Δεν έχουνε περάσει πολλά χρόνια από τότε που μεσούσης της ελληνικής χρήσης χρέους το να βρίζει κανείς «του Γερμανούς» φαινόταν να δίνει μια παρηγοριά στον κόσμο που επιθυμούσε να θυμώσει με όσο το δυνατόν περισσότερους ενόχους.
Οι αφίσες που εύχονταν «ψόφο» στην Άγκελα Μέρκελ και τον τότε υπουργό Οικονομικών, Βόλφγκαγκ Σόιμπλε και τα αντίστοιχα πρωτοσέλιδα αυριανικού τύπου εφημερίδων υπάρχουν ακόμη ζωντανά στη μνήμη όσων από εμάς δυσανασχετούσαν με την αφελή στοχοποίηση.
Που ήταν το λάθος; Ήταν καλός άνθρωπος ο Σόιμπλε όταν έλεγε ότι «οι έλληνες ή θα προσαρμοστούν στην πραγματικόητα η καλύτερα θα είναι να φύγουν από την Ευρωζώνη»; Έδειχνε αλληλεγγύη η Μέρκελ ή άλλοι ευρωπαίοι ηγέτες όταν επέβαλαν την περικοπή συντάξεων και μισθών σε μια χώρα που ήδη πλήττονταν από την ανέχεια;
Όχι, τίποτα από τα δύο δεν συνέβαινε.
Στην ελληνική κρίση, όπως ξέρουμε καλά η Ευρώπη έδειξε το σκληρό πρόσωπο του τεχνοκρατισμού- αυτό που κρύβεται πίσω από τις ρητορικές για «δημοκρατικά συστήματα», τις αξίες και τα «ιδεώδη του δυτικού κόσμου», την «ευρωπαϊκή οικογένεια» και πάει λέγοντας. Απλώς, ο άμεσος υπεύθυνος για την κατάσταση της χώρας δεν ήταν «οι ξένοι», αλλά το οικονομικό σύστημα σε συνδυασμό με τις εγχώριες πολιτικές επιλογές και τις εθνικές μας κακοδαιμονίες.
Η δυσαρέσκεια για το πως μας φερόταν η «Ευρώπη μας»- our Europe που έλεγε και ο Κώστας Σημίτης έγινε αναδίπλωση προς κάτι που μας φαινόταν αυθεντικότερο: μια νεοπαράδοση με έντονα ελληνικά στοιχεία και αναγνώριση της σημασίας ορισμένων ριζών.
Και αν το κακό αυτής της στροφής προς την «εθνική υπερηφάνεια» ήταν οδυνηρό σε πολιτικό επίπεδο με τον κάθε μπούφο που πουλάει ελληνικό μεγαλείο να μπαίνει (και να παραμπαίνει) στη Βουλή, σε πολιτισμικό επίπεδο η ξενο-αηδία που άνθισε για τα οκτώ περίπου χρόνια της κρίσης δεν μας βγήκε άσχημα.
Τα ποτά που πίναμε άλλαξαν. Τα τσίπουρα και οι ρακές ταξίδεψαν από τα καφενεία και τους μπαρμπάδες και έφτασαν στους πιτσιρικάδες που ξεκίνησαν να τα βάζουν σε- φθηνότερα πλέον- κοκτέηλ. Μαζί τους πολλαπλασιάστηκε και η μια πιο «παραδοσιακή» διασκέδαση με πολλά μεζεδοπωλεία να ανοίγουν και πολλές κομπανίες να τραγουδούν χωρίς μικρόφωνα και να φτιάχνουν μια ολόκληρη «σκηνή» στην Αθήνα και σε πολλές άλλες πόλεις. Ομοίως με το φαγητό. Το μενού εστιατορίων και σπιτιών στράφηκε κατά πολύ στην- πειραγμένη- ελληνική/μεσογειακή κουζίνα και τα πολλά από νέα φαγάδικα άνοιξαν προσφέροντας τέτοιες επιλογές. Και όχι μόνο αυτά. Και η κινηματογραφική-τηλεοπτική και λογοτεχνική μας επιρροή επηρεάστηκε θετικά δημιουργώντας ένα νέου τύπου αποτύπωμα με πολλές αναφορές στην ελληνική ιστορία και τους εγχώριους μετασχηματισμούς.
Γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά; Διάβαζα κάτι δηλώσεις που έκανε πρόσφατα ο άλλοτε μισητός κ. Σόιμπλε αναφορικά με τους γερμανούς και το τι θα πρέπει να κάνουν εν όψει του δύσκολου χειμώνα που έρχεται. Ο κ. Σόιμπλε χαρακτήρισε τους Γερμανούς που ανησυχούν «κακομαθημένους».
«Ας φορέσουν ένα πουλόβερ. Η ίσως και ένα δεύτερο πουλόβερ. Δεν πρέπει να γκρινιάζουμε για αυτό, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι πολλά δεν είναι αυτονόητα», είπε ενώ στα μη αυτονόητα ανέφερε κα ιτο ηλεκτρικό ρεύμα το οποίο μπορεί κάποιες φορές να διακοπεί. Συμβούλεψε δε τους Γερμανούς να «έχουν πάντα στο σπίτι μερικά κεριά, σπίρτα και έναν φακό».
Να είσαι η οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης με μεγάλο εσωτερικό πλούτο και να σου λένε να βάλεις δεύτερο πουλόβερ και να ζεις στο σκοτάδι, μην και χρειαστεί να ενεργοποιηθεί το κοινωνικό κράτος και ξοδευτεί κανά μάρκ-εεε Ευρώ παραπάνω.
Τι μα δείχνει αυτό; Ο κ. Σόιμπλε δεν μισούσε εμάς. Μισούσε την επιθυμία των ανθρώπων των χαμηλότερων εισοδημάτων να ζουν καλύτερα εις βάρος της διαρκούς ισχυροποίησης των εθνικών οικονομιών. Εχθροί μας δεν ήταν ποτέ η κ. Μέρκελ και ο κ. Σόμπλε. Εχθροί μας ήταν – και παραμένουν- οι ανάλγητες πολιτικές. Και αυτές, όπως δείχνει σε κάθε ευκαιρία ο καπιταλισμός- δεν έχουν εθνικότητα.