«Το να δουλεύεις σε βιβλιοπωλείο είναι μια τρυφερή επαφή» 

Ένας αθόρυβος άνθρωπος του βιβλίου, ο Γιάννης Ψυκάκος του βιβλιοπωλείου Ευριπίδης στο Χαλάνδρι, μιλά για τη δουλειά του το και πώς αποφασίζει ποιο βιβλίο θα προτείνει σε κάθε υποψήφιο αναγνώστη.   

«Το να δουλεύεις σε βιβλιοπωλείο είναι μια τρυφερή επαφή»

«Οι άνθρωποι του βιβλίου», όπως και «οι άνθρωποι του θεάτρου» και γενικώς «οι άνθρωποι», είναι μια ασαφής έννοια με την οποία συνήθως περιγράφουμε τους δημιουργούς, τους εμπνευστές ή τους πρωτεργάτες μιας συγκεκριμένης αγοράς, την οποία προάγουν με την δική τους προσπάθεια και προσωπικότητα.

Ο Γιάννης Ψυκάκος δεν είναι ένας επιφανής άνθρωπος των γραμμάτων. Είναι όμως μια αναγνωρίσιμη, οικεία και αγαπημένη φιγούρα για ένα σωρό ανθρώπους: για όσους ψωνίζουν λογοτεχνικά βιβλία από το βιβλιοπωλείο του Ευριπίδη στο Χαλάνδρι. Κάθε μέρα ο Γιάννης Ψυκάκος περιμένει τους υποψήφιους αναγνώστες εκεί, όρθιος, δίπλα στα ράφια της ελληνικής και της μεταφρασμένης λογοτεχνίας, έτοιμος να τους δώσει ό,τι του ζητήσουν, αλλά κυρίως έτοιμος για κάτι άλλο: να τους προτείνει βιβλία που μάλλον δεν περίμεναν και να συζητήσει μαζί τους. Να καταλάβει τι μπορεί να τους ταιριάζει και με ποιο βιβλίο θα περάσουν καλά (*).

Δεν είναι πολλοί εκείνοι που μπορούν να μας βοηθήσουν να βρούμε τον δρόμο μας σε ένα δάσος τίτλων και να καλλιεργήσουν τις αναγνωστικές - ή έστω τις αγοραστικές μας- συνήθειες μια που, όπως ξέρουν οι βιβλιόφιλοι, άλλο χόμπι είναι να διαβάζεις βιβλία και άλλο να αγοράζεις.

Μιλήσαμε λοιπόν με τον Γιάννη Ψυκάκο, έναν από τους αθόρυβους «ανθρώπους του βιβλίου». Μιλήσαμε για τις σημερινές αναγνωστικές συνήθειες, για τη δουλειά του στον Ευριπίδη, για την επαφή με τους εραστές των βιβλίων και για το ίδιο το διάβασμα.           

  

Μικρός ονειρευόμουν μια δουλειά σε βιβλιοπωλείο. Σκεφτόμουν ότι οι εργαζόμενοι εκεί θα μπορούν να διαβάζουν συνέχεια και να έχουν εκπτώσεις. Ισχύει αυτό;

Στη δική μου τη δουλειά έκπτωση στα βιβλία έχουμε, αλλά να διαβάσουμε δεν γίνεται με τίποτα! Είναι η ροή στη δουλειά που είναι έντονοι οι ρυθμοί της. Έχεις πελάτες, έχεις τηλέφωνο που πρέπει να απαντήσεις. Έχεις δηλαδή μια συνεχιζόμενη… Και δεν, όχι. Στη δουλειά όχι.

