Πώς τελειώνει ο κόσμος: Μεταμοντέρνος λαβύρινθος χωρίς χάρτη

Μπλεγμένο μέσα στα πρωτοποριακά παιχνίδια με τον χρόνο και στο αποσπασματικό της αφήγησης, το λογοτεχνικό ψηφιδωτό της Μαρίας Ξυλούρη αφήνει «εκκρεμότητες» στον αναγνώστη, χωρίς να κατορθώνει τελικά να «ισορροπήσει» στο μεταμοντέρνο του σχοινί.
Πώς τελειώνει ο κόσμος: Μεταμοντέρνος λαβύρινθος χωρίς χάρτη
Είχα διαβάσει κάπου ότι υπάρχει μια τάση στο σύγχρονο μυθιστόρημα να απλώνεται σε πολλά πρόσωπα, να διανέμει τους ρόλους σε πολλούς χαρακτήρες, χωρίς να αίρεται κάποιος στον πρωταγωνιστικό θώκο, να κινείται σε πολυάριθμα σκηνικά και διακλαδώσεις.

Το βλέπω ανάγλυφα στο έργο της Μαρίας Ξυλούρη, όπου ένας πολυπληθής θίασος προσώπων κινείται γύρω από ένα χαμένο κέντρο, ή μάλλον δύο, τον αυτόχειρα Δημήτρη και την εξαφανισθείσα Άννα, οι οποίοι, ενώ δεν τους ακούμε να μας μιλάνε, όπως τους υπόλοιπους χαρακτήρες, βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής όλων των άλλων. Με μια δαιδαλώδη πλοκή που ελίσσεται με κύκλους, με σπιράλ, με ελικοειδείς πορείες, ξεδιαλύνουμε σταδιακά το παζλ των ποικίλων σχέσεων που συνδέουν τον Ορέστη, τη Φανή, την Κατσαρίδα, τον Φώτη, τη Δώρα κ.ο.κ.

Ψηφιδωτό που γίνεται… λαβύρινθος

Χωρίς να κουράσω όποιον δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, θα μείνω στις οικογενειακές, ερωτικές και φιλικές σχέσεις που αναπτύσσονται, καθώς από τον ένα δεσμό περνάμε στον άλλο, σε ένα γαϊτανάκι. Ο εραστής της μίας γίνεται, συν τω χρόνω, εραστής της άλλης. Το βιβλίο φυσικά δεν είναι ερωτικό, αλλά απλώνει τα πόδια του σε όλο το μυστήριο της ανθρώπινης ζωής, διασταυρωμένης με τις άλλες αλλά και με το βέβαιο τέλος της που είναι ο θάνατος.

Παρακολουθούμε πολλές μικρές ιστορίες, φυγόκεντρες, κυκλικές, συχνά παρένθετες και στην ουσία συναντάμε, καθώς προχωράμε τις σελίδες, ένα ψηφιδωτό επεισοδίων και σκηνών, που απλώνονται διακλαδωτά και με λαβυρινθώδη τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι τα πρόσωπα εξασθενούν μέσα στο σύνολο, παύουν να είναι θεμέλια της ιστορίας και μετατρέπονται σε μια πολυάριθμη αλλά ενίοτε ρηχή επαναλαμβανόμενη παρέλαση. Ο αναγνώστης χάνει το βάθος κάθε προσώπου, αδυνατεί λόγω συσσώρευσης να θυμάται τις λεπτομέρειες που θα συγκροτούσαν την προσωπικότητα κάθε χαρακτήρα και προσκρούει σε μνημονικά προσκόμματα και τυφλούς διαδρόμους.

