της Αγάπης Μαργετίδη
Λίγο το lockdown και η απαγόρευση του ρεβεγιόν και λίγο η διάθεση που δεν είναι στα καλύτερά της (το γράφω ήπια για να μην μαυρίσουμε κι άλλο, μέρες που είναι) με έκαναν να σκεφτώ πως το καλύτερο που θα μπορούσα να ετοιμάσω για φέτος τα Χριστούγεννα, τα Χριστούγεννα του 2020, της χρονιάς που θα μείνει στην ιστορία, είναι ένα τραπέζι για απογευματινό τσάι.
Ακούστε τώρα ένα ακόμη από τα αναρίθμητα αγγλικά παράδοξα. Ακούγοντας τον όρο high tea, τι καταλαβαίνετε; Φαντάζομαι, όπως κι εγώ, ότι το high σημαίνει χαϊλίκι. Κι όμως, το high tea είναι το τσάι της εργατικής τάξης, σερβίρεται αργά το απόγευμα, μετά τη δουλειά, και στην ουσία είναι ένα πλήρες δείπνο που συνοδεύεται από τσάι. Η λέξη high προέρχεται από το ότι σερβίρεται στο τραπέζι, του οποίου οι καρέκλες έχουν ψηλή πλάτη. Σε αντιδιαστολή, το afternoon tea της αριστοκρατίας σερβίρεται στις τέσσερις το απόγευμα σε χαμηλό τραπέζι, οι συνδαιτυμόνες κάθονται αναπαυτικά στους καναπέδες και τις πολυθρόνες, ενώ τα εδέσματα είναι scones με κρέμα και μαρμελάδα, μικροσκοπικά σάντουιτς και ένα cake.
Η απόφασή μου να ετοιμάσω afternoon tea δεν βασίστηκε στην ανύπαρκτη αριστοκρατική μου καταγωγή! Απλώς, νομίζω πως τα Χριστούγεννα θέλουν λίγο χάδι, πόσο μάλλον φέτος. Κι όπως πολύ σωστά λέμε, τρώγοντας έρχεται η όρεξη. Με το που έβγαλα το πολύτιμο σερβίτσιο της γιαγιάς μου, στόλισα λίγο το τραπέζι-ενθύμιο από τη μαμά μου, γέμισα τις πιατέλες με τα νόστιμα εδέσματα και την τσαγιέρα με το καυτό μυρωδάτο τσάι, μεμιάς η διάθεσή μου ανέβηκε λίγα σκαλοπάτια. Έβαλε το χεράκι της και η αγαπητή Μόνικα με τις όμορφες φωτογραφίες της και σαν να κατάλαβα ότι, όντως, τα Χριστούγεννα πλησιάζουν. Κι αποφάσισα πως στην κατήφεια, όσο κι αν είναι αχόρταγη και θέλει να μας καταπιεί, δεν πρέπει να της αφήσουμε ανοιχτή ούτε μία χαραμάδα. Όσο τουλάχιστον αντέχουμε.
ΤΟ ΤΣΑΙ
Το καλό τσάι είναι επιστήμη ολόκληρη. Επειδή όμως είναι μεγάλη ιστορία, θα σας πω μόνο ότι το επιλέγουμε σαν να ήταν βραδινό ένδυμα, από εξειδικευμένα καταστήματα, οι άνθρωποι των οποίων θα μας καθοδηγήσουν σύμφωνα με τα γούστα μας και θα μας πουν πώς θα το ετοιμάσουμε. Όσο για το εάν είναι καλύτερο σκέτο, με ή χωρίς ζάχαρη, με λεμόνι ή με λίγο γάλα, εάν θα είναι βαρύ ή ελαφρύ, δεν θα ανακατευτώ, αν και θεωρώ ότι σκέτο το γεύεσαι καλύτερα, σαν τον καφέ.
SCONES
Δεν νοείται απογευματινό Βρετανικό τσάι χωρίς αυτά τα στρουμπουλά υπόγλυκα ψωμάκια. Όπως γράφω πιο κάτω, σερβίρονται με κρέμα και μαρμελάδα φράουλα και είναι κάτι παραπάνω από πειρασμός. Φτιάχνονται πολύ εύκολα, τόσο που δεν το πίστευα και, συν τοις άλλοις, τα πέτυχα με την πρώτη. Ο αγγλοτραφής σύζυγός μου, ο οποίος είναι πολύ αυστηρός κριτής μου, μου είπε ότι ήταν σαν αυτά του εμβληματικού Fortnum & Mason. Hip hip hip hooray and God Save the Queen! (πώς φαίνεται ότι είμαι φαν του The Crown!).