Σου αρέσει η δουλειά σου;    

Μ' αρέσει, ναι! Γενικά με γεμίζει και αυτή η επικοινωνία με τον κόσμο και το ότι μαθαίνεις και καινούργια πράγματα μέρα με τη μέρα. Αυτό είναι το καλύτερο: όλη αυτή η επικοινωνία που μπορεί να έχεις με τους πελάτες, τους προμηθευτές, τους εκδότες, το οποίο σου δίνει και μια γνώση βαθύτερη, γενικότερα για το βιβλίο. Το πώς κινούνται, πώς ο συγγραφέας μπορεί να παρουσιάζει το βιβλίο του καλύτερα. Είναι, δηλαδή, μια δουλειά πάρα πολύ ζωντανή, πιστεύω. Περιλαμβάνει πολύ κόσμο και αυτό τη κάνει και πάρα πολύ γοητευτική. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου σε ένα επάγγελμα που θα είμαι περιχαρακωμένος σε ένα χώρο μόνος μου.

Έχει πάντα ενδιαφέρον. Δηλαδή, και σε στάδια πριν την επαφή με τον κόσμο. Θα έρθει κάτι καινούργιο, εννοώ παραλαβή. Ε, θα δεις ποιος είναι ο συγγραφέας, ποια είναι η υπόθεση κάθε βιβλίου. Μετά είναι η σκέψη: Σήμερα, ας πούμε, τι πελάτες θα γνωρίσω; Τι τύποι θα είναι; Θα είναι πιο εξωστρεφείς; Θα είναι πιο σφιγμένοι; Θα είναι πιο περίεργοι; Αυτό έχει γοητεία για εμένα. Όπως ισχύει για όλες τις δουλειές που είναι επικοινωνιακές, δεν έχουν ρουτίνα. Είσαι σε μια διαρκή κίνηση. Δεν είναι ένας μόνο χαρακτήρας, έχεις να κάνεις με πολλούς χαρακτήρες.

Σε ακούω και σκέφτομαι ότι είναι σαν να αντιμετωπίζεις αυτή την παρέλαση προσώπων και επαφών που έχεις στη δουλειά ως παρέλαση λογοτεχνικών χαρακτήρων

Μα, έτσι είναι. Ο καθένας που μπαίνει σε ένα βιβλιοπωλείο δεν είναι ένας χαρακτήρας; Αν το καλοσκεφτείτε, έχεις να κάνεις με χαρακτήρες.  Όπως είναι και σε ένα βιβλίο. Σε έναν άνθρωπο χαμηλών τόνων που νιώθεις ότι θέλει λίγο την ησυχία του θα είσαι λίγο πιο διακριτικός, δεν θα ενοχλήσεις πάρα πολύ. Πρέπει να έχεις και το μάτι να καταλαβαίνεις τι είναι ό άλλος, τι θέλει. Από το τι μπορεί να διαβάζει, μέχρι σε τι διάθεση μπορεί να είναι. Μπορεί ο άλλος εκείνη την ημέρα να μην έχει όρεξη να μιλήσει. Να θέλει να απορροφηθεί στον εαυτό του. Δηλαδή, όλα αυτά παίζουν ρόλο.

Μίλησέ μου λίγο για το «πρέπει να έχεις μάτι για να καταλάβεις τι είναι ο άλλος»

Βλέπεις από το πρόσωπό του, τις εκφράσεις του, από το πως θα σου μιλήσει, τον τόνο που θα σου μιλήσει. Μπορεί να μου μιλήσει πολύ απότομα, σαν να τον ενόχλησα, οπότε τον αφήνω ήσυχο. Αν δω ότι ο άλλος έχει όρεξη και διάθεση για κουβέντα και λέει, ας πούμε, «ξέρετε, διάβασα και αυτό ή το άλλο», τότε μπορεί να σου δώσει το ερέθισμα να του προτείνεις και εσύ κάτι ή κάτι ακόμη, αν έχει ήδη διαλέξει τι θέλει. Ορισμένοι μπορεί να έχουν έρθει με όρεξη για να μιλήσουν για να σου πουν με ωραία διάθεση κάτι που έχουν διαβάσει και τους άρεσε ή και τους ενθουσίασε.

