Να λείπει το... Αλάτσι

Βράδυ καθημερινής και δύο φίλοι ψάχνουν να δειπνήσουν κάπου συμπαθητικά και κεντρικά. Η ιδέα για το ”Αλάτσι”, που και casual και ευπρεπές θεωρείται, ταίριαξε στις διαθέσεις τους (αλλά ουχί στις προσδοκίες τους). Είχε πιάσει σχετική ψύχρα και η παρέα αποφασίζει να καθίσει στην εσωτερική σάλα του εστιατορίου. Όπου ναι μεν ήταν ζεστά αλλά και υποφωτισμένα. Εφταιγε μήπως το ότι το τραπέζι βρισκόταν κοντά στο μπαρ και άρα ο φωτισμός έπρεπε να ρυθμιστεί αναλόγως; Πάντως, όπως μαθαίνει ο Ιοβόλος, με δυσκολία διέκριναν τα αναγραφόμενα στο μενού- ακόμη και τα μαχαιροπήρουνα τους. Υπήρχε βέβαια και η βοήθεια από την απαστράπτουσα γαλάζια διακόσμηση της μπάρας που βοηθούσε λίγο, όσο και αν πλήγωνε την αισθητική τους. Αποφάσισαν να χαλαρώσουν, πίνοντας τσικουδιά, τρώγοντας τα παραδοσιακά amuse bouche και να κουβεντιάσουν μέχρι να παραγγείλουν. Οι ευγενικοί σερβιτόροι ωστόσο ήρθαν τρείς φορές στο τραπέζι τους, ζητώντας (πολύ ευγενικά ομολογουμένως) την παραγγελία τους, ακόμη και όταν ο ένας από τους δύο μιλούσε στο κινητό του! Το επέσπευσαν λιγάκι λοιπόν ώστε να μην καθυστερήσουν και τη ”ροή του εστιατορίου”. Στα πιάτα ακολούθησαν την πεπατημένη αλλά στο κρασί αποφάσισαν να δώσουν έμφαση. Διατρέχοντας τον κατάλογο, διαπίστωσαν ότι υπάρχει κι ένα από τα αγαπημένα τους κόκκινα κρασιά (μια Νεμέα για την ακρίβεια), η οποία χαρακτηριζόταν συλλεκτική και τιμολογούνταν προς 48 ευρώ η φιάλη. Ο ένας εκ των δύο, συμβαίνει να αγοράζει συχνά τη ”συλλεκτική” Νεμέα προς 12 ευρώ (λιανική τιμή) και επίσης να γνωρίζει ότι δεν είναι ακριβώς σπάνια, αλλά περιορισμένης παραγωγής. Πάντως η τιμολογιακή πολιτική στο κρασί του φάνηκε υπερβολική και αποφάσισε να μην παραγγείλει τη Νεμέα (που δεν θα ταίριαζε ούτως ή άλλως με τα πιάτα του δείπνου). Επέλεξαν λοιπόν ένα άλλο λευκό ”μεσαίο” κρασί, το οποίο όμως συνέβη να είναι το τελευταίο και αν ήθελαν να πιουν ακόμη λίγο, θα έπρεπε να επιλέξουν κάποια άλλη ετικέτα. Τα πιάτα τους ήταν μια απλή βραστή σαλάτα χόρτων, μια φάβα με μοναδική extravaganza την προσθήκη καρυδιών και το ”κλασικό” πιάτο του εστιατορίου, κουνέλι με δενδρολίβανο και πατάτες. Κατ’αρχάς οι πατάτες ήταν τηγανητές (ευτυχώς όχι προκάτ) και το κουνέλι (...από τα υψίπεδα των κρητικών ορέων μήπως;) πνιγόταν στο ζωικό του λίπος. Αναρωτήθηκαν βέβαια πως είναι δυνατόν να βραβεύτηκε με χρυσό σκούφο το συγκεκριμένο εστιατόριο, αλλά επειδή δεν ήταν και γευσιγνώστες με περγαμηνές, έπνιξαν την αναρώτησή τους. Όπως έπνιξαν και τα ουρλιαχτά τους όταν ήρθε ο λογαριασμός τους, ο οποίος έφτανε στο διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 120 ευρώ! Ακούγοντας για πέμπτη φορά τραγούδι του, επίσης ”τιμητή της παράδοσης”, Παντελή Θαλασσινού, ήπιαν γρήγορα τις τελευταίες γουλιές από το κρασί τους και έφυγαν μετανιωμένοι και κυρίως κουβαλώντας την αίσθηση του εμπαιγμού. Όπως φρόντισαν να μάθουν και να πληροφορήσουν τον Ιοβόλο, ο γνωστός δημοσιογράφος κ. Θεοδωράκης, ιδιοκτήτης του μαγαζιού, βρίσκεται ήδη σε άγραν αγοραστή. Κάτι θα ξέρει ο Σταύρος...
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v