή δηλαδή του ψεύτικου.

Δε χρειάζεται να έχεις την ενόραση του Πιτ Παπαδάκου για να καταλάβεις ότι αυτή η πολυπληθής πλέον συνομωταξία συνανθρώπων μας νιώθουν καταπιεσμένοι και θέλουν να εκτονωθούν. Χτυπιούνται λοιπόν μεταξύ τους για να μη χτυπήσουν, τη γυναίκα, τα παιδιά ή τον εαυτό τους. Γιατί την πραγματική πηγή του προβλήματός τους δε θα τη χτυπήσουν ποτέ. Κι έτσι το πρόβλημα θα επιστρέφει κι αυτοί θα πληρώνουν ακριβά για να δώσουν και να φαν λίγο ξύλο, ενώ οι συγγενείς θα τους καμαρώνουν στο ριγκ και θα φχαριστούν τους διοργανωτές που έδωσαν μια διέξοδο στην οργή της “κεφαλής”, του “κονκισταδόρ” της οικογένειας. Ποιος φταίει;

Σίγουρα όχι οι ταινίες. Σίγουρα εμείς που δεν ξέρουμε να τις βλέπουμε. Ο πρωταγωνιστής του Fight Club έπαιρνε μέρος, προσποιούμενος τον άρρωστο, σε διάφορες ομάδες ψυχοθεραπείας κι έβλεπε ανθρώπους απελπισμένους που είχαν όμως ένα κοινό πρόβλημα, κάτι που τους έκανε να ξεχωρίζουν. Το δικό του πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε κανένα ξεχωριστό πρόβλημα. Ένιωθε αποτυχημένος και κενός παρά την επαγγελματική του επιτυχία, κάτι που αντιμετωπίζει, στο σύγχρονο κόσμο, ο καθένας από εμάς που θεωρείται ικανός (Ι1-Ι4) να τα βγάλει πέρα μόνος του. Σιγά τ' αυγά λοιπόν και γι' αυτό το μόνο που πέτυχε ήταν να κάνει ένα μάτσο θερμοκέφαλους σαπιοκοιλιάδες, επίδοξους σαμποτέρ του αόρατου εχθρού που δεν τους αφήνει να εκπληρώσουν όλο το ανύπαρκτο φάσμα των δυνατοτήτων τους.

Απέτυχε γιατί το πρόβλημά του, όπως κι ο Τάιλερ Ντέρντεν, ήταν μόνο στο μυαλό του. Οι μόλωπες και τα σπασμένα πλευρά ήταν το δώρο της παρηγοριάς, με την επιγραφή “η συμμετοχή είναι που μετράει” χαραγμένη απ' άκρη σ' άκρη._
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v