Διαβάσαμε τις Εξόριστες Βασίλισσες της Άννας Γρίβα
Ένα ιστορικό μυθιστόρημα για το Βυζάντιο που μιλά (και) για τον σύγχρονο φεμινισμό και τις μορφές έμφυλης καταπίεσης που δεν έπαψαν ποτέ να υφίστανται.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Πολύ ωραίο εξώφυλλο. Ίσως αυτό με τράβηξε να σηκώσω το βιβλίο από τον πάγκο του βιβλιοπωλείου, να το ξεφυλλίσω, να διαβάσω το οπισθόφυλλο, να το αγοράσω.
Η Άννα Γρίβα γεννήθηκε το 1985 στην Αθήνα. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στην Αθήνα και Ιστορία της Λογοτεχνίας στη Ρώμη. Είναι υποψήφια διδάκτωρ Ιταλικής Φιλολογίας. Ποιήματά της και πεζά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά, τούρκικα.
Το μυθιστόρημα είναι μια προβολή, με την ψυχαναλυτική έννοια;
Διαδραματίζεται στο Βυζάντιο, τον 5ο αιώνα μ.Χ., όταν ακόμα η παλιά παγανιστική θρησκεία ψυχομαχεί και η νέα, ο Χριστιανισμός, εδραιώνεται. Στο κέντρο του είναι τρεις γυναίκες, δύο βασίλισσες και μια αδελφή βασιλιά, που παρά την υψηλή τους θέση και την αίγλη τους, ζουν εξόριστες κυριολεκτικά και ουσιαστικά.
Κατ' αρχάς, η Ευδοξία, σύζυγος του Βαλεντιανού Γ΄, όταν σκοτώνεται ο άντρας της, αναγκάζεται να παντρευτεί τον φονιά του, γερουσιαστή Πετρώνιο Μάξιμο, ο οποίος κατόπιν ηττάται στη Ρώμη από τον βασιλιά των Βανδάλων Γιζέριχο. Έτσι, η Ευδοξία συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στην Καρχηδόνα, αλλά το έτος 462 μ.Χ. καταφέρνει να επιστρέψει στη γενέθλια Κωνσταντίνου Πόλη. Βρίσκε το ημερολόγιο της μητέρας της Ευδοκίας, το οποίο τη συνδέει μ’ αυτήν και με τη δική της εξορία: είχε γεννηθεί στην Αθήνα ως Αθηναΐς, κόρη του φιλόσοφου Λεόντιου, μετά τον θάνατό του καταφεύγει στη Βασιλεύουσα, γνωρίζει την Πουλχερία, η οποία τη βαφτίζει χριστιανή ως Ευδοκία και την παντρεύει με τον κηδευόμενό της αδελφό αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Τρίτη “εξόριστη” είναι η ίδια η Πουλχερία, η οποία παρά τη δύναμή της έχει αφιερωθεί σε μια μοναστική ζωή μέσα στο παλάτι, εγκλεισμένη στις δικές της ανασφάλειες.
Η ημερολογιακή μορφή δεν μειώνει πολύ τη δράση, αλλά σίγουρα μεταφέρει το βάρος στις σκέψεις και τα συναισθήματα της ομιλούσας. Έτσι, βλέπουμε όχι μόνο την κοινωνική διάσταση του θέματος, αλλά κυρίως τους ψυχικούς σεισμούς και τις βαλτωμένες ελπίδες, τις ζοφερές σκέψεις και τον κλονισμό που υφίσταται κάθε πρωταγωνίστρια από τις παλίρροιες της ιστορίας. Πουλχερία, Ευδοκία, Ευδοξία, τρεις γυναίκες εγκλωβισμένες στην ανδροκρατούμενη ασφυξία μιας εποχής…
…ή και κάθε εποχής. Νομίζω ότι η συγγραφέας γράφει για το Βυζάντιο και επιλέγει τρεις υψηλά ιστάμενες γυναίκες των αρχών της (τότε) νέας εποχής, αλλά έχει στον νου της το σήμερα και τις μορφές έμφυλης καταπίεσης, που δεν έχουν πάψει να υφίστανται. Ιδού η προβολή. Αλλά κι η αναγνώστρια/ο αναγνώστης, διαβάζοντας για ανάκτορα, θρόνους, εκκλησίες, ελεύθερες σκέψεις αλλά δέσμιες συμπεριφορές, λοξοκοιτάζει τον 21ο αιώνα, όπου ακόμα και οι κορυφαίες γυναίκες νιώθουν συχνά αιχμάλωτες μιας αναχρονιστικής νοοτροπίας. Μπορεί εξωτερικά το “αδύναμο” φύλο να έχει κατακτήσει κορυφές, άβατα και οροπέδια, αλλά εσωτερικά υφίσταται συχνά την υποτίμηση, την ανασφάλεια, τη μείωση της προσωπικότητάς του.
“Η μητέρα μου έλεγε πάντα ότι το να είσαι γυναίκα είναι τύχη μαζί και συντριβή. Άλλοτε δεν καταλάβαινα τα λόγια της, τώρα όμως ξέρω: είμαι γυναίκα γιατί κατέχω τα μυστικά της φύσης, νιώθω δίπλα μου τις αόρατες δυνάμεις του κόσμου, έχω ένστικτα που πάλλονται στο ελάχιστο ερέθισμα, δημιουργώ ζωή, ρέω γάλα και αίμα και όλους τους απόκρυφους χυμούς της ζωής. Είμαι όμως γυναίκα σημαίνει κι αυτή την υποταγή, την αιχμαλωσία, την υποχώρηση μπροστά στην αλαζονεία μιας εξουσίας που ποτέ δεν χορταίνει, της εξουσίας των ανδρών”
Πιο διευρυμένα, δεν είναι (μόνο) ο άντρας που καταπιέζει, αλλά γενικότερα η εξορία από μια ιδανική πατρίδα, όχι αναγκαστικά τοπική αλλά ιδεολογική και κοσμοθεωριακή. Η Ευδοκία εξορίζεται από την ελευθερία του παγανισμού, την ευτυχία του παράνομου έρωτα με τον Παυλίνο και τη φιλοσοφία της Αθήνας, η Ευδοξία από τον πολιτισμό της Κωνσταντινούπολης και τον αθέλητο αλλά ήρεμο γάμο της με τον Βαλεντιανό, η Πουλχερία εξορίζεται απ’ τη ζωή σε μια διαρκή ασκητική αυτοϋπονόμευση. Η Γρίβα επέλεξε γυναίκες που ζουν στο μεταίχμιο εποχών και τρόπων ζωής, ώστε η τραγωδία τους να απορρέει απ’ αυτόν τον διχασμό ανάμεσα στο κάπου και το πουθενά.