Πόση καλοσύνη!

Σκεφτόμουν τις προάλλες ότι όσο και να διασκεδάζω σνομπάροντας τις απανταχού "κουλτουριές", ένα μέρος του εαυτού μου εξακολουθεί να τις παρακολουθεί- αν μη τι άλλο για να γελά χαιρέκακα με τη σοβαρότητα με την οποία προσεγγίζουν διάφορα ακατανόητα και αλληγορικά νοήματα διάφοροι ειδήμονες. 

Σκεφτόμουν τις προάλλες ότι όσο και να διασκεδάζω σνομπάροντας τις απανταχού "κουλτουριές", ένα μέρος του εαυτού μου εξακολουθεί να τις παρακολουθεί- αν μη τι άλλο για να γελά χαιρέκακα με τη σοβαρότητα με την οποία προσεγγίζουν διάφορα ακατανόητα και αλληγορικά νοήματα διάφοροι ειδήμονες

Η αλήθεια είναι πως φέτος το αθηναϊκό κοινό είχε και έχει τη δυνατότητα να  παρακολουθήσει αρκετές ενδιαφέρουσες θεατρικές παραστάσεις που με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο δίνουν λαβή για σχόλια.     

Η τρομακτική διάρκεια των «Εφήμερων», της θεατρικής παράστασης (που μαζί με τα απαραίτητα διαλείμματα άγγιξε το οκτάωρο!) από το «Θέατρο του ΄Ηλιου» με την υπογραφή της Αριάν Μνουσκίν, σόκαρε πολλούς.

Αρκετοί προτίμησαν να δούν μόνον το πρώτο μέρος (τρεις ώρες και κάτι....) ενώ κάποιοι διάλεξαν, μαζί με τον Ιοβόλο, να δούν και τα δύο μέρη της παράστασης την ίδια ημέρα (κανονικό μεροκάματο δηλαδή).

Δεν θα μπω στον πειρασμό να καμωθώ τον φανατικό θεατρόφιλο, που θεωρεί ιεροσυλία να δείξει και την παραμικρή καταπόνηση! Κι εγώ ξεκίνησα τη θέαση της παράστασης με την επιφύλαξη του «όσο αντέξω». Κι όμως άντεξα (όπως και κάποιοι ακόμη που βρίσκονταν στο Κλειστό Παλαιού Φαλήρου εκείνη τη βραδιά). γιατί η παράσταση αποζημίωνε το κάθε λεπτό.

Αρκετοί θεατές στο δεύτερο μέρος της παράστασης την "έκαναν", κάποιοι λαγοκοιμόντουσαν με σκυμένο το κεφάλι στα ξύλινα έδρανα, ενώ ένας τουλάχιστον όχι μόνο κοιμήθηκε αλλά έπεσε... και από το έδρανο, τρομάζοντας τους πολύ ευγενικούς και εξυπηρετικούς ταξιθέτες.

Πέρα από την ταλαιπωρία ωστόσο (εν μέσω καύσωνα μάλιστα), η συγκεκριμένη παράσταση έρρευσε σαν νεράκι και άφησε σε όλους μας μια πολύ γλυκιά αίσθηση. Ουμανιστικό θέατρο με νατουραλιστικές σκηνές που καμιά στιγμή δεν άφηνε ανέγγιχτο το θεατή (τι λέω!). Η επιβεβαίωση ήρθε στο χειροκρότημα (κατά τις 4 το πρωί) που δεν ήταν απλώς ζωηρό αλλά και συγκινημένο.

Αντιθέτως, οι δύο ώρες και κάτι του «Ιβάνοφ» του Τσέχοφ από το γερμανικό θίασο Volksbühne κατά την ταπεινή γνώμη του Ιοβόλου (που δεν διεκδικεί δάφνες θεατρολόγου και κριτικού, για να εξηγούμαστε), φάνηκαν αφόρητες. Λίγοι έστω θεατές προτίμησαν να αποχωρήσουν στα μισά της παράστασης, ενώ αρκετοί απλώς υπέμειναν αυτόν τον επιθετικό και διχαστικό Ιβάνοφ, καθώς μόνον η σύλληψη του Τσέχοφ κράταγε αρκετούς από μας στις θέσεις μας.

Σ’ αυτό πλήθος, σαφώς υπήρξαν και ενθουσιασμένοι θεατές, οι οποίοι καταχειροκρότησαν και επευφήμησαν την παράσταση, αλλά στα πρώτα κιόλας πηγαδάκια μετά τη λήξη, πολλοί ήταν εκείνοι που δήλωναν απογοητευμένοι ή ευθαρσώς ανέγγιχτοι από την θεατρική πρόταση του βραβευμένου Βούλγαρου σκηνοθέτη.

Α, δράττομαι της ευκαιρίας να πω και δυό καλές κουβέντες παρά τις χίλιες δυό επιμέρους ενστάσεις, για την νέα εποχή του Ελληνικού Φεστιβάλ.


Πριν αρθρώσετε τις αντιρρήσεις, τον σκεπτικισμό και τις ενδεχομένως εύλογες παρατηρήσεις σας, για τις πτυχές αυτής της πολυσχιδούς διοργάνωσης, σταθείτε λίγο και σκεφτείτε: Πότε άλλοτε είδαμε μαζικώς στην Αθήνα, τόσους καλλιτέχνες, δημιουργούς και εν γένει θεάματα, που ταυτόχρονα να αποτελούν την «αιχμή» της εποχής μας; 

Χωρίς να περιφρονούμε την προϊστορία του θεσμού, τα προηγούμενα χρόνια παρακολουθούσαμε είτε αμιγώς ελληνικές παραγωγές (χωρίς να μειώνουμε την καλλιτεχνική τους αξία, η επιλογή αυτή καταντούσε αρκετές φορές «μονόχνωτη»), είτε αστέρες της Τέχνης, λίγο πριν τη δύση τους.

Τα τελευταία δύο χρόνια, οι Ελληνες θεατές έρχονται σ’επαφή με τη σημερινή παραγωγή τέχνης και με καλλιτέχνες που αναζητούν κι αυτοί με την σειρά τους να εκφράσουν και να εκφραστούν σ’αυτή τη δύσκολη εποχή.


Ακόμη κι αν τα παρουσιαζόμενα θεάματα, οι παραστάσεις και οι επισκέπτες -καλλιτέχνες, δεν μας αρέσουν ή δεν μας συγκινούν, το κέρδος ακόμη και από την απόρριψη τους είναι σημαντικό. Από τη μια οξύνεται το κριτήριο μας, ζυμωνόμαστε με κουλτούρες που δεν μας είναι οικείες, και από την άλλη απελευθερωνόμαστε από τον άκριτο θαυμασμό της Εσπερίας ή την αμήχανη παραδοχή της «πρωτοποριακής» τέχνης. Σε κάθε περίπτωση τα φετινά βράδια, μετά τις παραστάσεις, έχουμε κάτι γόνιμο να συζητάμε.


Τόση καλωσύνη δεν θα την αντέξω!  



Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v