Ο Ερρίκος Λίτσης και ο Βασίλης Κατσικονούρης μιλούν για τον Μάκη

Με αφορμή την παράσταση που συν-σκηνοθετούν στο Θέατρο Αποθήκη, μιλήσαμε με τον Ερρίκο Λίτση και τον Βασίλη Κατσικονούρη για τις μικρές και μεγαλύτερες γυάλες που μας εγκλωβίζουν.

Ο Ερρίκος Λίτσης και ο Βασίλης Κατσικονούρης μιλούν για τον Μάκη

Δεν είναι εύκολη παράσταση ο Μάκης. Μπορεί να ξεκινάει ανάλαφρα, αλλά μην ξεγελαστείς, όσο περνά η ώρα σε πιάνει από τον λαιμό και σε ανεβοκατεβάζει σε ένα ρόλερ κόστερ συναισθημάτων που, ανάλογα τις καταβολές και τις πολιτικές σου πεποιθήσεις, μπορεί να ποικίλλουν από την συγκίνηση μέχρι την ματαίωση, και από την συμπόνια μέχρι τον θυμό. Αυτό, όπως λέει ο συγγραφέας του έργου, Βασίλης Κατσικονούρης, είναι άλλωστε και το ζητούμενο. Βλέπουμε θέατρο για να νιώσουμε κάτι.

Ο Ερρίκος Λίτσης κεντά επί μία ώρα μόνος του πάνω στη σκηνή, στον ρόλο του παππού που, ολομόναχος κατακαλόκαιρο στο σπίτι, μιλά στον σιωπηλό, χρυσό κάτοικο μιας γυάλας για όλα αυτά που έγιναν και που πια δεν γίνονται –αλλά πάλι… ποτέ δεν ξέρεις. Με τις εμμονές του, τη ματαίωση και τον φόβο του, δεν νοσταλγεί τίποτα από τα περασμένα, ούτε πενθεί· παρά μόνον ποθεί –για λίγο ακόμα.

Κάπου ανάμεσα στις παραστάσεις του Μάκη, που ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά κάθε Δευτέρα και Τρίτη σε ένα κατάμεστο Θέατρο Αποθήκη, μιλήσαμε με τον Ερρίκο Λίτση και τον Βασίλη Κατσικονούρη για το έργο, την προσέγγιση στον χαρακτήρα του παππού, την απουσία (ή παρουσία) κάθαρσης και τις γυάλες στις οποίες εγκλωβιζόμαστε τελικά όλοι, όπως ο παππούς και όπως ο Μάκης.

Δεύτερος χρόνος παραστάσεων λοιπόν για τον Μάκη. Την περιμένατε την επιτυχία;
Βασίλης Κατσικονούρης: Ναι, εγώ το περίμενα ότι με τον Ερρίκο, ο μονόλογος –γραμμένος το 2010– θα έκανε reboot και έτσι έγινε.
Ερρίκος Λίτσης: Νομίζω σε κάθε δουλειά που κάνει ένας καλλιτέχνης ελπίζει σε κάποιου είδους επιτυχία. Δεν την περιμένεις, την ελπίζεις. Όπου επιτυχία θεωρώ, η δουλειά που θα κάνω να είναι πρωτίστως μέσα στις δικές μου καλλιτεχνικές προδιαγραφές και μετά ν' αρέσει και στο κοινό.

Ένα έργο βαθιά πολιτικό, που μιλά για κάθε είδους ματαιώσεις –πολιτικές και προσωπικές. Κύριε Κατσικονούρη, τι σας ενέπνευσε την συγγραφή του;
Β.Κ.: Όπως είπα, το έγραψα το 2010. Εάν το 1989 ήταν η χρονιά της πτώσης του αριστερού οράματος, πιστεύω πως, τηρουμένων των αναλογιών, η περίοδος εκείνη (2008-10) ήταν η αντίστοιχη της πτώσης του νεο-καπιταλιστικού οράματος στην Ελλάδα. Ήθελα να γράψω για την ιστορία ενός ανθρώπου που έζησε στο μεταίχμιο αυτών των δύο οραμάτων και να καταγράψω τους σπινθήρες από τη συντριβή τους μέσα του, καθώς και την προσωπική του ματαίωση και ακύρωση σε ένα περιβάλλον που δεν έχει πια θέση γι' αυτόν.