Η δουλειά στον Ευριπίδη είναι η πρώτη σου δουλειά σε αυτό το χώρο; 

Όχι, έχω δουλέψει στον Ελευθερουδάκη και στον Παπασωτιρίου. Δηλαδή, πέρασα από βιβλιοπωλεία του κέντρου και μετά ήρθα στο Χαλάνδρι. Την πρώτη δουλειά στον χώρο την είχα βρει με αγγελία. Χρυσή Ευκαιρία και πήγα για συνέντευξη.  

 Και στη συνέντευξη εκείνης της πρώτης δουλειάς τι σε είχαν ρωτήσει;  

Με ρώτησαν αν διαβάζω, έκαναν κάποιες ερωτήσεις για την ιστορία της λογοτεχνίας, το τι ήταν εκείνη την εποχή δημοφιλές και τι πιστεύω ότι θα μπορούσε να ενδιαφέρει τον πολύ κόσμο περισσότερο, ή ποια βιβλία ήταν βραβευμένα, ποια είχαν πάρει Booker ή ποιοι συγγραφείς  είχαν βραβευτεί με Νόμπελ. Πιο πολύ όμως με είχαν ρωτήσει σχετικά με τις δικές μου προτιμήσεις και με το ποια βιβλία θεωρούσα ότι είχαν κατά την εποχή εκείνη απήχηση. Γιατί οι μόδες αλλάζουν στα βιβλία.

Σήμερα, ας πούμε, ποιες μόδες θα έλεγες ότι υπάρχουν στα βιβλία;

Είναι πράγματα που έχουν σχέση με το διαδίκτυο. Το διαδίκτυο δίνει μεγάλη ώθηση στο βιβλίο, στους συγγραφείς που έχουν μεγάλη σχέση με το διαδίκτυο, οι οποίοι έχουν πάντα μεγαλύτερη ανταπόκριση από τους αναγνώστες. Ας πούμε τα βιβλία που προβάλλονται πολύ στο Tik Tok είναι πολύ δημοφιλή. Δηλαδή, και το διαδίκτυο και η αναγνωρισιμότητα που παράγεται εκεί είναι ένα κομμάτι της δουλειάς. Αν για παράδειγμα ένας επώνυμος πει στα social media ότι ένα βιβλίο είναι πολύ καλό, πολύς κόσμος είναι πιθανό ότι θα το διαβάσει. Ο κόσμος αφιερώνει πολύ χρόνο στο τηλέφωνό του και στο διαδίκτυο και έτσι βρίσκει μέσα από εκεί πληροφορίες για βιβλία. Άλλοι πελάτες -μεγαλύτερης ηλικίας συνήθως- έρχονται ακόμη με την εφημερίδα γιατί έχουν δει έναν ενδιαφέρον άρθρο για ένα βιβλίο ή έχουν διαβάσει μια κριτική. Εξάλλου, η δημοφιλία των βιβλίων σχετίζεται πιθανότατα με φαινόμενα της εποχής. Βλέπουμε ας πούμε σήμερα ότι υπάρχει μεγαλύτερη ώθηση στο αστυνομικό μυθιστόρημα, που μπορεί να έχει να κάνει και με το πόσες αστυνομικές ειδήσεις βλέπουμε και πόσες απασχολούν την επικαιρότητα.

Ήταν στην περιγραφή των εργασιακών απαιτήσεων να πιάνετε συζήτηση με τους πελάτες για το τι θα μπορούσε να τους αρέσει να διαβάσουν ή ξεκίνησες να το κάνεις από δική σου πρωτοβουλία;

