"Pour boire"... μισό λίτρο νερό

"Pour boire" έλεγαν πριν από μερικούς αιώνες στη Γαλλία τα χρήματα που άφηνε ο πελάτης που πλήρωνε το λογαριασμό στο σερβιτόρο, "για να πιει" (κάτι στην υγειά του). Στην Ελλάδα του 2008 είναι αυτά που του αφήνει "για να φάει" (μία τσίχλα).
Έχει πέσει ουκ ολίγες φορές στην αντίληψη του Ιοβόλου το φαινόμενο που πρέπει να αποτελεί μία ακόμη παγκόσμια πρωτοτυπία, από αυτές που βρίθουν στην Ελλάδα: μέσης ηλικίας ζευγάρι σηκώνεται από τραπέζι ακριβού εστιατορίου, αφού μόλις έχει πληρώσει τα 120 ευρώ του λογαριασμού. Μια κλεφτή ματιά στο άρτι… αδειασθέν τραπέζι πέφτει πάνω σε ένα γυαλιστερό… νόμισμα. Του ενός (1) ευρώ.

Χωρίς να μπαίνω στον –περιττό– κόπο να συγκρίνω την εν λόγω πρακτική με τις «ανόητες τυπικότητες» του υπόλοιπου δυτικού κόσμου όπου ένα 10% του λογαριασμού ως tip είναι αυτονόητο και αναμενόμενο –έχω ακούσει, άλλωστε, συνδαιτημόνες σε άλλα εστιατόρια να εξηγούν σε τουρίστες φίλους ότι «αυτό δεν ισχύει στην Ελλάδα, ο καθένας αφήνει ό,τι θέλει»– αναρωτιέμαι πάντα αν όσοι εφαρμόζουν αυτήν την πρακτική πιστεύουν ότι το σέρβις που τους παρείχαν άξιζε όντως αυτό το μηδαμινό ποσό.

Κι αν όντως το πιστεύουν, δεν είναι μάλλον προφανές ότι είναι καλύτερα να μην αφήσουν τίποτα από το να «στρογγυλέψουν» το λογαριασμό προς το επόμενο δεκαδικό, όπως κάνουν όταν παραγγέλνουν σουβλάκια;

Για να μη μιλήσω για την ακόμα χειρότερη πρακτική των εστιατορίων που αναφέρουν στους καταλόγους τους ότι το “service fee” του 10% περιλαμβάνεται στις τιμές –πράγμα το οποίο, όπως θα μαντέψατε, κι όπως επιβεβαιώνουν εσωτερικές πηγές, σπανίως αποδίδεται στους… δικαιούχους– απαλλάσσοντας από τις τύψεις όποιον λαμβάνει την απόφαση να αφήσει πάνω στο τραπέζι τα 70 λεπτά ρέστα του λογαριασμού.

Εκτός εάν πιστεύει ότι ο κλάδος του σέρβις στελεχώνεται από μια ειδική κατηγορία ανθρώπων που τρέφονται αποκλειστικά με τσίχλες.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v