«Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»: Το βιβλίο του Δ. Σαββόπουλου είναι απολαυστικό

Δεν είναι αυτοβιογραφία, αλλά ένα εκ των υστέρων «ημερολόγιο» για την τέχνη και τη ζωή του πλέον επιδραστικού έλληνα τραγουδοποιού.

«Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»: Το βιβλίο του Δ. Σαββόπουλου είναι απολαυστικό

Μια εκ των έσω βουτιά στον κόσμο του Διονύση Σαββόπουλου αποτελεί το βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη και δεν άργησε να χαρακτηριστεί εκδοτικό γεγονός.   

Ο πρωτοπόρος τραγουδοποιός γράφει κάνοντας έναν απολογισμό της ζωής και του έργου του, αφηγούμενος προσωπικές καταγραφές από την παιδική του ηλικία, και τα πρώτα του βήματα στην τέχνη της καρδιάς του, έως την επιτυχία, την αμφισβήτηση και την αναγνώριση. Όμως το «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», ενώ περιέχει αυτοβιογραφικό υλικό δεν είναι μια κλασική αυτοβιογραφία-δεν έχει αποκλειστικό σκοπό να αφηγηθεί όλη τη ζωή του καλλιτέχνη με τρόπο εξαντλητικό και εγκυκλοπαιδικό. Δεν θα έκανε άλλωστε ο Σαββόπουλος μπροστά σε ξένους ανθρώπους κάτι τόσο άχαρο!

Περισσότερο μοιάζει με μια δική του ανάγκη να τακτοποιήσει κάποια πράγματά του στη δημόσια σφαίρα, να ρυθμίσει ορισμένες οφειλές, να εξηγήσει πώς εγγράφονται κομμάτια της ορατής πορείας του στον μύχιο αναστοχασμό του· να δεσμευτεί δημοσίως για το τι χαρακτήρας είναι τελικά.

Δεν είναι παράλογο, καθώς δεν έχει ακούσει και λίγα όλα αυτά τα χρόνια.

Είναι ένα βιβλίο που ο πραγματικός «Σαββοπουλικός» θα απολαύσει. Ποιος είναι ο πραγματικός Σαββοπουλικός; Αυτός που δεν παύει να ερωτεύεται τις στιγμές μεγαλείου του Διονύση Σαββόπουλου, ακόμα και αν δεν αντέχει τις πολιτικές του απόψεις ή ακόμη και αν έχει πάψει να συμβαδίζει μαζί του σε οποιοδήποτε επίπεδο· αυτός που αναγνωρίζει στον δημιουργό το δικαίωμα να είναι ανεξάρτητος από το δημιούργημά του ή και να διαφωνεί μαζί του. Οι έρωτες όταν τελειώνουν διατηρούν για τους ανθρώπους τους έναν μυστικό τόπο συνάντησης, προσωπικό και απρόσβλητο από ό,τι έχει συμβεί στο μεταξύ, έναν τόπο όπου μεταφέρονται μόνο και μόνο λόγω του έρωτα που κάποτε υπήρξε. Σε έναν τέτοιο αθέατο τόπο θα βρεθεί ο αναγνώστης που αγάπησε τον Σαββόπουλο έστω μόνο του Φορτηγού ή του Μπάλου, ακόμη και αν τον αποκαθήλωσε στο Κούρεμα ή στις συντηρητικές του δηλώσεις τα τελευταία χρόνια.

Είναι όμως ταυτόχρονα και ένα βιβλίο για τους νεόκοπους θαυμαστές του Νιόνιου και για όλους τους υπόλοιπους, γιατί είναι γραμμένο με ταλέντο αφηγητή και γιατί δείχνει πώς η μεταπολεμική μας πολιτική ιστορία μπορούσε με μια εμπνευσμένη μεσολάβηση να γίνει τέχνη άμεση και παρεμβατική.

Το «Γιατί τα χρόνια τρέχουν Χύμα» μιλά τόσο για τον ίδιο τον Σαββόπουλο όσο και για το έργο του. Ο  Σαββόπουλος του σήμερα επισκέπτεται και ανατέμνει τον αλλοτινό εαυτό του. Πιάνει στα χέρια του κομμάτια της δουλειάς του στα δημιουργικά του χρόνια και εξηγεί στον αναγνώστη το πώς φτιάχτηκαν. Τι οδήγησε στην σύλληψή τους; Ποια μικρά ή μεγαλύτερα γεγονότα συναντήθηκαν στο μυαλό του τραγουδοποιού, ποιοι μουσικοί τούς χάρισαν τη μορφή με την οποία εντυπώθηκαν στη συλλογική μνήμη και πώς ένιωθε ο δημιουργός για την γέννησή τους; Το πολλές φορές σιβυλλικό στιχουργικό σύμπαν του Σαββόπουλου γίνεται λίγο πιο διάφανο με την ανάγνωση αυτού του εκ των υστέρων ημερολογίου.

