Το μονοπώλιο της βίας ανήκει στο κράτος. Αυτά, στις αστικές δημοκρατίες είναι γνωστά και λυμένα. Όπερ μεθερμηνευόμενον η πολιτεία αναγνωρίζει το δικαίωμα στην αστυνομία να χρησιμοποιεί βία για την καταστολή παράνομων πράξεων που στρέφονται κατά της ζωής ή της περιουσίας ή κατά του κοινωνικού συνόλου. Ως εδώ, ας πούμε καλά. Υπάρχει όμως ένα πολύ σοβαρό θέμα που αφορά την αναλογικότητα των πράξεων των σωμάτων ασφαλείας.
Με απλά λόγια, η καταστολή πρέπει να είναι ανάλογη της διαπραττόμενης παράβασης, αλλιώς διολισθαίνουμε προς το «πονάει μάτι, κόβει κεφάλι» που δεν είναι αποδεκτό πουθενά στον δυτικό κόσμο. Ούτε οι 38 πυροβολισμοί ούτε τελικά ο σκοτωμός του νεαρού φαίνονται ανάλογοι με το αδίκημα που εικαζόταν ότι διέπραξε και αυτό δεν φαίνεται να είναι κάτι που μπορεί να σχετικοποιηθεί ή να δικαιολογηθεί από την αστυνομία ή το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Εκτός ίσως αν οι αρμόδιοι επικαλεστούν την ελλιπή εκπαίδευση των οργάνων ή/και τον ελλιπή επανέλεγχο της ικανότητάς τους σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Όταν μιλάμε για «επιχειρησιακή ικανότητα» των αστυνομικών οργάνων πρέπει να αναφερόμαστε όχι μόνο την ικανότητά τους «να πιάνουν τους κακούς» αλλά και στην ικανότητά τους να κρίνουν ποιοι είναι κακοί και επικίνδυνοι και πόσο μακριά τους δίνει ο νόμος την ευκαιρία να φτάσουν.
Σε θεωρητικό πλαίσιο η δυνατότητα αυτενέργειας που έχει η αστυνομία κατά την καταστολή «παραβάσεων» αποτελεί μια μικρή ή μεγαλύτερη μαύρη τρύπα στο κράτος δικαίου. Αιτία είναι τα εισαγωγικά στην λέξη «παράβαση», με την έννοια ότι τα όργανα, οι εφαρμοστές του νόμου, καλούνται επι τόπου να κρίνουν και να αποφασίσουν τι είναι και τι δεν είναι παράβαση, ποιος είναι ή δεν είναι ένοχος, πόσο επικίνδυνος είναι ή δεν είναι ο κάθε ύποπτος. Και αυτό χωρίς να έχουν την δυνατότητα για διενέργεια οποιασδήποτε αποδεικτικής διαδικασίας.
Αυτό δεν γίνεται να αλλάξει. Εκείνο όμως που γίνεται να αλλάξει είναι να γίνει ξεκάθαρη στα όργανα η αποστολή τους, η οποία πρέπει να είναι η προσαγωγή των εκάστοτε υπόπτων και η νομική διερεύνηση τυχόν ευθυνών τους για κάποιο αδίκημα. Όσο οι αστυνομικοί θα έχουν στο μυαλό τους ότι μπορούν να διορθώσουν (με μικρή ή με μεγαλύτερη παρέμβαση) κάτι που πάει λάθος, τα λάθη θα είναι συνεχή. Αυτή είναι η διαφορά των αστυνομικών οργάνων μιας σύγχρονης αστικής δημοκρατίας και των σερίφηδων της Άγριας Δύσης, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την πάση θυσία επιβολή του νόμου, παίζοντας ad hoc και τον ρόλο του δικαστή. Δεν είναι δε θέμα τι «μας πηγαίνει ως συμπεριφορά», αλλά ουσιαστικός τρόπος λειτουργίας της δημοκρατίας.
Πρακτικ΄ά, πολύ καλώς συνελλήφθησαν οι αστυνομικοί. Πρέπει να είναι σαφές ότι η δικαιοσύνη καθορίζει αν κάποιος είναι ένοχος ή όχι, όπως επείσης και, αν κριθεί ένοχος, ποια ποινή θα του επιβληθεί. Δεν πρέπει να τους επιβληθεί μια "εκδικητικ΄ή ποινή", πρέπει όμως το κράτος να δείξει τα όρια της αυτενέργειας των λειτουργών του και τα δημοκρατικά όρια της βίας.
Υ.Γ. Ο Ένοχος, μια ταινία του Δανού Γκούσταβ Μέλερ, αποτελεί μια εξαιρετική (και αγωνιώδη!) ταινία γύρω από το θέμα αυτό, χωρίς τσιρίδες και χωρίς πάθη. Όσοι δεν την έχετε δει, δείτε την.