Μόνος μου συνειδητοποίησα ότι πρέπει να γίνεται έτσι. Ότι σημασία έχει όχι απλώς να βρίσκεις τα βιβλία στο ράφι και να τα δίνεις σε αυτόν που σ’τα ζητάει, αλλά να βρίσκεις κάποιο βιβλίο που θα μπορούσε να του ταιριάζει. Υπάρχουν άνθρωποι που μπαίνουν μέσα και ξέρουν τι θέλουν. Εκεί τους το δίνεις και τελείωσε. Υπάρχουν και άλλοι που ψάχνονται. Εκεί προσπαθώ να μαντέψω  τι μπορεί να θέλει ο καθένας. Ίσως του πω ότι, ξέρετε, υπάρχουν και αυτά που… Από την αρχή, δηλαδή, μπορεί να προτείνω κάποια βιβλία που πιστεύω εγώ ότι θα του αρέσουν.  Ξεκινάω ας πούμε βλέποντας σε ποιο χώρο κινείται, πού κοιτάζει. Δηλαδή, αν τον βλέπω ότι είναι πιο πολύ σε αστυνομική λογοτεχνία, θα προτείνω εγώ κάποιους τίτλους λέγοντας κάτι σαν «ξέρετε, αυτά τα βιβλία είχαν πολύ μεγάλη θετική ανταπόκριση από τους αναγνώστες…». Και θα τον δω πώς αντιδρά.

Μετά αρχίζει συνήθως και μου λέει και εκείνος ότι «ξέρεις...». Ξεκινάω, δηλαδή, μια συζήτηση και δίνω, ας πούμε, το έναυσμα για μια γνωριμία. Ο στόχος είναι να γνωρίσεις τον άλλον και να “λυθεί”, για να καταλάβεις στο τέλος τι μπορεί να θέλει.

Άλλες φορές πάλι, με το που θα βγει κάποιο καινούριο βιβλίο ξέρω ότι θα αρέσει σε κάποιον συγκεκριμένο πελάτη με τον οποίο έχουμε συζητήσει για τον συγγραφέα αυτόν ή για αυτό το είδος των βιβλίων. Εδώ στο Χαλάνδρι, που είναι λίγο πιο γειτονιά σε σχέση με το αχανές πράγμα του κέντρου, είναι πιο εύκολο να θυμάσαι κάτι τέτοιο και έτσι να μπορείς να ενημερώσεις κάποιον πελάτη ότι ήρθε ο τάδε τίτλος.

Όλο αυτό το παιχνίδι να μαντέψεις, να πεις, να δεις τι λέει ο άλλος έχει κάποια χαρακτηριστικά φλερτ;  

Ναι, έχει, γιατί πιστεύω ότι καθένας θέλει ο άλλος να ασχολείται. Είναι βασική ανθρώπινη ανάγκη ο άλλος να μπει λίγο στον τρόπο που σκεφτόμαστε, στο μυαλό μας. Κανένας δεν επιθυμεί να είναι αδιάφορος για κάποιον. Εγώ το βλέπω όλο αυτό σαν μια τρυφερή επαφή. Μετά κτίζεται μια σχέση εμπιστοσύνης, που μπορεί να έχει διάρκεια.

Ειδικά κοντά στα Χριστούγεννα έχουμε άπειρες εκδόσεις. Πώς προλαβαίνεις να έχεις άποψη για τόσο πολλά; Πόσα βιβλία διαβάζεις;

Πιστεύω ότι διαβάζω δύο-τρία την εβδομάδα. Σιγά σιγά μπαίνεις σε μία διαδικασία να διαβάζεις και μετά αποκτάς αυτή τη δεξιότητα. Το διάβασμα είναι κάτι που εξασκείται. Βέβαια, η λογοτεχνία έχει έναν δικό της χρόνο ανάγνωσης. Διότι μπορεί με κάποιο πρόσωπο να ταυτιστείς, μπορεί παράλληλα κάποια πράγματα να τα συνδυάζεις με δικά σου βιώματα, με δικές σου σκέψεις, με δικά σου συναισθήματα. Σίγουρα η λογοτεχνία είναι και μία κατηγορία βιβλίων που ίσως να είσαι λίγο πιο συναισθηματικά φορτισμένος κατά την ανάγνωση και, από την άποψη αυτή, είναι διαφορετικό από το να διαβάζεις ένα δοκίμιο ή ένα βιβλίο ιστορικό ας πούμε.

