Το βραβευμένο με Booker μυθιστόρημα της Anna Burns είναι μια συγκλονιστική αφήγηση της ζωής στη Βόρεια Ιρλανδία της δεκαετίας του ’70.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Αθηνάς Καλαϊτζόγλου
Αδυνατώ να φανταστώ τι απόθεμα ψυχής διαθέτει κάποιος που έχει βιώσει από πρώτο χέρι εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις και γεγονότα και μπορεί να τα αποτυπώνει αποστασιοποιημένα. Να είναι ταυτόχρονα και μέσα αλλά και έξω από αυτά. Όχι ψυχρά. Ούτε κριτικά. Αλλά με μια διαρκή επαγρύπνηση με κύριο μέλημα την αναβίωση τους, την εξιστόρηση τους, την παρατήρηση τους και εν τέλει την κατανόηση τους. Αυτό είναι και το μεγαλείο του μυθιστορήματος της Anna Burns, Ο Γαλατάς, που διακρίθηκε με το Βραβείο Booker, το 2018.
Ο τόπος, ανώνυμος. Τα πρόσωπα δεν έχουν όνομα. Διακρίνονται από την ιδιότητα τους, που προσδιορίζεται από τη συγγενική ή κοινωνική σχέση. Η αφηγήτρια, γύρω από την οποία εκτυλίσσεται όλη η δράση (δύο μηνών όλη κι όλη) είναι η “μεσαία αδελφή”, στα 18 της. Μόνον τη χρονολογία μαθαίνουμε κι αυτή προς το τέλος του μυθιστορήματος. “Λίγο πριν μπει η δεκαετία του '80”. Είναι οι επαναλαμβανόμενες φράσεις που επιτρέπουν τον γεωγραφικό εντοπισμό: οι πέρα από το δρόμο, οι πέρα από το νερό, οι πέρα από τα σύνορα, ο εχθρός από την άλλη μεριά του νερού, εμείς κι αυτοί, η θρησκεία τους, η θρησκεία μας. Και έτσι αποκτούν νόημα, ταυτότητες, όπως, οι εθνικιστές, εχθροί της εχθρικής χώρας, οι ενωτικοί, οι παραστρατιωτικοί. Βόρεια Ιρλανδία, λοιπόν, δεκαετία '70, που στιγματίστηκε από την κορύφωση των βίαιων συγκρούσεων και αιματηρών ταραχών, ανάμεσα στους ενωτικούς, που επιθυμούσαν να παραμείνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και τους εθνικιστές, που ήθελαν μια ενωμένη Ιρλανδία. Και κοντά σε αυτούς οι παραστρατιωτικές ομάδες. Δεν γίνεται ούτε μία φορά ξεκάθαρη αναφορά για όλα αυτά στο βιβλίο. Δεν είναι ο στόχος του να εξηγήσει τα πώς και τα γιατί, τα πριν και τα μετά. Τη δικαίωση ή την απογοήτευση.
Η Burns στρέφεται στους ανθρώπους, ανεξάρτητα της ταυτότητας τους. Και τους σκιαγραφεί ως μέλη μιας κοινωνίας περίκλειστης, βουτηγμένης σε σκοτεινή διανοητική στάση, ταλαιπωρημένης από χρόνια προσωπικών και κοινών βασάνων, προσωπικής και κοινής δυστυχισμένης ιστορίας, μια κοινωνία φορτωμένη από θλίψη, φόβο και θυμό. Που ασκήθηκε στις “επιβεβλημένες από εκείνη τη χώρα (σ.σ. Ηνωμένο Βασίλειο) καταστάσεις που η χώρα ετούτη εδώ αναγκάστηκε να υποστεί, αλλά και τις άλλες στις οποίες κατάφερε ν' αντισταθεί”. Και που βυθίστηκε σε μια εσωστρέφεια παθολογική, συμβιβαζόμενη ακόμη και με την αποστέρηση προσωπικών επιλογών και χαρών. Με το φόβο ότι θα τα απωλέσει στην επόμενη στροφή, στον επόμενο θάνατο.
Τη γνωρίζει πολύ καλά αυτήν την κοινωνία η Burns. Γιατί γεννήθηκε το 1962 στην εργατική περιοχή του Ardoyne, στο Βόρειο Μπέλφαστ, κατοικημένη αποκλειστικά από καθολικούς, η οποία έχει το “προνόμιο” του μεγαλύτερου αριθμού των επεισοδίων που έγιναν στην ταραγμένη δεκαετία του '70. Η συγγραφέας ήταν λίγο μικρότερη από την πρωταγωνίστρια της κατά την περίοδο που εκτυλίσσεται η μυθιστορία της.
