Νάυλον ντέφια

Νάυλον ντέφια
Τέσσερις δεκαετίες έχουν περάσει από τότε που τα ”μπουζούκια” μπήκαν στη ζωή των Ελλήνων και το πάθος του λαού μας για το στυλ αυτό της διασκέδασης παραμένει αμείωτο. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε για μία ακόμη φορά ο Ιοβόλος, όταν την Παρασκευή βρέθηκε στο κοσμικό κέντρο ”Frangelico”, στο Γκάζι, ”εορτάζοντας” την τελευταία ημέρα επιστήθιου φίλου πριν περιδεθεί τα ιερά δεσμά του γάμου. Δεν ξέρω πόσοι από εσάς το συνειδητοποιείτε, αλλά τα μπουζούκια του ’50 και του ’60- εκ των ων ουκ άνευ στις ελληνικές ταινίες, περνώντας από μια γνησίως underground φάση ”Εθνικής οδού” στη δεκαετία του 1980- όταν πάντως ετύγχαναν και της προτίμησης του τότε Πρωθυπουργού- είναι οι πρόγονοι της χαριτόβρυτου Πέγκυ Ζήνα και των λοιπών σταρ του σημερινού ελαφρολαϊκού. Πριν βιαστείτε να χρεώσετε στους σημερινούς καλλιτέχνες της πίστας έλλειμμα κουλτούρας, θυμηθείτε ότι και τότε, για αρκετούς κουλτουριάρηδες της εποχής, ο Ζαμπέτας, ο Χιώτης, ο Χρηστάκης και οι λοιποί διασκεδαστές των εφοπλιστών ήταν ”κόκκινο πανί”. Αν και καμία στιγμή της παρουσίας του σε έναν από τους ναούς τη σύγχρονης διασκέδασης ο Ιοβόλος δεν συνέλαβε τον εαυτό του έτοιμο να πηδήξει στο παρακείμενο τραπέζι και να ταλαντευτεί λεβέντικα στους ρυθμούς του εθνεγερτητικού ”είμαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης...”, δεν μπόρεσε να μην προσέξει το εξής: Αυτοί οι άνθρωποι που κατακλύζουν τα μαγαζιά αυτά, διασκεδάζουν πραγματικά- και ας μην φανεί αυτό αυτονόητο. Λίγοι από τους θιασώτες του Μεγάρου ”διασκεδάζουν” εκεί, άσχετα αν μετά το πέρας του όποιου θεάματος κρίνουν ότι καλώς παρακολούθησαν την τάδε ή τη δείνα παράσταση. Απαλλαγμένοι από το βάρος του δυσνόητου, οι μπουζουκόβιοι δίνουν την αίσθηση ότι κάνουν ακριβώς αυτό που αρέσκονται να κάνουν μετερχόμενοι του δημοκρατικότερου σήμερα τρόπου διασκέδασης στην Ελλάδα. Ως εξ αυτού, μόνο όποιος αυτοπροσδιορίζεται αφορίζοντας, δεν θα επαινούσε την επιλογή τους. Εκαστος εφ ω ετάχθη όμως και ο Ιοβόλος μάλλον θα μείνει στην... άλλη όχθη- στην πλευρά αυτών που επισκέπτονται τα μπουζούκια μια φορά ανά τριετία. Πιθανότατα στην όχθη αυτή θα συνεχίσει να ακούει τους διπλανούς του να περιφρονούν τις διπλοπενιές, θεωρούντες ότι μόνο ο Γούντυ Άλλεν άξιζε τα 150 ευρώ και διασκεδάζοντες όλο και σπανιότερα... Υ.Γ. Αφορμή για τις ανωτέρω σκέψεις, στάθηκε όχι τόσο το ίδιο το μίνι αφιέρωμα των παιδιών της ”Τέρψης” στις πίστες, όσο η αδιόρατη ανησυχία τους πως ένα τέτοιο θέμα ”δεν ταιριάζει στο προφίλ της ιστοσελίδας”.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v