Φωτό: Γιώργος Καλφαμανώλης

Κύριε Λίτση, ποια είναι η ερμηνευτική σας προσέγγιση στον χαρακτήρα του παππού; Φέρνετε κάτι «δικό σας» στον ρόλο;
Ε.Λ.: Σε κάθε μου ρόλο φέρνω και κάτι «δικό μου». Δεν φαντασιώνομαι μια «εικόνα» του ρόλου και μετά προσπαθώ να την αντιγράψω. Η εικόνα είμαι εγώ. Τα άλλα στοιχεία του χαρακτήρα (συμπεριφορά, αισθήματα κλπ) τα αντλώ από εμένα, τα ψάχνω μέσα στον δικό μου χαρακτήρα αλλά και από μνήμες και παρατήρηση συμπεριφορών άλλων. Για παράδειγμα, εδώ χρησιμοποίησα αρκετά στοιχεία από τον δικό μου πατέρα.

Πώς είναι να γράφεις (και αντίστοιχα να πρωταγωνιστείς σε) ένα έργο που τελειώνει χωρίς κάθαρση;
Ε.Λ.: Αντίθετα με την ερώτηση, εγώ πιστεύω ότι στο έργο επέρχεται ένα είδος κάθαρσης. Από την άλλη, ποια θα ήταν ερμηνευτικά για μένα η διαφορά σε ένα έργο πού τελειώνει με ή χωρίς κάθαρση;
Β.Κ.: Για μένα, το ζητούμενο στη σύγχρονη θεατρική πραγματικότητα είναι η μέθεξη. Το θέατρο είναι πια από τους ελάχιστους κοινωνικούς χώρους και δράσεις όπου μας δίνεται η ευκαιρία να μετέχουμε συναισθηματικά και ψυχικά, ώστε το γεγονός της μέθεξης, όταν μας συμβαίνει, να αποτελεί από μόνο του ένα είδος κάθαρσης. Καθαίρονται δηλαδή η αδιαφορία και η μηχανικότητά μας.

Τον συμπονούμε τελικά τον παππού, ή του θυμώνουμε; Τι θα θέλατε να έχει πάρει μαζί του ο κόσμος βγαίνοντας από την παράσταση;
Ε.Λ.: Εγώ προσωπικά και τον συμπονώ αλλά και του θυμώνω λίγο, γνωρίζοντας ότι κάποιες φορές σκέφτεται σαν τον τύπο του ανέκδοτου «α γαμήσου εσύ κι ο γρύλλος σου» (συγνώμη για τα «γαλλικά» αλλά…). Ο κόσμος φεύγοντας θα ‘θελα να έχει βγει λίγο πιο επιεικής με την τρίτη ηλικία.
Β.Κ.:
Σίγουρα, ο «παππούς» δεν είναι ο ορισμός του politically correct και αυτό ίσως να μας θυμώνει σε κάποια σημεία. Κι απ' την άλλη όμως, λίγη συμπόνια δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Κι ας προσπαθούμε να την κάνουμε κι αυτή correct, αντικαθιστώντας την με τον όρο ενσυναίσθηση, ψυχραίνοντας έτσι το φορτίο της. Σκεφθείτε το γνωστό τραγούδι να λέει: «Δεν θέλω την ενσυναίσθηση κανενός…». Και ένα άλλο μικρό απόσπασμα (χωρίς παραλλαγή αυτό): «Το έλεος σταλάζει σαν τη γλυκιά βροχή απ' τον ουρανό στο χώμα και είναι διπλά ευλογημένο: ευεργετεί και αυτόν που το δίνει, κι εκείνον που το δέχεται». Έτσι τουλάχιστον λέει η Πόρσια στον Έμπορο της Βενετίας.

