Και κάπως έτσι, η ελληνική δικαιοσύνη ξαναβρέθηκε στο στόχαστρο, όπως είχαν προβλέψει αρκετοί ότι θα συνέβαινε από τις εποχές ακόμη που πανηγυρίζαμε όλοι για την απόφασή της στο εφετείο που έστειλε στην φυλακή τα μέλη της Χρυσής Αυγής.
Μια αρχική παρατήρηση: Δεν διαφωνώ με το ότι πολλά πράγματα στην ελληνική δικαιοσύνη είναι στρεβλά και σάπια∙ ότι υπάρχουν προσωπικές σχέσεις που παίζουν ρόλο στις επιβολές των ποινών και σε κρίσεις επι δικονομικών θεμάτων καθοριστικών για την πορεία μιας δίκης. Με δυο λόγια, δεν θεωρώ ότι η ελληνική δικαιοσύνη λειτουργεί για όλους το ίδιο. Δεν είναι ίδια η αντιμετώπιση ενός ανώνυμου πιτσιρικά που συλλαμβάνεται με καδρόνι σε διαδήλωση και του μεγαλόσχημου πολιτικού που διώκεται για κάποιο ποινικό αδίκημα.
Αφού το είπα και το ξεκαθάρισα, μου φαίνεται ότι το συνολικό τσουβάλιασμα κάποιου θεσμού, όπως η δικαιοσύνη, αυτό το… ρόλερ κόστερ απόψεων, στο οποίο από το «Θεοί!» κατρακυλούν στο «αίσχος!» βλάπτει οπωσδήποτε τους δημοκρατικούς θεσμούς. Στις περιπτώσεις αυτές χρειάζεται εστιασμένη κριτική που να καταλήγει σε συγκεκριμένα επιχειρήματα. Τόσο για να υπάρχουν στοχευμένα αιτήματα που πάντα είναι πιο εύκολο να ικανοποιηθούν, όσο και για να μην μπορεί η κριτική να τσουβαλιαστεί από διάφορους επιτήδειους ως «συριζαίικη», «αριστερή» ή οτιδήποτε άλλο.
Τι νόημα έχει να λέει κανείς ότι η ελληνική δικαιοσύνη είναι για πέταμα; Ποιον εξυπηρετεί πέρα από την προσωπική ανάγκη του να αναθεματίσει τα τεκτενόμενα; Αν όμως δημοσιοποιηθούν δύο ή τρεις περιπτώσεις επεξεργασμένες από νομικούς που θα δείχνουν ότι σε παρόμοιες υποθέσεις- όταν δεν ήταν αναμεμιγμένος κάποιο διάσημο πρόσωπο ή δεν υπήρχε εκπροσώπηση από κάποιο δικηγόρο με στενές φιλικές διασυνδέσεις στον δικαστικό χώρο- η απόφαση ήταν τελείως διαφορετική, θα αποτελέσουν πραγματική αιχμή.
Η υπόθεση Λιγνάδη έχει περάσεις τα όρια της πολιτικής αντιπαράθεσης και έχει περάσει σε αυτό που αποκλήθηκε «πολιτισμικός πόλεμος»: Είσαι με τους «από εδώ» που πιστεύουν ότι οι βιαστές πρέπει να είναι στη φυλακή ή με τους «από εκεί» που δεν δίνουν πεντάρα; Το ερώτημα είναι αφελές, αλλά πιο αφελής είναι η επικοινωνιακή βάση στην οποία τίθεται. Είναι δε ακριβώς αυτή η βάση που δίνει λαβές στους κυβερνητικούς υποστηρικτές να μιλούν για «λαϊκισμό». Ποιος δεν θέλει να τιμωρούνται και να τίθενται εκτός κοινωνίας οι βιαστές ανηλίκων; Κανείς, και αυτό είναι κάτι που ο νομοθέτης έχει ενσωματώσει στο πνεύμα των σχετικών διατάξεων.
Η δυσωδία με την οποία σε πολλές περιπτώσεις η ισονομία των πολιτών καταργείται και το πως αυτό θα μπορούσε να αντιστραφεί είναι το πραγματικά πολιτικό ερώτημα. Για να είναι στέρεο όμως το ερώτημα και να παράξει αλλαγές προς το καλύτερο, πρέπει να είναι διαρκές. Πρέπει να είναι παρόν στα προγράμματα των κομμάτων.
Αλλιώς το τρώει η μαρμάγκα της πολιτικής αντιπαράθεσης, και το «εμείς» και «οι άλλοι».
Επιτέλους, δεν γίνεται να μην είναι η δικαιοσύνη και η απονομή της μέρος της προεκλογικής αντιπαράθεσης. Δεν γίνεται να μην δίνεται ποτέ στους πολίτες η δύναμη να επιλέξουν τι σύστημα δικαιοσύνης θέλουν.