Ο χρόνος δεν είναι ποτέ εχθρός. Ο εχθρός είναι χρόνιος
Συγγραφέας, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, δημοσιογράφος και μεταφραστής, ο σπουδαίος Βασίλης Βασιλικός μέσα από σπάνιες και μη συνεντεύξεις του.
Συγγραφέας, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, δημοσιογράφος και μεταφραστής, ο σπουδαίος Βασίλης Βασιλικός μέσα από σπάνιες και μη συνεντεύξεις του.
Στην Ελλάδα γύρισα τον Αύγουστο του 1974 και έφυγα τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. Κάτι με πείραξε. Η εξαργύρωση των αντιστασιακών επιταγών; Ότι όλα αυτά τα χρόνια, όλα αυτά τα βιβλία που έγραψα δεν αντιστοιχούσαν με την εδώ πραγματικότητα; Δεν ξέρω. Ξαναγύρισα στη Ρώμη. Την τριετία 1981-1984 βρίσκομαι στην ΕΡΤ και μετά φεύγω πάλι με τη Βάσω από την Ελλάδα. Ημουν τόσο αφομοιωμένος μέσα στην ΕΡΤ που όταν έβγαινα έξω ήμουν σαν ζαλισμένο κοτόπουλο. Πρακτικά δεν έζησα στην Αθήνα, αλλά στην ΕΡΤ. Γύρισα στην Αθήνα το 1995, έφυγα πάλι το 1996, για να γυρίσω ξανά το 2005
(για την επιστροφή του στην Αθήνα μετά τη Χούντα) Όπως δεν υπάρχει έλξη χωρίς απώθηση, έτσι δεν μπορούμε να καταλάβουμε την επιστροφή χωρίς να μιλήσουμε πρώτα για την αναχώρηση. Τι μας ανάγκασε να βγούμε; Στη συγκεκριμένη, τη δική μου περίπτωση, δεν έφυγα, αλλά βρέθηκα έξω, όπου και παρέμεινα. Έτσι, για μένα, δεν πρόκειται ακριβώς για επιστροφή, αλλά για το ξαναζωντάνεμα της κίνησης πάνω σ’ ένα παγωμένο πλάνο της ταινίας.
Το πρόγραμμά μου ήταν πάντα να γράψω για την αδικία, για την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, για τις σχέσεις των ανθρώπων, για τα μίση και τους έρωτες. Και προπαντός, όπως έλεγε ο μακαρίτης ο Θεοτοκάς, το σπουδαίο είναι να αφήσει κανείς ένα μικρό λιθάρι στο γιαπί αυτό της νεοελληνικής λογοτεχνίας – τον Οίκο του Πατρός μου, που πάνε να τον κάνουνε Οίκο Εμπορίου.
Δεν έμπλεξα με κανένα κόμμα ποτέ. Βέβαια, όταν ο Φίλιππος Ηλιού, περπατώντας δίπλα στον Σηκουάνα, μου πρότεινε να μπω στο ΠΑΜ, δέχτηκα. Μπήκα στην Αριστερά μέσω του Μίμη Δεσποτίδη, όχι μέσω ενός κόμματος. Αυτός εξάλλου είχε επιμείνει να γράψω το Ζ.
Ο Ανδρέας επέμενε να πολιτευτώ. Δεν ήθελα με τίποτα. Είχα πατέρα πολιτευτή και είχα ζήσει τόσες τραυματικές απογοητεύσεις που μου προξενούσε απέχθεια και μόνο η σκέψη να πολιτευτώ. Ισως το μόνο θετικό που θυμάμαι ήταν ότι έγραψα τα πρώτα μου κείμενα πίσω από τα ψηφοδέλτια του πατέρα μου. Ο Ανδρέας μού πρότεινε να πάρω το υπουργείο Πολιτισμού. Ούτε αυτό ήθελα. Μόνο η τηλεόραση με ενδιέφερε. Εφυγα μετά την τριετή θητεία μου με μια δήλωση αστεία, «για την προσωπική μου ανασυγκρότηση». Στην πράξη έφυγα γιατί του πρότεινα να φέρει την ιδιωτική τηλεόραση. Δεν ήθελε καν να το ακούσει.
Η αριστερά (αν υπάρχει τέτοιο πράμα παγκοσμίως τα τελευταία είκοσι χρόνια) δεν μπορούσε να διαψεύσει εμένα που δεν υπήρξα ποτέ οργανωμένος αριστερός. Υπήρξα «οργανικός διανοούμενος». Δηλαδή οπαδός του Γκράμσι που το 1922 στην συνδικαλιστική εφημερίδα της Φιατ του Τορίνο όπου άρθρογραφούσε διεφώνησε με το «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ.
(για τη σημασία του μύθου σε ένα βιβλίο) Ας πούμε τη μαγική λέξη που υπάρχει μόνο στη γλώσσα μας. Στις ξενόγλωσσες λέγεται roman, novel κ.λπ., σε μας ονομάζεται μυθιστόρημα. Δηλαδή μύθος + ιστορία. Ιστορία με κεφαλαίο ή πεζό. Μύθος σκέτος, αρχαίος ή νέος, ή και μόνο η μπίρα. Χωρίς μύθο δεν υπάρχει ιστορία και χωρίς ιστορία δεν υπάρχει μύθος.