“Αν δεις τον άνθρωπο”, γράφει στη σελίδα 90, “σαν τις ιστορίες του, θα πρέπει να παραδεχτείς ότι αυτές οι ιστορίες περιλαμβάνουν και τις ιστορίες άλλων ανθρώπων, ανθρώπων που έζησαν κάποτε, που ζουν τώρα, που θα ζήσουν αύριο, η μια ιστορία δίπλα στην άλλη, η μια ιστορία μετά την άλλη, από πού ν’ αρχίσεις και πού να τελειώσεις; Και σκέφτομαι ότι γι’ αυτό γράφει κανείς, για να φτιάξει μια αρχή κι ένα τέλος σε κάτι που δεν έχει αρχή και τέλος, για να ελέγξει το ανεξέλεγκτο”. Το βιβλίο ακολουθεί αυτόν τον κανόνα, μόνο που δεν μπορεί κανείς να βρει την αρχή και το τέλος στον σχεδιασμένο λαβύρινθο.

Τέλος πάντων, αυτό αποτελεί επιλογή που υπηρετείται με συνέπεια και γι’ αυτό την προσπερνώ. Συγκρατώ περισσότερο την επιμονή στον ατομικό βίο, στις σχέσεις των χαρακτήρων και στη διαπροσωπική τους επαφή, την αναγωγή του καθημερινού σε τραγικό, την αναγωγή καλύτερα των ακραίων συμβάντων, όπως η εξαφάνιση ενός ανθρώπου και οι ψυχολογικές συνέπειες που αυτή επέφερε, σε κέντρο ενός κόσμου που περιμένουμε να δούμε “πώς θα τελειώσει”.

Με βάση τις ενδοκειμενικές δηλώσεις, ο κόσμος αρχίζει και τελειώνει στο εύρος της ματιάς μας και στην εμβέλεια της αντίληψής μας. Επομένως, τα άλλα, τα μεγάλα, τα ιστορικά, τα σπουδαία, εφόσον δεν εμπίπτουν στον κύκλο των δραστηριοτήτων μας, δεν μας αφορούν. “Ακόμα και οι μεγαλύτερες τραγωδίες μας… όλα αυτά είναι πράγματα που υπάρχουν κι έχουν νόημα στη δική μας εκδοχή του κόσμου· η συντέλεια που διαβάζουμε… είναι πάντα η συντέλεια του δικού μας κόσμου που πολύ απέχει απ’ το να είναι όλος ο κόσμος” (σελ. 149). Αυτή η μεταμοντέρνα συλλογιστική, που έχει φυσικά μια βάση, δεν μπορεί να με αφορά ως αναγνώστη, γιατί απλά κλείνει μέσα της μια εσωστρέφεια που δεν με καλύπτει και μια μερικότητα με την οποία δεν μπορώ να ταυτιστώ. Πρέπει αυτός ο μικρόκοσμος που τελειώνει να μπει στον δικό μου μικρόκοσμο για να τον νιώσω. Αλλιώς μένει ξένος.

Στον χαώδη λαβύρινθο του μεταμοντέρνου

Φυσικά, η επαφή με την ξένη λογοτεχνία μπορεί να φέρνει τέτοιες τάσεις, τις οποίες προσπαθώ κι εγώ να αφουγκραστώ. Η συγγραφέας, ίσως πιο εξοικειωμένη μ’ αυτές, “τόσα χρόνια διάβαζε τα βιβλία της στ’ αγγλικά, μια άλλη γλώσσα, έτσι που με άλλους δεν μπορούσε καλά-καλά να συζητήσει, γιατί τους έλεγε για πράγματα που στα ελληνικά δεν υπήρχανε” (σελ. 280).

Διαβάζει, απ’ ό,τι μαθαίνω, Αντρέα Φραγκιά, Πολ Όστερ, Ζοζέ Σαραμάγκου, Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, Ρομπέρτο Μπολάνιο, Ντέιβιντ Μίτσελ, Χαρούκι Μουρακάμι, Γιόκο Ογκάουα, Πέρσιβαλ Έβερετ, Νικόλ Κράους, Τζόναθαν Σάφραν Φόερ, Αλεχάντρο Σάμπρα και φυσικά Τόμας Πύντσον. Αν, λοιπόν, αυτό που στη μεταμοντέρνα εποχή μας είναι καθεστώς, εγώ το βλέπω με επιφύλαξη. Και σ’ αυτό το μεταμοντέρνο τοπίο μ’ αρέσει που ο Σαραμάγκου, ο Μπολάνιο, ο Έβερετ και ο Μουρακάμι λ.χ. βρίσκουν ισορροπία μεταξύ χάους και πλοκής. Άλλοι, αντίθετα, μεταμοντέρνοι διερευνούν τον λαβύρινθο χωρίς να δίνουν στον αναγνώστη έναν χάρτη. Άλλωστε, από τέτοιες ίσως ακρότητες, που στην αρχή φαίνονται πειραματικές, επέρχεται ένα καταστάλαγμα σε πιο ισορροπημένες καταστάσεις.

