Λογαριάζοντας (χωρίς τον ξενοδόχο)

Πόσο κοστίζει μια βραδιά σε ένα "luxury hotel"; Αυτό μπορεί να εξαρτάται από τις ανάγκες που έχουν κατά περίπτωση οι ιδιοκτήτες του και από την εντύπωση που έχουν οι ίδιοι για το... τι είναι "luxury". Αν οι εντυπώσεις σου δεν συμπίπτουν με αυτές του ξενοδόχου, την έβαψες. Και πληρώνεις και τις μπογιές. Αν ενδιαφέρεστε για αυτοψία, πηγαίνετε στο Loriet Hotel, στη Μυτιλήνη.
Θα περίμενε κανείς ένα τόσο όμορφο και πλουσιοπάροχα προικισμένο απο την φύση, νησί σαν την Μυτιλήνη να έχει και την αντίστοιχη τουριστική υποδομή για να εξυπηρετήσει τους χιλιάδες τουρίστες που δεν είναι στα πρόθυρα της φτώχειας και έπαψαν (από τα φοιτητικά τους χρόνια) να ταξιδεύουν με σακίδια έχοντας αναβαθμίσει τις απαιτήσεις τους.

Φυσικά, και δεν εννοούμε ότι η Μυτιλήνη θα πρέπει να ανταγωνίζεται την τουριστική υποδομή της Μυκόνου, στην οποία η φύση έδωσε μόνο ωραίες παραλίες, αλλά ο καλός Θεούλης φρόντισε να προικίσει τους κατοίκους της με όραμα και ικανότητα προσαρμογής  σε σύγχρονες νοοτροπίες.

Πήγαμε (για πρώτη φορά) προσκεκλημένοι σε γάμο στο νησί. Η πρώτη άσχημη εντύπωση ήταν το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης.

Η πτήση της Aegean με αυτή της Ολυμπιακής έφθασαν σχεδόν ταυτόχρονα. Πατείς με πατώ σε στην αίθουσα αφίξεων και σε αυτή της αναμονής και παραλαβής των αποσκευών. Τέλος πάντων, καλοκαίρι είναι και ακόμα κι ο απαιτητικός ταξιδιώτης έχει ανοχές για τις υποδομές των ελληνικών αεροδρομίων.
 
Το παρακάμψαμε. Ειχαμε κλείσει δωμάτιο σ’ αυτό που μας σύστησαν ως το ξενοδοχείο- «διαμάντι» του νησιού, στο Loriet Hotel, λίγο μετά το αεροδρόμιο. Πριν φύγουμε φροντίσαμε να επισκεφθούμε την ιστοσελίδα του, όπου διαβάσαμε ότι είναι Luxury hotel και θαυμάσαμε τις ωραίες φωτογραφίες από το αρχοντικό που στέγαζε την υποδοχη κι ορισμένες σουίτες.

Μας είπαν- όταν κάναμε κράτηση τηλεφωνικά- ότι θα μας έδιναν ένα δωμάτιο στην «επέκταση» του συγκροτήματος και ότι η τιμή (όχι με στάνταρτ Μυκόνου) ήταν 135 ευρώ το βράδυ, με πρωϊνό). Όταν φτάσαμε, μια ευγενέστατη δεσποινίδα μας οδήγησε στο πίσω μέρος ενός καταπληκτικού κήπου που θύμισε το Άνω Κάπρι (μεταξύ μεσογειακών και εξωτικών φυτών) και μας έδειξε το κτίριο.

Είμασταν στον δεύτερο όροφο (Μίδας, το όνομα του κτιρίου, νούμερο 5 το δωμάτιο). Με την ψυχή στα δόντια (είχε σουρουπώσει και ο φωτισμός ανύπαρκτος) ανεβήκαμε μια ελικοειδή σιδερένια σκάλα που μεταξύ του ενός σκαλιού και του επομένου, υπήρχε χάσμα ικανό να σφηνώσεις την πατούσα σου ή να σπάσεις τον αστράγαλο (μας πέρασε κι απ' το μυαλό μπας και ο ξενοδόχος έχει συμβληθεί με τον ντόπιο ορθοπεδικό, αλλά απορρίψαμε ως πολύ προχωρημένη τη σκέψη).

Αντικρύσαμε μιαν αλουμινένια πόρτα στο νούμερο 5 που πίσω της αποκαλύφθηκε σε όλη του την μεγαλπρέπεια το μυστικό των Μυτιληνιών για να προσελκύουν τουρίστες από την πρώην Σοβιετική Ενωση με χοντρά πορτοφόλια. Δεν εξηγείται αλλοιώς οτι το εσωτερικό του δωματίου μας ήταν φτυστό με αυτά που συναντούσαμε στις πρ. Ανατολικές χώρες, κάτι Κίεβο και Οδυσσό ΠΡΙΝ τις μεταρρυθμισεις Γκορμπατσόφ.

