Η τελευταία μου πνοή: Η χυμώδης και διαφορετική αυτοβιογραφία του Λ. Μπουνιουέλ

Η αυτοβιογραφία του Λουίς Μπουνιουέλ από τις εκδόσεις Δώμα σε έξοχη μετάφραση του Θ. Σαμαρτζή δεν θα ενθουσιάσει μόνο τους σινεφίλ.

Η τελευταία μου πνοή: Η χυμώδης και διαφορετική αυτοβιογραφία του Λ. Μπουνιουέλ

Έχουν μια περίεργη γεύση οι αυτοβιογραφίες των διάσημων. Όπως όταν βλέπει κανείς σε ταινία τους πρωταγωνιστές ενός βιβλίου που έχεις διαβάσει: «Μα, εγώ δεν τον είχα φανταστεί έτσι», κάπως σαν να μονολογεί ο αναγνώστης. Η αυτοβιογραφία του Λουίς Μπουνιουέλ που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε νέα εξαιρετική μετάφραση από τις Εκδόσεις Δώμα δεν αφήνει περιθώριο για τέτοιες σκέψεις.

Κι αυτό γιατί είναι πολύ δύσκολο να έχει κάποιος στο μυαλό του το πλήρες προφίλ του διάσημου Ισπανού σκηνοθέτη, ακόμα και αν έχει δει όλες του τις ταινίες, ακόμα και αν έχει υπόψη του αναλυτικά τα βιογραφικά του στοιχεία ή έχει διαβάσει συνεντεύξεις του.

Από τις σελίδες του βιβλίου ξεχειλίζει ένας πολύ ιδιαίτερος τύπος με εσωτερική δύναμη, πνευματική ισορροπία και δημιουργική ευφυΐα. Ο Μπουνουέλ αναστοχάζεται τη ζωή του και μαζί ένα μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα στο πεδίο που θα λέγαμε «δυτικός κόσμος». Μεγαλώνει στη Σαραγόσα, ζει στη Μαδρίτη, στο Παρίσι, στις ΗΠΑ, ξανά στην Ισπανία, στο Μεξικό. Βιώνει το μεσοπολεμικό παραγωγικό ντελίριο των ιδεών και των τεχνών, τον ισπανικό εμφύλιο στον οποίο στρατεύεται στην πλευρά των δημοκρατικών, τον παγκόσμιο πόλεμο και την μεταπολεμική ευφορία. Ο Μπουνιουέλ αλλάζει πόλεις και κάνει ταινίες για περίπου 60 χρόνια. Για ορισμένες από αυτές τις ταινίες μιλά στο βιβλίο, αν και όχι όπως θα περίμενε κάποιος.

Στις περισσότερες δεν αναφέρεται καν. Πολλές από αυτές τις αναφέρει ως «αδιάφορες», άλλες ως «καλή, νομίζω», ενώ για πολλές λέει «έχω χρόνια να τη δω» ή «δεν την ξαναείδα από τότε» και «δεν τη θυμάμαι». Η κριτική και αποδομητική διάθεσή του απέναντι σε όλο το έργο του κυριαρχεί στο βιβλίο. Δεν πρόκειται για μετάνοια, ούτε για πόζες ταπεινοφροσύνης και καλυμμένου αυτοθαυμασμοὐ. Η σκηνοθεσία φέρεται να αποτελούσε για τον Μπουνιουέλ ένα μόνο στοιχείο της προσωπικότητάς του και μάλιστα όχι το κυρίαρχο. Μολονότι δεν σου αφήνει αμφιβολία για το ότι ο άνθρωπος αυτός θα εύρισκε τον τρόπο για να ακουστεί η φωνή του, η ίδια η σκηνοθετική του καριέρα μοιάζει για τον ίδιο μια τυχαιότητα. Δεν φἐρεται σαν ένας από τους πατριάρχες του ευρωπαϊκού σινεμά, ούτε κραδαίνει τις δάφνες ενός από τους μεγαλύτερους δημιουργούς του 21ου αιώνα.

Ο σουρεαλισμός καταλάμβανε μεγαλύτερο μέρος στη συνείδηση του Ισπανού σκηνοθέτη, και η συμμετοχή του στην λαμπρή ομάδα των σουρεαλιστών μοιάζει να είχε για τον ίδιο τη μεγαλύτερη σημασία στην συγκρότηση του ενήλικου εαυτού του. Ψάχνοντας στα στοιχεία που τον διαμόρφωσαν και επιλέγοντας τα διαρκέστερα επιστρέφει στα παρισινά καφενεία του μεσοπολέμου, στο σπίτι του Αντρέ Μπρετόν ή του Μαξ Ερνστ, στις πνευματώδεις penas, όπως αποκαλούν τις παρέες συνδαιτημόνων στην Ισπανία. 

