Η φυσιολογικότητα της οθονοπληξίας

Οι σημερινοί πιτσιρικάδες δεν κινδυνεύουν από τις οθόνες περισσότερο από ό,τι κινδύνευαν άλλοι πιτσιρικάδες παλιότερα από άλλες καινοφανείς συνήθειες.
Η φυσιολογικότητα της οθονοπληξίας
Είναι πολύ συχνή ανάμεσα σε γονείς η γκρίνια για τις συνθήκες επικοινωνίας που (δεν) έχουν τα παιδιά τους, τόσο γενικά λόγω προσκόλλησης στην οθόνη, όσο και ειδικά λόγω των περιστάσεων των κλειστών σχολείων και της τηλεκπαίδευσης.

Η αλήθεια είναι ότι όσοι είναι τώρα από 10-11 μέχρι 15-16 ετών βρίσκονται ακριβώς πάνω στο νέο μεγάλο κύμα της «οθονοποίησης» της ζωής μας. Το πρώτο ήταν- για την Ελλάδα- εκεί που έσκαγε για τα καλά η τηλεόραση, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ενώ τα επόμενα πυροδοτήθηκαν από την εισβολή του βίντεο και αργότερα από την λειτουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης και την εξάπλωση των πρώτων κινητών. Τα smartphones, φέρνοντας στο χέρι καθενός το απόλυτο μέσο διασύνδεσης, το διαδίκτυο, κυριάρχησαν στις προτιμήσεις παιδιών και νέων σε ό,τι αφορά την διασκέδαση και, κατ΄ επέκταση την επικοινωνία.   

Αυτά συζητούσα το Σαββατοκύριακο με απεγνωσμένη μάνα που κατηγορούσε την καραντίνα για την απουσία της εκ του φυσικού κοινωνικότητας που δίνει το σχολείο. Ποιος μπορεί να διαφωνήσει; Ποιος δεν θα προσυπέγραφε ότι ο αληθινός κόσμος (έστω με τις κοινωνικές συμβάσεις του) είναι άπειρες φορές προτιμότερος από τον εικονικό- αυτόν που κατασκευάζουμε μέσω των επιλεκτικών αναρτήσεων και προστατεύουμε μέσω του αναχωρητισμού από δυσάρεστες καταστάσεις; Ουδείς.

Και όμως, μέσα σε αυτό το ζοφερό τοπίο, σε αυτή τη «μπλε αποχρώσεων» κοινωνικότητα βρίσκονται οι κώδικες επικοινωνίας της επόμενης παραγωγικής γενιάς. Εκεί σε αυτά τα μοντέλα βαρετών bytes διακινείται και θα διακινείται η σημερινή και η αυριανή δημιουργικότητα. Είναι μια δημιουργικότητα που (θα) αντιστοιχεί στις απαιτήσεις των καιρών- και όχι μόνο τις εργασιακές/παραγωγικές, αλλά και αυτές που αντιστοιχούν στην αυριανή «ποπ κουλτούρα».

Τι θέλω να πω; Κάθε γενιά νέων έχει τα δικά της εργαλεία και τα συγκεκριμένα κανάλια για να επικοινωνήσει, για να τσακωθεί, για να ερωτευθεί, για να ζήσει. Αντίστοιχα, κάθε γενιά γονιών έχει τις δικές της φοβίες για τα εργαλεία και τα κανάλια αυτά, τα οποία συνήθως συγκρίνει με τα του παρελθόντος και τα βρίσκει… ελλιπή και διαφθείροντα. Δεν είναι παράλογο. Είναι ο φόβος των ανθρώπων που μεγαλώνουν για το άγνωστο, για κάτι που δυσκολεύονται στην πραγματικότητα να παρακολουθήσουν πως ακριβώς λειτουργεί και άρα να προβλέψουν τι κινδύνους έχει για το τέκνο τους.

Το «αύριο» όμως βρίσκεται και εκεί. Για την ακρίβεια δεν μπορεί κανένα παιδί που αύριο μεθαύριο θέλουμε να είναι λειτουργικό να μείνει εκτός όλης αυτής της ιστορίας με τις οθόνες. Αυτό που μπορούν οι απανταχού γονείς να κάνουν είναι να εμπιστευτούν την «δουλειά» που έχουν κάνει με το παιδί έως εδώ και να του θυμίζουν πως οι αρχές και οι αξίες δεν αλλάζουν. Ακόμα και αν ψηφιοποιηθούν.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v