Τέχνη είναι η πεμπτουσία της ζωής. Η ζωή είναι σπουδαία, αλλά αταξινόμητη και ανεξερεύνητη. Η τέχνη ερμηνεύει τις κορυφαίες στιγμές της ζωής και εμείς έτσι γινόμαστε κοινωνικοί αυτού που ζούμε χωρίς να το ξέρουμε.
Η ποίηση είναι λαπάς, με την έννοια την κυριολεκτική. O λαπάς κατευνάζει το στομαχικό πόνο. Δεν βρίσκω τι το κακό έχει ο λαπάς. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί είναι υβριστικό να σε πει ο άλλος λαπά. Όλοι έχουμε φάει λαπά σε στιγμές πόνου. (…) η ποίηση είναι το βιντεοκλίπ της γλώσσας. Γι’ αυτό σκέφτηκα τώρα να εκδώσω αυτή την ποιητική ανθολογία. Mια ποιητική ανθολογία είναι ό,τι το MTV στο χώρο των εικόνων. Mια μουσική ανθολογία περιέχει τα καλύτερα βιντεοκλίπ της γλώσσας.
O μεγάλος ποιητής είναι το «μέντιουμ» ενός λαού: του λαού του. O Παλαμάς υπήρξε γκουρού… Γι’ αυτό και πεθαίνει στην Kατοχή. Όλοι οι μεγάλοι ποιητές πεθαίνουν σε «μεγάλη» ώρα… O Pίτσος πεθαίνει λίγο πριν πέσει το Tείχος. O Nερούντα πεθαίνει τη στιγμή που ξεσπάει το πραξικόπημα στη Xιλή, για να μην το δει… O Λόρκα πεθαίνει λίγο πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος… O Mαγιακόφσκι αυτοκτονεί πριν το σταλινισμό. O μεγάλος ποιητής είναι δεμένος με το λαό του… Θέλει, δεν θέλει. Kαι αυτή είναι η προφητική του σημασία.
Το θέμα ενός βιβλίου μού βγαίνει μέσα από τη γραφή του. Η γραφή με οδηγεί στο θέμα. Όχι το ανάποδο. Και περίπου βρίσκω το θέμα στο τέλος της γραφής. Οπότε από κει και μετά ακολουθεί η σύνθεση, η επεξεργασία, για να έρθει εντέλει το μοντάζ. Ακολουθώ ένα παιγνίδι παιδικό που γινόταν με κομμάτια που έπρεπε να συναρμολογήσεις εσύ. Τα κομμάτια αντιστοιχούν στην πρώτη γραφή. Η συναρμολόγηση κατέληγε στο αντικείμενο του παιγνιδιού, που δεν ήξερες εκ των προτέρων ποιο ήταν. Σου έβγαινε στο τέλος με το μοντάζ-συναρμολόγηση.
Oλόκληρος ο πολιτισμός μας είναι βασισμένος σ’ ένα είδος πτωματολογίας. Eίναι αμαρτία να πεις στο διπλανό σου «αξίζεις…» και να του το πεις όσο ζει, να το χαρεί ο άνθρωπος. Aκόμα και σήμερα έχουμε ανάμεσά μας κορυφές πνευματικές και τις περιφρονούμε ή τις βρίζουμε χωρίς αιδώ. Aυτό το θεωρώ αμαρτία.
Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν να δημιουργήσω την καριέρα μου στα νιάτα μου, όταν πρωτοξεκίνησα. Τώρα ένας νέος μπορεί να πει άνετα ότι είναι συγγραφέας. Δεν παρεξηγείται αυτό. Ε, αυτό δεν υπήρχε. Υπήρχαν συγγραφείς όπως ο Δημοσθένης Βουτυράς, ο Πειραιώτης, ο Καζαντζάκης, ονόματα που δεν ήταν ευρέως γνωστά. Οι περισσότεροι ήταν γιατροί, δικηγόροι, υπάλληλοι στην τράπεζα…Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν να πείσω το κοινό, την οικογένειά μου ως νέος και μετά τον υπόλοιπο χώρο ότι μπορεί κανείς να είναι μόνο συγγραφέας στη ζωή του και τίποτα άλλο.
(για τον θάνατο) Mε τρομάζει ο τρόπος που τον αντιμετωπίζουμε όλοι εμείς. O θάνατος υπάρχει, το κακό είναι ότι ζούμε οι περισσότεροι σαν να πιστεύουμε ότι το πιο σημαντικό αυτού που λέμε «ζωή» είναι ο θάνατος.
Αποσπάσματα από συνεντεύξεις του στα «Επίκαιρα», τον Νοέμβρη του ’73, στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο για το «Βήμα», στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη για το «Διάστιχο», στον Θανάση Λάλα, στην Μυρτώ Λοβέρδου για το “Bovary” και στον Γιάννη Αλεξίου για το «Όγδοο».