Τα παιχνίδια του χρόνου

Από την άλλη, δεν μπορώ να μην εκτιμήσω την αντίστροφη χρονολογική εξέλιξη των τεσσάρων οπτικών γωνιών (Ορέστης: 2008, Φώτης: 2007-2008, Φανή: 2007, Σκεύος: 2000) κι ύστερα ξανά από το παρελθόν του 2000 ως το παρόν του 2008. Σταδιακά περίμενα να δω πόσο καλά μπορεί να αξιοποιηθεί ως αφηγηματική τεχνική. Κι είδα μια ανάδρομη πορεία προς την εξαφάνιση της Άννας και μετά μια χρονολογική με τις συνέπειες του γεγονότος, μέχρι την αυτοκτονία του αδελφού της, Δημήτρη.

Είδα μια ιστορία που ανασκάπτεται προς τα πίσω και μετά μια προσπάθεια ανασύστασής της. Νομίζω ότι είναι το πιο πρωτοποριακό στοιχείο του μυθιστορήματος, όπως ευρηματικό θεώρησα και το κεφάλαιο με τον Σκεύο και τον παππού του, ο οποίος βλέπει στα όνειρά του ποιος θα πεθάνει (θα έλεγα επίσης το γνωστό εύρημα να εμφανίζεται μια Μαρία μέσα στο μυθιστόρημα που θα γράψει ένα βιβλίο με ήρωα τον Δημήτρη και τους άλλους φίλους της)!

Νομίζω, λοιπόν, ότι αυτή η ευφυής δόμηση του έργου είναι το μόνο πράγμα στο οποίο ουσιαστικά ρίσκαρε και γι’ αυτό δεν μπορώ να πω ότι είδα θεαματική «πρόοδο» σε σχέση με το πρώτο της βιβλίο, το “Rewind”. Είδα πάλι τη σκιά του θανάτου, της εξαφάνισης και της πίστης ότι οι άνθρωποι που αποτελούν το περιβάλλον μας δεν μας ξέρουν καλά, είδα μια στιβαρή γλώσσα χωρίς όμως τολμήματα, που αποδίδει τη σκέψη μέχρι εκεί που η σκέψη ακολουθεί το ψυχικό φορτίο του χαρακτήρα. Είδα αυτό το ψυχολογικό υπόβαθρο να δένει τις άσχετες εμπειρίες της ζωής, χωρίς όμως αυτό να αρκεί για να αναχθεί σε αφηγηματική οικονομία - εκτός αν το μεταμοντέρνο πρότυπο αρκείται σε τέτοιες αποσπασματικότητες.

Δεν ξέρω ποιοι μπορούν να αγαπήσουν αυτό το βιβλίο, χωρίς να ξέρουν τη συγγραφέα και τους κόπους της. Έψαξα κριτικές αλλά δεν είδα καμιά αποκαλυπτική, πλην ίσως αυτή του Γιάννη Φαρσάρη που αγάπησε το βιβλίο, αν δεν το εκτίμησε επειδή πρώτα γνώριζε τη συγγραφέα. Για τον μέσο ωστόσο αναγνώστη οι μικρές ιστορίες και οι χαμένες ανθρώπινες σχέσεις ξεχνιούνται εύκολα και για τον ψαγμένο μένει σε εκκρεμότητα η επιτυχία του αμαλγάματος.

O blogger Πατριάρχης Φώτιος

Μαρία Ξυλούρη
“πώς τελειώνει ο κόσμος”
εκδόσεις Καλέντη
2012
σελ. 352
τιμή: 16,00€
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v