Στην μυθιστορηματική κοινωνία της Burns ήταν αναρίθμητες οι αποχρώσεις ένταξης που προξενούσαν διαρκή φόβο: “Tα ονόματα τους και τα ονόματα μας, οι τηλεοπτικές εκπομπές που παρακολουθούσες, φαγητά και ποτά, το τσάι της πατριωτικής αφοσίωσης, το τσάι της προδοσίας, τα μαγαζιά μας και τα μαγαζιά τους, σε ποιο σχολείο πήγαινες, τι προσευχές έλεγες, ποια προφορά προτιμούσες, πού δούλευες, ποιες στάσεις λεωφορείων χρησιμοποιούσες”.
Το περιγράφει ασθματικά. “Κάθε σου επιλογή ήταν μια πολιτική δήλωση, όπου κι αν πήγαινες, ό,τι κι αν έκανες, ακόμα κι αν δεν το ήθελες. Ο καιρός εκείνος ήταν παρανοϊκός. Καιρός στην κόψη του ξυραφιού. Καιρός αρχέγονος. Καιρός όπου οι πάντες υποψιάζονταν τους πάντες. [...ο κόσμος δεν αργεί να σηκώσει το δάχτυλο και να κατηγορήσει, να κρίνει, να βάλει λόγια ακόμα και σε περιόδους ηρεμίας και ειρήνης, πόσο μάλλον εκείνο τον ταραγμένο καιρό. Τότε ήταν δύσκολο να μη σηκώνει κανείς το δάχτυλο και να μη σε δείχνει, να μη σε κατηγορεί, να μη σου βάζει λόγια στο στόμα, με αποτέλεσμα να μην απορείς ανακαλύπτοντας ότι οι άλλοι μιλούσαν για σένα και βλέποντας άντρες με κρυμμένα τα πρόσωπα, άντρες με μπαλακλάβες και μάσκες, με όπλα στα χέρια, να σου χτυπάνε την πόρτα μέσα στη νύχτα”.
Σε αυτό το σκηνικό η “μεσαία αδελφή” ξεχωρίζει. Δεν είναι σαν όλους τους άλλους. Έχει μια συνήθεια που την καθιστά περίεργη, διαφορετική. Διαβάζει περπατώντας. “Κανείς δεν μπορεί να κάνει τις βόλτες του αγνοώντας ηθελημένα την πολιτική κατάσταση γύρω του”, θα της πει η “πιο παλιά φίλη από το δημοτικό”. Και μπαίνει στο οπτικό πεδίο του γαλατά, αρχηγού παραστρατιωτικής ομάδας. Γιατί του γυάλισε σαν θηλυκό, έστω κι αν αυτός είναι πολύ μεγαλύτερος και παντρεμένος. Και ξεκινά το γαϊτανάκι των ψιθύρων, της φημολογίας, των υπονοιών, της ένταξης και του αποκλεισμού, της ανασφάλειας και της απελπισίας, αντανάκλαση της διανοητικής αφλογιστίας μιας ολόκληρης κοινωνίας. Ένα στιγμιότυπο “δύο μηνών”, σαν μια παύση στο αέναο, επαναλαμβανόμενο κοινωνικό μοτίβο, που δίνει την αφορμή στην Burns να αφηγηθεί πώς το προσωπικό καταβροχθίζεται από το κοινό, που δεν είναι τίποτε άλλο από την ιστορία και τη μοίρα. Και τον θάνατο. Των ελπίδων, των προσδοκιών, της αλήθειας, των πίστεων, των πεποιθήσεων και των αγώνων.
Επιμύθιο ένα, Ο Γαλατάς είναι ένα βιβλίο με ασθμαίνουσα γραφή που σε βυθίζει στα βάθη μιας αιμορραγούσας κοινωνικής πραγματικότητας αργά και ύπουλα. Ούτε που παίρνεις χαμπάρι πότε δέθηκες χειροπόδαρα στο ανελέητο σύμπαν του. Όμως, οι εικόνες από το Μπέλφαστ, σε εκείνο το ταξίδι του 2007, τώρα απέκτησαν τη θέση τους στο θυμικό μου.
Επιμύθιο δύο, η συγγραφέας, που μετοίκησε στο Ηνωμένο Βασίλειο στα τέλη της δεκαετίας του '80, ολοκλήρωσε το βιβλίο της έχοντας ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, που δεν την πτόησε, δεν την αποθάρρυνε. Ένας ακόμη λόγος για τον σεβασμό μου.
Επιμύθιο τρία, η Μαρία Αγγελίδου δεν μετέφερε απλά στα ελληνικά το βιβλίο, δεν έκανε, δηλαδή, άλλη μία πολύ καλή μετάφραση. Αλλά μεταστάλαξε στη γλώσσα μας την ανάσα, τη νοηματοδότηση, την αύρα των λέξεων και του ύφους του πρωτότυπου. Μετά λόγου γνώσεως αυτό, έχοντας διαβάσει τμήματα του βιβλίου στα αγγλικά.