Μαζί του ρίχνουμε μια εκ των έσω ματιά σε αυτό το εκπληκτικό εργαστήριο ανατρεπτικής σκέψης και πρωτοπορίας που υπήρξε ο σουρεαλισμός για την σκέψη και τις τέχνες, σε αυτό το εικονοκλαστικό και προκλητικό δημιούργημα μιας συντροφιάς ανθρώπων που άλλαξε την ιστορία του πνεύματος όσο λίγες συντροφιές.

Η πορεία του Μπονιουέλ προς τις μεγάλες του δημιουργίες διανθίζεται με περιστατικά στα οποία εμπλέκονται φίλοι του ή απλοί (;) συνδαιτημόνες.  

Αλήθεια, πόσο συχνό είναι να έχουμε την οπτική της καθημερινότητας ενός Λόρκα ή ενός Νταλί; Πόσες πηγές μας δίνουν τη δυνατότητα να μάθουμε πράγματα σε επίπεδο καθημερινής επαφής για τον Τσάρλι Τσάπλιν, τον Λουί Αραγκόν ή τον Ζαν Κοκτώ; Ο Μπουνιουέλ μάς τους αναφέρει ως συνομιλητές του, αλλά ταυτόχρονα αναφέρεται στο έργο τους και σε όσα τους απασχολούσαν. Δίνει στον αναγνώστη πρόσβαση σε έναν κόσμο που κανονικά είναι φυλαγμένος πίσω από τις κλειστές πόρτες των επίσημων βιογραφιών και των εγκυκλοπαιδικών λημμάτων.

Η αφήγηση του Μπουνιουέλ δεν είναι πάντα γραμμική. Η σκέψη του μπορεί να πετά από θέμα σε θέμα, χωρίς το καθένα από αυτά να είναι πάντα «μεγάλο». Έτσι, η κλίμακα μπορεί να χαμηλώσει απότομα, και στην διήγηση της αντιφρανκικής δράσης του σκηνοθέτη να παρεμβληθεί η διήγηση μιας εκδρομής στη θάλασσα ή μιας συνάντησης σε κάποιο από τα αγαπημένα του μπαρ ή σε κάποιο καφενείο. Είναι εξάλλου χαρακτηριστικό της κοινωνικής σημασίας που έδινε στην κατανάλωση αλκοόλ το ότι στην περιγραφή του ιδανικού ντράι μαρτίνι και του ρόλου που έπαιξε το κοκτεήλ αυτό στη ζωή του, αφιέρωσε δύο περίπου σελίδες του βιβλίου, ενώ δεν παρέλειψε να δώσει αναλυτικές οδηγίες παρασκευής. 

«Η μνήμη δέχεται τις ασταμάτητες επιθέσεις της φαντασίας και της ονειροπόλησης· και με δεδομένο τον πειρασμό να πιστέψουμε στην πραγματικότητα του φαντασιώδους, καταλήγουμε να μετατρέπουμε το ψέμα μας σε αλήθεια. Γεγονός που από μόνο του δεν έχει παρά σχετική μονάχα σημασία, μιας και το φαντασιώδες μπορεί να είναι εξίσου πηγαία βιωμένο εξίσου βαθιά προσωπικό, όσο και το πραγματικό». Κάπως έτσι εξηγεί ο ίδιος το ιδιαίτερο μίγμα των μικρών και μεγάλων εξιστορήσεων που περικλείει «Η τελευταία μου πνοή».      

Μεγάλος σύμμαχος του αναγνώστη είναι η έξοχη μετάφραση του Θάνου Σαμαρτζή που σε κάνει να ξεχνάς ότι ο συγγραφέας δεν έχει γράψει το βιβλίο στα ελληνικά.  

Μια χυμώδης, απρόσμενη και εντελώς διαφορετική αυτοβιογραφία ενός εκπληκτικού τύπου.

 

  

Λουίς Μπουνιουέλ
Η τελευταία μου πνοή
Εκδόσεις Δώμα
2025
Μετάφραση: Θάνος Σαμαρτζής 
σελ. 392
Τιμή: 19,8 ευρώ

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v