Το «Μια θάλασσα μικρή», το «Ήλιε ήλιε αρχηγέ» -που στην αρχή ήταν «Ήλιε κόκκινε αρχηγέ»- η «Ζωζώ» και πολλά ακόμα τραγούδια μαθαίνουμε πώς δηνιουργήθηκαν και ποιες σκέψεις και διαθέσεις του δημιουργού τον οδήγησαν σε αυτά. Μαζί με αυτά μαθαίνουμε για τα εξώφυλλα, τις φωτογραφίες, τις επαφές με τις δισκογραφικές και τους παραγωγούς, τις σχέσεις με άλλους καλλιτέχνες που παρουσιάζονται ενίοτε κριτικά, συχνότερα αυτοκριτικά και καμιά φορά στρογγυλεμένες από το πέρασμα του χρόνου. Ακόμα: οι ζωντανές εμφανίσεις σε μαγαζιά, πρόβες, περιοδείες, συναυλίες και οι ιστορίες για όλα αυτά, που δεν βγήκαν στη σκηνή και δεν τα έμαθαν οι γνωστοί του άγνωστοι.

Ανακατεμένες με τις αφηγήσεις για τις δημιουργίες του υπάρχουν οι μικρής κλίμακας ιστορίες της ζωής του καλλιτέχνη, που άλλοτε συνομιλούν με σημαντικά ελληνικά και διεθνή γεγονότα των μεταπολεμικών δεκαετιών και άλλοτε μιλούν απλώς με την ταπεινότητά τους. Οι ρόλοι του ως πολίτη, ως πατέρα και συζύγου, ως δημιουργού, συνεργάτη και φίλου σκιαγραφούνται από θραύσματα μνήμης και συναισθηματικών αναμνήσεων, που κάποιες φορές αντιστοιχούν στο κρεβάτι του βασανισμού και κάποιες άλλες στο συναίσθημα ενός απογεύματος ή ενός βραδινού περιπάτου στην καλοκαιρινή ζέστη της πόλης. Κάποιες προσωπικές αφηγήσεις ίσως θυμίσουν κάτι στους πιστότερους ακροατές του, που ισως θα τις έχουν ακούσει στις ζωντανές του εμφανίσεις, ενώ άλλες μοιάζουν να προέρχονται από το θησαυροφυλάκιο της μνήμης του.   

Κρατώντας μάλιστα ο ίδιος τον ρυθμό της αυτοεξομολόγησης, παρεμβάλει συχνά πυκνά αφηγήσεις ανέκδοτων ιστοριών, οι οποίες είναι αστείες, περίεργες ή γλαφυρές και τις οποίες έχει για κάποιον δικό του λόγο ανθολογημένες σαν κομμάτια μιας συλλογής ή σαν ένα κομψό ευτράπελο που πληροφορήθηκε σε μια τυχαία συναναστροφή και το συγκράτησε κατά τύχη.

Ας μην περιμένει ο αναγνώστης πολλές δακρύβρεχτες εξομολογήσεις και μελό παραδοχές λαθών, μολονότι υπάρχουν και σημεία που μάς ανοίγει, με αυτοψυχαναλυτική διάθεση, τις πιο εσωτερικές πόρτες του σπιτιού και του εαυτού του και μοιράζεται τύψεις του. Βασικά όμως ο Σαββόπουλος γράφει εγκεφαλικά και έχει τον έλεγχο των συναισθημάτων του, τα οποία αφήνει να φανούν με τον τρόπο που θέλει και στον βαθμό που θέλει. Πρόκειται για επιλεκτικά ανοίγματα ενός ανθρώπου που κρατά τον πυρήνα του εσωστρεφή και αυτό δεν αλλάζει όσες πληροφορίες και να μας δώσει.

Η ανάγνωση του «Τα χρόνια τρέχουν χύμα» είναι απόλαυση, ακόμη και αν δεν συμπάθησες ποτέ τον Διονύση Σαββόπουλο ή αν έπαψες να τον συμπαθείς κάπου στην πορεία. Είναι απόλαυση γιατί ακούς ιστορίες από έναν ευφυή και ευαίσθητο παρατηρητή που έχει κάτι να (ξανα)φτιάξει από την πρώτη ύλη των συμβάντων της ζωής του, έχει έναν τρόπο να δει το ενδιαφέρον σε αυτήν και να το αναδείξει προσφέροντας σου αναπάντεχες οπτικές. Αυτό είναι δεξιότητα λογοτέχνη, την οποία ο μέγας τραγουδοποιός όχι μόνο δεν απώλεσε προϊόντος του χρόνου, αλλά μάλλον την καλλιέργησε και τη διάνθισε με εκλεπτυσμένη σκηνοθετική ματιά. Είναι ακόμη απόλαυση γιατί ως αναγνώστης μαθαίνεις πώς φτιάχτηκαν ορισμένα από τα πιο επιδραστικά σύγχρονα ελληνικά τραγούδια και κατανοείς καλύτερα το πώς οι εποχές δίνουν στους πιο παρατηρητικούς και δημιουργικούς την ικανότητα να συνοψίζουν διεισδυτικά ό,τι φαίνεται ασχηματοποίητο και ενιαίο. 

Τελειώνει και εύχεται κανείς να ήταν μεγαλύτερο.

 

Διονύσης Σαββόπουλος
Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα
Εκδ. Πατάκης
2025
σελ. 334
Τιμή: 15,9 ευρώ 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v