Σου είχε τύχει ποτέ να διαβάζεις ένα βιβλίο και να σκεφτείς ότι θα άρεσε σε κάποιον πελάτη, του οποίου μπορεί να μην ξέρεις ούτε το όνομα;

Ναι, ναι. Βέβαια, ναι πολλές φορές. Είναι η συνέχεια της επαφής με διάρκεια που λέγαμε προηγουμένως. Το να συζητάς με τον πελάτη που ξαναέρχεται αυτό εξασφαλίζει: να ξέρεις αυτά που πουλάς τι εντυπώσεις έχουν αφήσει. Ας πούμε, κάποιος που με τον καιρό έχει αποκτήσει ένα θάρρος μαζί σου και μια οικειότητα θα σου πει «ξέρετε, αυτό μου άρεσε για αυτό το λόγο ή δεν μου άρεσε ή δεν το βρήκα τόσο καλό όσο το προηγούμενο του ίδιου συγγραφέα». Εγώ πάντα τους το λέω - «σας περιμένω να μου πείτε την γνώμη σας, πώς σας φάνηκε».

Έχει έρθει πελάτης να σου πει «αυτό που μου δώσατε μου άρεσε πολύ, έπαθα πλάκα»;

Ναι, ναι, βέβαια. Όχι ένας, πολλοί. «Σας ευχαριστώ που μου το είπατε» και τέτοια. Είναι  πάρα πολύ ωραίο όταν συμβαίνει αυτό, είναι σούπερ αίσθημα και πάρα πολύ ανεβαστικό! Νιώθεις μέσα σου μια ικανοποίηση ότι να, συνέβαλα κι εγώ στο να νιώσει ο άλλος πράγματα. 

Είσαι στον χώρο του βιβλίου από το 2007. Θεωρείς ότι σε αυτό το διάστημα το διάβασμα έχει μπει περισσότερο στην καθημερινότητα των Ελλήνων;

Ναι, θεωρώ ότι οι Έλληνες καταναλωτές διαβάζουν περισσότερο. Τα περισσότερα ερεθίσματα που λέγαμε έχουν βοηθήσει. Αναζητούν πιο πολύ σήμερα οι αναγνώστες, και καθώς αναζητούν, τα διάφορα Μέσα, που πολλές φορές είναι αφιερωμένα αποκλειστικά στο βιβλίο, τους προτείνουν περισσότερα βιβλία από ό,τι παλιά. Βλέπουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που οργανώνονται ώστε να προτείνουν βιβλία και να διαμορφώνουν καταστάσεις. Τα βιβλία συζητιούνται περισσότερο από ό,τι παλιά και αυτό είναι πολύ θετικό για να ξεκινήσει κάποιος να διαβάζει.

Ποια είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση που βρίσκεις στην λογοτεχνία σαν αναγνώστης;

Πιστεύω ότι η λογοτεχνία σε παρακινεί να σκεφτείς, να αναζωπυρώσεις τη φαντασία σου, να συλλογιστείς κάποια πράγματα περισσότερο για τον εαυτό σου. Γιατί το διάβασμα είναι ο τρόπος να καταλάβεις τον ίδιο τον εαυτό σου περισσότερο. Και σε ταξιδεύει. Δημιουργείς εικόνες και μια στενή επαφή με τη γλώσσα.

 

(*) Δεν ήταν δικιά μας η ιδέα να θεωρήσουμε ότι η δουλειά ενός βιβλιοπώλη μπορεί να έχει ενδιαφέρον για το κοινό. Η Εύα Πλιάκου και ο Στέφανος Μπατσής στο Kaboom.gr είχαν στο παρελθόν συνομιλήσει με μια εμβληματική μορφή από τους υπάλληλους της Πολιτείας- δείτε τη συνέντευξη εδώ.

 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v