Το νομοσχέδιο περί συνεπιμέλειας των παιδιών σε περίπτωση διαζυγίου που περνά αυτές τις ημέρες από την Βουλή, έχει ορισμένες θετικές πλευρές και- από αυτή την άποψη- είναι στην σωστή κατεύθυνση.
Πρώτο θετικό σημείο το ότι είναι αδιανόητο εν έτει 2020 να μην υπάρχει ισότιμα μοιρασμένο ανάμεσα στα δύο φύλα το βάρος της ανατροφής ενός παιδιού. Μια και δεν έχουμε κοινωνικό κράτος, μέσα από τέτοιες μεροληψίες αναπαράγονται οι έμφυλες ανισότητες, η αγορά εργασίας εξακολουθεί να φέρεται στις γυναίκες σαν σε εργαζόμενο δεύτερης κατηγορίας και η ψαλίδα των δικαιωμάτων μένει κραταιή.
Η νομοθετική εξίσωση των υποχρεώσεων είναι κάτι που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει, για έναν επιπλέον λόγο: Από την εκ μέρους της πολιτείας θέσπιση θα ξεκινήσει η αλλαγή της νοοτροπίας και η απελευθέρωση ενός σημαντικού μέρους της ζωής των μητέρων. Ας είναι νόρμα η συνεπιμέλεια και ας αναλαμβάνει ο πατέρας το ηθικό βάρος να δηλώσει ότι δεν ενδιαφέρεται να έχει ίση συμμετοχή στο μεγάλωμα του παιδιού του.
Δεύτερο θετικό σημείο το ότι αλλάζει ένα καθεστώς αδικίας για εκείνους τους πατέρες που δεν έχουν κακοποιητική συμπεριφορά και που, αν και ήθελαν, δεν κατάφερναν να πείσουν τους δικαστές ότι είναι ικανοί να αναλάβουν όλο ή έστω ίσο μερίδιο ανατροφής. Αυτό αποτελεί μια μορφή διάκρισης με βάση το φύλο- ανεπίτρεπτη με ηθικά κριτήρια (όπως κάθε διάκριση), ακόμη και αν τα διαχρονικά κρίματα της πατριαρχίας (που καλά κρατεί) είναι πολλά για να δικαιούνται οι άνδρες να ψελλίσουν οτιδήποτε περί αδικίας. Είναι όμως (ορθώς) απαράδεκτο για την έννομη τάξη να τιμωρείται κάποιος με διακρίσεις εις βάρος του επειδή η πολιτεία τον αντιμετωπίζει όχι σαν ξεχωριστό φορέα δικαιωμάτων, αλλά ως μέλος μιας ευρύτερης ομάδας- εν προκειμένω του «ανδρικού πληθυσμού».
Στον αντίποδα, οι φεμινιστικές και γυναικείες οργανώσεις είναι όλες αντίθετες στο σχετικό νομοσχέδιο, προβάλλοντας ότι η ρύθμιση αγνοεί την πραγματικότητα η οποία, όπως λένε, περιλαμβάνει πολλά αδήλωτα περιστατικά κακοποίησης παιδιών και γυναικών, αλλά και συμπεριφορές που πιθανότατα ξεφεύγουν από την κρησάρα των προστατευτικών διατάξεων. Έτσι, λένε, η κατ΄αρχήν συνεπιμέλεια θα εκθέτει σε κίνδυνο πολλές γυναίκες και πολλά παιδιά που ως τώρα απολάμβαναν προστασία. Φέρνουν ως παράδειγμα την διάταξη του νέου νόμου βάσει της οποίας για να θεωρηθεί ένας πατέρας κακοποιητικός θα πρέπει να υπάρξει σχετική δικαστική απόφαση, εν αναμονή της οποίας, για δύο ή και τρία χρόνια, γυναίκα και παιδί θα πρέπει να εκτίθενται σε αυτή την συμπεριφορά. Με αυτό και με άλλα παραδείγματα μιλούν για εκ μέρους του υπουργείου έλλειψη ρεαλισμού. Πιθανότατα έχουν δίκιο.
Όπως ο νομοθέτης δεν μπορεί να αγνοεί το κοινωνικό «έδαφος» επί του οποίου θεσπίζει διατάξεις, έτσι και δεν μπορεί να αφήνει τις στρεβλώσεις στην εφαρμογή του νόμου (όπως είναι οι καθεστερήσεις στην αξιολόγηση του ποιο περιβάλλον είναι ή όχι κακοποιητικό για τα πιο αδύναμα μέλη της οικογένειας) να καθορίζουν τον χαρακτήρα της νομοθεσίας. Τι εννοώ; Δεν επιτρέπεται ο νομοθέτης να έχει καταλήξει στο ότι είναι δικαιότερη μια αναθεώρηση κάποιου νόμου και να μην την προχωρά γιατί δικονομικές αρρυθμίες είναι πολύ πιθανό ότι θα ακυρώσουν στην πράξη μέρος της ευεργετικής της δράσης. Ο νομοθέτης πρέπει να προχωρήσει και η δικαστική και η νομοθετική εξουσία θα πρέπει να φροντίσουν για την απρόσκοπτη εφαρμογή. Αλλιώς θα υπάρξει καθοδικό σπιράλ έκπτωσης αξιών.
Πέρα όμως από το καθήκον του νομοθέτη απέναντι στο Σύνταγμα, υπάρχει και το καθήκον του απέναντι στην κοινωνία. Έτσι, δεν μπορείς να προχωράς σε μια τέτοια νομοθέτηση έχοντας απέναντί σου το σύνολο των φορέων που έχουν φύσει και θέσει άποψη για τα όσα θα αλλάξουν. Ας έχουν και άδικο, δεν δικαιούσαι να τους αγνοείς. Δώσε τους διαβεβαιώσεις, εξασφαλίσεις ορθής εφαρμογής των αλλαγών που προωθείς. Συζήτησέ το. Είναι μάλλον βέβαιο ότι δεν ξέρεις καλύτερα και είναι εντελώς βέβαιο ότι δεν είναι περιττή η συναίνεσή τους. Αν δεν το κάνεις, διαπράττεις μεγαλύτερο σφάλμα από εκείνο που προσπαθείς να θεραπεύσεις.