Ήταν απόγευμα Σαββάτου και η κίνηση στο κατάστημα μηδενική, επειδή προφανώς πλησίαζε η ώρα του κλεισίματος. Η μόνη υπάλληλος του ελληνικού τμήματος, το οποίο επισκέφθηκα, βρισκόταν πίσω από το ταμείο και μιλούσε στο τηλέφωνο εμφανώς προβληματισμένη με την πορεία της συνομιλίας της: «ρε Μαρία, δεν το’ ξερα, αλλιώς αποκλείεται να ζήταγα άδεια το δεύτερο δεκαπενθήμερο!», πάσχιζε να πείσει το συνομιλητή της.
Ανίκανος να βρω το θάρρος να τη διακόψω, αναζήτησα μόνος το cd που έψαχνα και επέστρεψα στο ταμείο με μια μικρή ικανοποίηση για τη διακριτικότητά μου και την πρόνοια να μην ενοχλήσω τον εργαζόμενο σε μια προσωπική του στιγμή. Καθώς η ένταση της συζήτησής της ανέβαινε, και το πρόβλημα των αδειών έμοιαζε πλέον άλυτο, η ταμίας με εμφανή δυσφορία κατάλαβε ότι έπρεπε να με εξυπηρετήσει- προκειμένου, αν μη τι άλλο, να συνεχίσει ανενόχλητη το διακανονισμό.
«Εχω καταλάβει που έγινε η κόμπλα», είπε με βεβαιότητα παίρνοντας κοφτά το cd από το χέρι μου. Χωρίς να με κοιτάξει ξεκίνησε να το βάζει στην πλαστική σακουλίτσα. Μάταια προσπαθούσα να την ενημερώσω ότι επρόκειτο για δώρο, ώστε η συσκευασία να είναι διαφορετική και κυρίως να υπάρχει δυνατότητα αλλαγής. «Και δηλαδή εσύ πότε θέλεις άδεια;» ρωτούσε τη συνάδελφό της ενώ εγώ σχημάτιζα σιωπηλά στον αέρα το σχήμα του φιόγγου, ώστε να καταλάβει τον προορισμό του cd.
Ακόμα περισσότερο εκνευρισμένη (με εμένα; Με τη Μαρία;) άλλαξε τη συσκευασία, μου έδωσε τα ρέστα και γύρισε την πλάτη, ελεύθερη πλέον να αφοσιωθεί στο τηλεφώνημα.
Κοιτώντας την περιφρονητική πλάτη ψέλλισα «ευχαριστώ», χωρίς να φύγω αμέσως προς την έξοδο.
Ως μη όφειλα, ξόδεψα μερικά δευτερόλεπτα αναλογιζόμενος πόσο κάφρους πρέπει να μας θεωρούν αυτοί που εκμεταλλεύονται την ημι-μονοπωλιακή τους θέση στην αγορά, αλλά και την κεκτημένη καταναλωτική μας ταχύτητα.
Δεν κατέληξα κάπου.