Άσπρα όλα, εκτός από τα ημίλευκα πλακάκια στο μπάνιο, την ημίλευκη τουαλέτα, τα ολόλευκα πλαστικά πόμολα του μπάνιου και τις ημίλευκες (από το συχνό πλύσιμο, υποθέτουμε) πετσέτες. Μέχρι και τα αφημένα στο καζανάκι της τουαλέττας χαρτιά τουαλέττας– ήταν σπασμένο το σύστημα υποδοχής τους- 2 τον αριθμό παρακαλώ, προφανώς για να μη παραπονούμεθα!) ήταν κι αυτά ημίλευκα (αχρωματοψία πρέπει να είχε ο διακοσμητής- εκτός αν είχε έρθει απο το Καζακστάν του ’80).

Το υπνοδωμάτιο λιτό, με έπιπλα από ΜDF (εκτιμήσαμε τη συνολική λιανική τους αξία σε λιγότερο από 200 ευρω) με μια τηλεόραση- αντίκα στον τοίχο (προς το ταβάνι) που θα έπρεπε να ήταν από τις πρώτες έγχρωμες που παρήχθησαν. Γενικά, το ντεκόρ λιτό και μίνιμαλ, αγγίζοντας το καταθλιπτικό.
 
Έξω απο το δωμάτιο, οι πλαστικές καρέκλες που συνήθως πωλούνται από τις καρότσες των Ντάτσουν και στο μπάνιο αντί για πράσινο σαπούνι κάτι μικρά πλαστικά μπουκαλάκια που περιείχαν σαμπουάν (τα αποφύγαμε επηρεασμένοι από το όλο περιβάλλον μην τύχει και δημιουργηθούν επιδερμικά προβλήματα).

Την επόμενη πήγαμε και ρωτήσαμε στη ρεσεψιόν μη πιστεύοντας ότι αυτό ειναι Luxury hotel.
 
- «Πόσα αστέρια έχει το ξενοδοχείο;» (Περιμέναμε ν’ ακούσουμε 3, 4...)
- «Ξέρετε, το σύστημα με τα αστέρια δεν ειναι σωστό (sic) και δεν το ακολουθούμε. Εμάς ειναι «Α» κατηγορίας το ξενοδοχείο». Στο τσακ δεν τους ρωτήσαμε αν τα «Γ» έχουν κοινόχρηστες τουαλέτες στον διάδρομο ή της αλήστου μνήμης «υπαίθριες» στον κήπο.

Πήγαμε για πρωϊνό. Δυό καρβέλια ψωμί της προηγουμένης, μια κανάτα με πορτοκαλάδα "Αμίτα", μικρές συσκευασίες βουτύρου, τέσσερα βαζάκια με μαρμελάδες (θέλαμε να δοκιμάσουμε το σύκο αλλά προηγουμένως θα έπρεπε να δώσουμε μάχη με μια σφήκα που... "βοσκούσε" στα τοιχώματα του βάζου την μαρμελάδα που είχε χυθεί), σφιχτά αβγά, γιαούρτι με περίεργη υφή (δεν το ακουμπήσαμε) και τυριά που όντας εκτός ψυγείου τα αποφύγαμε ομοίως.
 
Ειναι αυτονόητο ότι τη βγάζαμε όλη μέρα ΑΛΛΟΥ και αργά, πολύ αργά το βράδυ πηγαίναμε στο... Luxury Hotel μας να ξεραθούμε.
 
Οταν φτάσαμε στην Αθήνα, ξαναμπήκαμε στο site του Loriet μπας και χάσαμε κάτι από την επιτόπια επίσκεψή μας. Είδαμε τις σουίτες στο κεντρικό κτίριο (από 300 ευρώ το βράδυ και πάνω μας είπαν) και είπαμε πόσο τυχεροί βρεθήκαμε που πήγαμε στα απλά λαϊκά δωμάτια των 135 ευρω το βράδυ και δεν πάθαμε κανα εγκεφαλικό στις σουίτες των 400...

Θ΄αποφύγουμε το Luxury Hotel “Loriet”σαν τον διάβολο το λιβάνι, κι αν ο δρόμος μας ξαναφέρει στην Μυτιλήνη θα φροντίσουμε να έχουμε μαζί μας κι ένα sleeping bag και θα γλυτώσουμε την κοροϊδία των 135 ευρώ...
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v