Για 8 τεμάχια. Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 200ο C στη λειτουργία του αέρα. Σε ένα μεγάλο μπολ κοσκινίζουμε 350 γρ. αλεύρι που φουσκώνει μόνο του, 1 κ.γλ. baking powder και ¼ κ.γλ. αλάτι. Ρίχνουμε 100 γρ. αγελαδινό βούτυρο παγωμένο και κομμένο σε μικρούς κύβους και τους σπάμε με τα ακροδάχτυλά μας ούτως ώστε να χαθεί μέσα στο αλεύρι, το οποίο πρέπει θυμίζει χοντρή άμμο. Αυτό το στάδιο είναι το πιο σημαντικό και το πιο χρονοβόρο. Χρειάζεται λίγη υπομονή και καθόλου βιασύνη γιατί είναι αυτό που θα δώσει στα scones τη χαρακτηριστική τους υφή. Προσθέτουμε 50 γρ. ζάχαρη και τα σποράκια από μισό λοβό βανίλιας (ή καλής ποιότητας εκχύλισμα, γιατί η βιομηχανική ψεύτικη βανιλίνη καταστρέφει τη γεύση – καλύτερα είναι να παραλείψετε την βανίλια εντελώς εάν δεν μπορείτε να έχετε πραγματική βανίλια) και ανακατεύουμε, πάντα με τα ακροδάχτυλά μας, για να κατανεμηθεί ισομερώς. Κάνουμε ένα πηγαδάκι στη μέση των υλικών και προσθέτουμε 125 ml γάλα και 50 γρ. στραγγιστό γιαούρτι. Ζυμώνουμε ελαφρά μέχρι να ενοποιηθούν τα υλικά σε ενιαία ζύμη και να μην κολλάει πλέον στα δάχτυλα. Δεν πρέπει να δουλέψουμε πολύ το ζυμάρι για να μην σφίξει και σκληρύνουν τα scones. Βγάζουμε τη ζύμη από το μπολ, την βάζουμε σε ελαφρά αλευρωμένο πάγκο και την απλώνουμε με τα χέρια σε στρογγυλό δίσκο πάχους περίπου 4 εκ. Κόβουμε τα 4 πρώτα scones με στρογγυλό κουπάτ διαμέτρου περίπου 7 εκ. και τα τοποθετούμε στη λαμαρίνα του φούρνου, με αρκετή απόσταση μεταξύ τους, που έχουμε στρώσει με λαδόκολλα. Ενώνουμε πάλι τη ζύμη και βγάζουμε τα επόμενα 2 scones και επαναλαμβάνουμε ακόμη δύο φορές για να βγάλουμε τα τελευταία 2. Ανακατεύουμε τον κρόκο ενός αυγού με 1 κ.σ. γάλα και αλείφουμε την επιφάνεια των scones. Ψήνουμε για περίπου 15΄- 20΄, μέχρι να φουσκώσουν και να ροδίσουν. Τα αφήνουμε να κρυώσουν πάνω σε σχάρα. Σερβίρουμε με πηχτή κρέμα γάλακτος και μαρμελάδα.
Tips
- Τα scones τρώγονται όσο είναι πολύ φρέσκα. Εάν και όσα περισσέψουν συντηρούνται σε καλά κλεισμένο δοχείο ή τυλιγμένα με μεμβράνη. Ζωντανεύουν εάν ζεσταθούν ελαφρά στον συμβατικό φούρνο για ένα δεκάλεπτο στους 150ο C, χωρίς όμως να αποκτήσουν πάλι την φρεσκάδα της πρώτης μέρας. Άλλη λύση είναι να τα καταψύξετε πριν τα ψήσετε. Υπολογίστε ότι είναι άκρως χορταστικά και – αλί – λίαν θερμιδοφόρα. Εάν τα σερβίρετε στο πλαίσιο ενός πλούσιου τσαγιού σαν αυτό που προτείνω, νομίζω πως μισό scone ανά άτομο είναι αρκετό.
- Παραδοσιακά τα scones σερβίρονται με την περίφημη clotted cream από το Devon και τη γειτονική Κορνουάλλη. Είναι η κρέμα της κρέμας, παρόμοια με το καϊμάκι. Είχα υπόψη μου να επιχειρήσω να την φτιάξω μόνη μου, αλλά δύο παράγοντες με εμπόδισαν : πρώτον η έλλειψη χρόνου γιατί απαιτούνται 48 ώρες και δεύτερον η αδυναμία εξεύρεσης απαστερίωτης κρέμας, γιατί η σωστή clotted cream φτιάχνεται από απαστερίωτη κρέμα γάλακτος. Εν τέλει επέλεξα την γαλλική crème fraîche double που βρίσκουμε σε delis και κάποια μεγάλα σουπερμάρκετ. Τελευταία επιλογή θα ήταν η ελαφρά χτυπημένη κρέμα σε chantilly ή η ρώσικη σμετάνα. Τώρα, για να μην παιδεύεστε, τίποτα δεν σας εμποδίζει να βάλετε βούτυρο.
- Παραδοσιακά, επίσης, τα scones σερβίρονται με μαρμελάδα φράουλα. Εγώ προτίμησα αυτήν από βατόμουρα που είναι λιγότερο γλυκιά και έχει και τα υπέροχα σποράκια του φρούτου που γαργαλάνε τον ουρανίσκο.
- Πρέπει να δώσετε μεγάλη σημασία στην ποιότητα της σοκολάτας και στην περιεκτικότητά της σε κακάο. Εγώ έβαλα 72 %, ενώ η γνώμη μου είναι πως το 65 % είναι το λιγότερο που μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος για να είναι έντονη η γεύση της σοκολάτας. Όσο για την ποιότητα, αποφύγετε, ει δυνατόν, την σοκολάτα των σουπερμάρκετ.
- Έχουν περάσει ήδη τρία εικοσιτετράωρα από την ημέρα που έφτιαξα το κολασμένο αυτό cake και σας πληροφορώ με μεγάλη μου χαρά πως είναι σχεδόν τόσο αφράτο όσο και την πρώτη μέρα. Απλώς θέλει επιμελή φύλαξη σε ερμητικά κλειστό δοχείο ή σφιχτό τύλιγμα σε μεμβράνη και αλουμινόχαρτο.