-«Είδες ρε παιδί μου; Πάει και ο Κόκοτας…» -«κι ο Κόκοτας;! Όχι και αυτός! Τι θα γίνει με τους θανάτους επιτέλους;»
Αλήθεια, τι θα γίνει με τους θανάτους; Οι οιμωγές των σοσιαλμιντιστών γίνονται ουρανομήκεις αμα τη αναγνώσει της είδησης για τον θάνατο κάποιου γηραιού πάλαι ποτέ σταρ, κάποιου θανατηφόρου δυστυχήματος στην Εθνική Καλαμπάκας-Γρεβενών ή κάποιου θύματος στυγερής δολοφονίας ή/και οικογενειακού δράματος. Που μαζεύτηκαν τόσοι θάνατοι; Ήρθαν μάλλον να χαζέψουν την λαγνεία του κοινού για το συμπυκνωμένο συναίσθημα που υπόσχεται η θανή.
Άλλωστε κάθε καλή ιστορία αστυνομικού ρεπορτάζ θα πρέπει να τελειώνει με αίμα- αυτό το ξέρουν όλοι. Και τι κάνει καλή την ιστορία; Ο διάσημος πρωταγωνιστής ενός δράματος ή οι ειδεχθείς πράξεις του που τον κάνουν αυτόχρημα διάσημο. Και αν δεν υπάρξει μια καλή ιστορία; Ε, θα πάμε στην αμέσως επόμενη καλύτερη- όπως κάνουμε με το ζάπινγκ: Χάζεψε και το μέτριο και θα βάλει κάτι καλύτερο…
Την Δευτέρα από το τάιμλάιν μου στο Facebook πέρασε μια είδηση για έναν 34χρονο που βρήκε ξαφνικό θάνατο από ανακοπή κάπου στην βόρεια Ελλάδα, ενώ την προ-προηγούμενη εβδομάδα είδηση έγινε ένας παίκτης λύρας 36 ετών ο οποίος επίσης απεβίωσε μετά από αιφνίδιο καρδιολογικό πρόβλημα. Εξάλλου, εγκλήματα που περιγράφουν πρόκληση απλών σωματικών βλαβών αναδεικνύονται επίσης σε δημοφιλείς ειδήσεις- πάνω κάτω για τον ίδιο λόγο: το «τς, τς, τα, είδες τι γίνεται στον κόσμο ;». Αλλά ας μείνουμε στους θανάτους.
Δεν είναι κακό ο θάνατος αναγνωρίσιμων προσώπων να γίνεται θέμα μαζικής κατανάλωσης. Οι κοινωνίες τιμούν τα εξέχοντα μέλη τους και στο κάτω-κάτω έτσι δίνονται στην δημόσια σφαίρα αφορμές για να ανατρέχει σε παλιότερες περιόδους της ιστορίας, να θυμάται τις ιδιαίτερες συνθήκες που υπήρχαν σε άλλες εποχές, και να ιστορικοποιεί καλύτερα τα όσα συμβαίνουν σήμερα.
Όμως η σοσιαλμιντιακή μανία δεν λειτουργεί έτσι. Ο θάνατος εκεί γίνεται συναισθηματικό σποτ όπου οι χρήστες τσεκάρουν τον εαυτό τους-ανακοινώνουν την παρουσία τους συμμετέχοντας σε μια κοινή «στεναχώρια» συχνά ελαφρώς τραβηγμένη από τα μαλλιά. Ένας εύκολος συναισθηματισμός με αφορμή. Ρίγη ανατριχίλας μου προκαλεί το «πακετάρισμα» αυτών των «συμφορών» που πέφτουν πάνω στα κεφάλια μας, όπως αυτό επιτυγχάνεται στην αποστροφή για τις χρονιές «Τι είναι αυτό το 2020 ρε παιδί μου;», «Άντε να φύγει αυτή η χρονιά που τόσους έχει πάρει».
Στην εποχή των social media ο θάνατος- της ανώνυμης που αυτοκτόνησε από την Ακρόπολη ή της βασίλισσας της Αγγλίας- εμφανίζεται ως κάτι καθαρό και αναντίρρητο. Δεν χωρούν fake news στους θανάτους και ίσως να έλκουν την δημοφιλία τους από την αλήθεια που τους συνοδεύει. Δεν είναι όμως λίγο απογοητευτικό ένα τόσο μεγάλο μέρος της πυροδότησης του συλλογικού συναισθήματος να γίνεται με αφορμή χαμούς;