Τα στερεότυπα για την Αφρική καταρρίπτονται, σε ένα σκληρό και ρεαλιστικό μυθιστόρημα που μας φέρνει αντιμέτωπους με την ψυχή της Μαύρης Ηπείρου.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Όντως η Αφρική είναι ένας άγνωστος Χ για μας τους Ευρωπαίους, οι οποίοι, παρόλο που ζούμε πολύ κοντά της, δεν ξέρουμε στην ουσία τίποτα για τη Μαύρη Ήπειρο. Κι αυτά που ξέρουμε είτε περιορίζονται στην αραβική Βόρεια Αφρική, είτε προέρχονται από μια φολκλορική αντιμετώπισή της που συνήθως διοχετεύεται σε ταινίες με άγριες ζούγκλες, μαύρους ανθρωποφάγους, πολλή πείνα και σαρκοβόρα ζώα.
Η λογοτεχνία συντηρεί μια τέτοια εικόνα ή ενίοτε διαμορφώνει μια ιδιαίτερη σκοπιά που ωστόσο κατασκευάζει άλλο ένα ιδεολόγημα για τη Μαύρη Ήπειρο. Παλιότερα συζητήσαμε “Το όνειρο του Κέλτη” του Μάριο Βάργκας Λιόσα, που εν μέρει εκτυλίσσεται στο Κονγκό, ενώ στην ελληνική πεζογραφία ενδιαφέρονται είναι τα έργα: “Ο μεγάλος Αμπάι” του Μιχάλη Μοδινού, “Λίγο από το αίμα σου” της Σώτης Τριανταφύλλου και το ταξιδιωτικό “Από το Τόκιο στο Χαρτούμ” του Γιώργου Βέη, που αναφέρεται στο Σουδάν.
Εκεί διαδραματίζεται και το μυθιστόρημα ενός αραβικής κουλτούρας Αφρικανού, του Γιασμίνα Χάντρα, αν και ο πραγματικός χώρος είναι για μεγάλο διάστημα άγνωστος, με αποτέλεσμα να μην ενδιαφέρουν τα κρατικά χαρακτηριστικά αλλά γενικότερα τα ανατολικοαφρικανικά που δεν γνωρίζουν αυστηρά σύνορα. Πρόκειται (με μια πρώτη ματιά) για μυθιστόρημα περιπέτειας, καθώς ο γερμανός γιατρός Κουρτ Κράουσμαν, μετά τον θάνατο της συζύγου του, αποφασίζει να φύγει με τον φίλο του Χανς Μάκενροτ (με τη θαλαμηγό του τελευταίου) σε ένα ταξίδι στις Καμόρες. Όμως στα στενά του Άντεν αφρικανοί πειρατές καταλαμβάνουν το πλοίο και απάγουν τους δύο φίλους. Στη διάρκεια της απαγωγής τους γνωρίζουν τον Μπρούνο, επίσης απαχθέντα, με τη διαφορά ότι αυτός ζούσε χρόνια στη Μαύρη Ήπειρο και είχε μάθει τον τρόπο ζωής.
Στην ουσία όμως όλη αυτή η περιπέτεια δεν είναι παρά η διαδικασία μύησης ενός βολεμένου Ευρωπαίου, που έρχεται αντιμέτωπος, και μάλιστα με τον πιο βάναυσο τρόπο, με τη σκληρή πραγματικότητα αλλά και τις μύχιες αξίες του αφρικάνικου τρόπου ζωής. Τον μυούν οι ίδιες οι συνθήκες ζωής, ο Μπρούνο που υπερασπίζεται το βαθύτερο υπόστρωμα της αφρικανικής κουλτούρας αλλά και οι γιατροί στον καταυλισμό όπου φτάνουν με τη δραπέτευσή τους.
Η αλήθεια είναι ότι ο Χάντρα μας μπερδεύει. Αφενός, καταρρίπτει τα στερεότυπα, για τα οποία μίλησα στην αρχή, αποστασιοποιείται από τις ειδυλλιακές ταρζανικού τύπου εικόνες αλλά και από τις χολυγουντιανές σκηνές. Παρουσιάζει την Αφρική των πειρατών, της άγριας φύσης, της πείνας, της χαώδους κοινωνίας, της απουσίας νόμων, της κυριαρχίας του όπλου, της εξαφάνισης πληθυσμών, της ανασφάλειας… Αφετέρου, όμως, επιχειρεί να δώσει το υπέδαφος μιας ζωής που δεν δείχνει επιφανειακά το καλό της πρόσωπο και στηρίζεται σε αξίες τις οποίες ο Ευρωπαίος δεν μπορεί εύκολα να καταλάβει. Έτσι, ο αναγνώστης, σκεπτόμενος με δυτικά πρότυπα, δυσκολεύεται να διεισδύσει στον πυρήνα της αφρικανικής νοοτροπίας και να συλλάβει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η αφρικανική ψυχή.
Ένας διάλογος μεταξύ Κουρτ και Μπρούνο, μεταξύ δηλαδή του κατήγορου και του συνήγορου της αφρικανικής κουλτούρας, τοποθετημένος στη μέση του μυθιστορήματος είναι διαφωτιστικός. Ο Κουρτ θυμάται όσα μάθαινε από την τηλεόραση για το Νταρφούρ και σκιαγραφεί την κατάσταση σαν ένα θανατερό μέρος με χιλιάδες νεκρούς, με αίμα, με κοράκια να περιτριγυρίζουν τα πτώματα, σαν ένα μέρος όπου η μοίρα χτυπάει αλύπητα, η επιβίωση δεν έχει νόημα, ο κύκλος των βασάνων για τις ταλαιπωρημένες ψυχές είναι επαναλαμβανόμενος, μια τυφλή μοιρολατρία… Αντίθετα, ο Μπρούνο βρίσκει νόημα στην επιβίωση, πιστεύει στην καθημερινή ανάσταση μέσα από τα δεινά, γιατί ο Αφρικανός πιστεύει στην αξία της ζωής και μάχεται γι’ αυτήν, αναπτύσσει ένα είδος προσωπικής σοφίας που αντιστέκεται στις αντιξοότητες. Η Αφρική είναι και παραμένει ένα απροσδιόριστο κέντρο που ποτέ ίσως δεν θα κατακτηθεί φιλοσοφικά και υπαρξιακά από τους Ευρωπαίους.