Να είναι καλά αυτή η γυναίκα, η Ρούλα Πισπιρίγγου που μας έκανε να ξεχάσουμε όλα μας τα προβλήματα ως λαός! Τι και αν έχουμε δεκάδες θανάτους λόγω covid; Ποια πολεμική σύρραξη στην Ευρώπη; Ακρίβεια; Ποια ακρίβεια; Η Πισπιρίγγου ήρθε σαν σίφουνας και σάρωσε τα πάντα στην ενημέρωση.
Κανάλια, ιστότοποι, ραδιόφωνα και εφημερίδες ασχολούνται με την γυναίκα αυτή, χαρίζοντας στο κοινό τους την ευκαιρία να μισήσουν κάποιον και να ξεχάσουν για λίγο τις δικές τους καθημερινές απελπισίες. Λίγο σαν να βλέπουν ένα δακρύβρεχτο δράμα του παλιού ελληνικού σινεμά.
Το κοινό είναι πάντα επιρρεπές στο να μισεί και να κατηγορεί κάποιον ή κάποιους για την αδυναμία ή την ανικανότητά τους να ζουν εντός ορίων.
Αν μάλιστα το κοινό αυτό μπορούσε να παρακολουθήσει αυτούς τους μισητούς να παλεύουν σε μια αρένα με λιοντάρια και να βρίσκουν οι ίδιοι τραγικό θάνατο, η ικανοποίησή του θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Η εικόνα των ανθρώπων που με καφέ στο χέρι ή/και κινητό πηγαίνουν έξω από το σπίτι της συλληφθείσας να ζητήσουν τον θάνατό της, είναι η εικόνα μιας κοινωνίας έτοιμης να παραδοθεί στα κηρύγματα τύπου Χρυσή Αυγή με την πρώτη ευκαιρία. Είναι η εικόνα μιας κοινωνίας άρρωστης και ανίκανης να βρει οποιοδήποτε συλλογικό όραμα.
Όπως και το μίσος, ο δημόσιος λιθοβολισμός του ενόχου είναι μια απόλαυση, ένας τρόπος να πέσουμε στον καθημερινό μας λήθαργο χωρίς να σκεφτόμαστε τα προβλήματά μας∙ ένας εύκολος και ανούσιος αντίπαλος. Και φυσικά τα αγαπημένα media είναι πάντα εκεί για να μας σπρώξουν χαμηλότερα προς τον πάτο με περισσότερες «ανατριχιαστικές λεπτομέρειες» για την «μητέρα-τέρας», για «την υποκριτική της στάση όλο αυτό το διάστημα» και για τα «τρία αθώα αγγελούδια που κοιμήθηκαν για πάντα».
Όσο για την ίδια την συλληφθείσα; Κανείς δεν περιμένει να περάσει από δίκη πριν την καταδικάσει- («τότε θα έχει παλιώσει- μόνοι μας θα λιθοβολούμε;»), χωρίς βέβαια να σκέφτεται το κλίμα που δημιουργεί, για τους μέλλοντες να δικάσουν την υπόθεση, η πανταχόθεν σταύρωσή της.
Η υπερτόνιση της μητρικής ιδιότητας της Πισπιρίγγου, εκτός από το ότι δραματοποιεί ακόμη περισσότερο το προφίλ της, είναι δηλωτική ενός ακόμη πράγματος που δεν αφορά καθόλου την ίδια, αλλά εμάς τους υπόλοιπους, και μπορεί να είναι χρήσιμη: το κυρίαρχο μητρικό σενάριο, το «κοστούμι» που η ελληνική κοινωνία ράβει για όλες τις ελληνίδες προβλέπει απαρέγκλιτα ως τελικό προορισμό των γυναικών την μητρότητα και ως ύψιστη αγάπη την αγάπη για το παιδί τους.
Προφανώς και οι περιπτώσεις στις οποίες κάποια δεν κάνει παιδιά ή τα παιδιά δεν αποτελούν την σχεδόν αποκλειστική ασχολία της δεν ξεσηκώνουν το μίσος που βλέπουμε να εγείρεται κατά της Πισπιρίγγου. Αναλογικά όμως φαίνεται ξεκάθαρα πόσο αδιανόητο είναι για κάποια να πάρει αποστάσεις από αυτή την «προκάτ» συνταγή ευτυχίας.
Έχοντας αυτό στο μυαλό, ας φανταστούμε για λίγο πόσο πιεστικό μπορεί να είναι για οποιονδήποτε άνθρωπο να μην επιτρέπεται να φύγει μακριά από μια κατάσταση όπου οι υποχρεώσεις ξεπερνούν τις δυνάμεις του και όπου ουσιαστική βοήθεια (βλέπε δομές, κρατική στήριξη για ενίσχυση των γονιών, ειδικοί σύμβουλοι και λοιπά και λοιπά) δεν υπάρχει από πουθενά. Ας σκεφτούμε πόσο αποτυχημένη και αξιοκαταφρόνητη θα θεωρηθεί εκείνη που θα ανοίξει την πόρτα και θα φύγει από την «αξιολάτρευτη οικογένειά της».
Αν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κερδίσουμε ως κοινωνία από την υπόθεση αυτή, είναι να καταλάβουμε. Να καταλάβουμε ότι οι «μανούλες» είναι πρώτα άνθρωποι και μετά μητέρες, να καταλάβουμε ότι όταν τα κοινωνικά πλαίσια είναι άκαμπτα και καταπιέζουν τους ανθρώπους αυτοί μπορεί να παρανοήσουν, να καταλάβουμε ότι το πρόβλημά μας δεν είναι εκείνοι που βγαίνουν εκτός ορίων, αλλά άλλα που θεωρούμε δεδομένα και υπεράνω συζήτησης,
Η υπόθεση Πισπιρίγου είναι μία ακόμη απόδειξη ότι αυτό που λέμε ελληνική οικογένεια είναι προβληματική. Και αυτό ισχύει ακόμη και στην περίπτωση που η βρεθεί αθώα.