Δεν θέλω να σχολιάσω τον χαρακτήρα του Κωνσταντίνου Μπογδάνου, το έχω ήδη κάνει εδώ. Ο τρόπος όμως που αποπέμφθηκε από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του κυβερνώντος κόμματος εγείρει ορισμένες σκέψεις για την λειτουργία της περσόνας του στον δημόσιο χώρο και για τον πολιτικό χώρο που του επιτρέπει να επιβιώνει.
Αναζητώντας τα μέσα για την πολιτική και όχι μόνο επιβίωσή του ο Κ. Μπογδάνος σωστά έχει αντιληφθεί την ύπαρξη μιας ομάδας γύρω στο 2-4% του εκλογικού σώματος, η οποία παραδοσιακά κινείται στην ακροδεξιά και διατηρεί τον πυρήνα των ποσοστών της αμετάβλητο. Είναι το παλιό Ποσοστό της ΕΠΕΝ που δημιούργησε και την Χρυσή Αυγή στην δεκαετία του 1980, το οποίο μετά τις εθνικιστικές κινήσεις Σαμαρά στις αρχές της δεκαετίας του 1990 γνώρισε έξαρση. Μετά βρήκε στέγη στον πολιτικό καιροσκοπισμό του Γιώργου Καρατζαφέρη και του ΛΑΟΣ, φούντωσε με την Χρυσή Αυγή οδηγώντας την στην θέση ου τρίτου κόμματος, ψεκάστηκε λίγο από τα λόγια του Πάνου Καμμένου και σήμερα καταπίνει τα μαντζούνια του Κυριάκου Βελόπουλου βρίζοντας τους κακούς Τούρκους.
Κρανιδιώτες, Τράγκες, Τζήμεροι, Μπαλτάκοι ήδη σχεδιάζουν πως να πάρουν κομματάκι από αυτή την πίτα ποντάροντας σε έωλες αφέλειες όπως ο αντικομμουνισμός και η τουρκοφαγία, αλλά και στα πάντα «αξιόπιστα» στοιχεία λαϊκισμού, όπως η ανωτερότητα της ελληνικής φυλής και η ζήλεια όλων των άλλων λαών για την πατρίδα μας. Στον συμπαθή (#not) αυτόν εσμό προστέθηκε εσχάτως και ο Κωνσταντίνος της καρδιάς μας που τόσο καιρό κοίταζε μήπως εξαργυρώσει αυτό ακριβώς το προφίλ με καμιά κυβερνητική θεσούλα. Παρήλθε όμως και ο δεύτερος ανσσχηματισμός και ουδέν συνέβη, οπότε είπε να ανεβάσει τους δεξιούς τόνους μπας και κουνηθεί τίποτα. Και κουνήθηκε.
Πιο ενδιαφέρον από όλη αυτή το δεξιό γουέστερν, είναι να σκεφτούμε τις προσπάθειες που κάνει η ελληνική κεντροδεξιά να πείσει και τα ακροδεξιά ακροατήρια ότι μπορεί να εκφράσει και τα δικά τους αιτήματα. Έτσι, οι κινήσεις της και το που ρέπει κατά καιρούς η ρητορική της δεν μπορούν και δεν πρέπει να παρερμηνεύονται. Η αποπομπή Μπογδάνου αντιστοιχεί σε μια άλλη τακτική, που ακολουθείται καθώς στην ηγεσία της Ν.Δ. βλέπουν το δημοσκοπικό τους πλεονέκτημα και νιώθουν ότι δεν έχουν ανάγκη τους πιο δεξιούς φίλους τους. άλλωστε αυτή η κινούμενη μάζα ψηφοφόρων που μόνο καταχρηστικά θα χαρακτηρίζαμε "κέντρο" δεν βλέπει φιλικά τις ακραίες τοποθετήσεις.
Να προσθέσουμε εδώ και την ίδια την κεντρώα κλίση του Πρωθυπουργού που δεν έχει σε υπόληψη τους φασίζοντες φωνακλάδες. Άλλο αν υποχρεώθηκε να κάνει αντιπρόεδρο του κόμματος, δεύτερο τη τάξει δηλαδή, τον Άδωνι. Σε ανάγκη βρέθηκε ο άνθρωπος. Τι να έκανε;