Κύριε Λίτση, παίζετε φέτος και στην σειρά «Έχω Παιδιά» του Mega, τον παππού Στέλιο Πολίτη. Πώς συνομιλούν οι δύο ρόλοι μεταξύ τους;
Ε.Λ.: Συνομιλούν όπως θα συνομιλούσαν δυο φίλοι παππούδες, δυο ηλικιωμένοι, σ' ένα καφενείο. Σε πολλά θα συμφωνούσαν, σε αρκετά θα έμοιαζαν αλλά και σε άλλα τόσα θα διαφωνούσαν και θα διέφεραν.

Πώς είναι να συν-σκηνοθετείτε την παράσταση;
Β.Κ.: Ξεκινάει και συνεισφέρει ο καθένας από τη θέση του. Εγώ τα δραματουργικά κλειδιά και μηχανισμούς του έργου (για μένα η σκηνοθεσία είναι φυσική προέκταση της δραματουργικής γνώσης) και ο Ερρίκος άπειρες ερμηνευτικές επιλογές. Ακούγεται πολύ ταχτοποιημένο για να είναι ουσιαστικά αποδοτικό, οπότε από ένα σημείο και μετά έγινε ένα πολύ ωραίο και δημιουργικό τουρλουμπούκι.
Ε.Λ.: Με τον Βασίλη Κατσικονούρη από την πρώτη μας γνωριμία/συνεργασία στο έργο του Γκουντλάκ (2020) αναπτύχθηκε μεταξύ μας μια καλλιτεχνική χημεία που εξελίσσεται σε φιλία. Αυτό έφερε και την δημιουργική συνεργασία μας στο "Ο Μάκης" που την ονομάσαμε συνσκηνοθεσία.

Είμαστε τελικά όλοι εγκλωβισμένοι στις μικρές και μεγαλύτερες γυάλες που μας διαμορφώνουν οι καταβολές μας και οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, όπως ο παππούς και ο Μάκης;
Ε.Λ.: Μ' αρέσει πολύ όπως το ερμηνεύετε. Θα συμφωνήσω απόλυτα με την τοποθέτησή σας.
Β.Κ.: Αναπόφευκτα, ναι. Και πιο πολύ στη μικρο-γυάλα του εαυτού μας, μέχρι να καταλάβουμε ότι ήταν τελικά ένας δοκιμαστικός σωλήνας κι εμείς τα πειραματόζωα ενός τεράστιου υπαρξιακού πειράματος. Το έργο μας τελειώνει με τον ήχο των νερών που τρέχουν λεύτερα.


Φωτό: Γιώργος Καλφαμανώλης

Συντελεστές παράστασης:

Συγγραφέας: Βασίλης Κατσικονούρης
Σκηνοθεσία: Βασίλης Κατσικονούρης - Ερρίκος Λίτσης
Σκηνικά - Κοστούμια: Ήρα Σπαγαδώρου
Σχεδιασμός φωτισμών: Άννα Σμπώκου
Ηχητικά εφέ-Επεξεργασία ήχου: Βαγγέλης Αυγέρης
Φωτογραφίες : Γιώργος Καλφαμανώλης
Επικοινωνία : Ελίνα Λαζαρίδου, [email protected]
Τμήμα Επικοινωνίας: Ειρήνη Τσίκα, 2111026227, [email protected]
Social Media : Μαργαρίτα Μαρμαρά
Παραγωγή: Αθηναϊκά Θέατρα

Στο ρόλο του παππού ο Ερρίκος Λίτσης.

Θέατρο Αποθήκη
Σαρρή 40, Ψυρρή
Τηλέφωνο : 210-3253153

Ώρες και ημέρες παραστάσεων : Δευτέρα και Τρίτη στις 20:00
Τιμή εισιτηρίου: Γενική είσοδος 15 € ευρώ
Φοιτητικό, Ανέργων, Αμέα και Παιδικό (έως 12 ετών) 13€

Διάρκεια παράστασης : 60’ (Χωρίς διάλειμμα)

Εισιτήρια: more.com, στο τηλεφωνικό κέντρο των Αθηναϊκών Θεάτρων 211.1000.365 και στο ταμείο του Θεάτρου Αλίκη, Αμερικής 4, Aθήνα : 2103210021.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v