Ο Ντιντιέ Εριμπόν κάνει τα γηρατειά της μητέρας του ένα συναρπαστικό και ευαίσθητο «κατηγορώ»

Ο Γάλλος κοινωνιολόγος θέτει πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα μέσα από την ιστορία του τέλους της μητέρας του.

Ο Ντιντιέ Εριμπόν κάνει τα γηρατειά της μητέρας του ένα συναρπαστικό και ευαίσθητο «κατηγορώ»

Το να μιλά κάποιος για τη ζωή απλών ανθρώπων και την «ανώνυμη» πορεία τους στον χρόνο, είναι ένα στοίχημα. Ο συγγραφέας καλείται να καταστήσει ενδιαφέρουσα μια αφήγηση που δεν περιέχει ούτε μεγάλες μάχες, ούτε συγκρούσεις εξουσίας, ούτε λαμπρές ή οδυνηρές εθνικές και διεθνείς στιγμές. Καλείται να δείξει στους αναγνώστες πώς μέσα από μια καθημερινή ιστορία απλών ανθρώπων μπορούν να εξηγηθούν τα άλλα, που διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν τη δική του καθημερινότητα.

Η ανάγνωση της πιο πρόσφατης δουλειάς του Ντιντιέ Εριμπόν, όπως και του προηγούμενου αυτοβιογραφικού του βιβλίου, της «Επιστροφής στης Ρενς», αποτελεί μια συναρπαστική αναγνωστική εμπειρία ακριβώς για αυτό: Για την ικανότητα του Γάλλου διανοητή να πλέκει καίρια και κατανοητά τη μεγάλη με τη μικρή οπτική· το καθημερινό και απλό με τη θεωρία και το ευρύτερο πλαίσιο.

Στο «Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού» που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε μετάφραση του Γιάννη Στεφάνου από τις εκδόσεις Νήσος, όπως και to «Επιστροφή στη Ρενς», η κάμερα της αφήγησης ακολουθεί τη μητέρα του συγγραφέα σε προσωπικές στιγμές της τελευταίας φάσης της ζωής της, ιδωμένες μέσα από τα μάτια του γιου της. Γνωρίζουμε αυτή «τη γυναίκα του λαού» μέσα από την έγνοια του Εριμπόν να ρυθμίσει, να τακτοποιήσει τα ζητήματα που ανακύπτουν από την όλο και μεγαλύτερη κινητική και πνευματική δυσκολία της.

Τα παιδιά της ζουν μακριά και η ίδια χρειάζεται ιατρική φροντίδα. Ο οίκος ευγηρίας, το «γηροκομείο», όπως λέει σχεδόν με σκληρότητα η ελληνική απόδοση (άραγε η αντίστοιχη γαλλική λέξη είναι τόσο αρνητικά φορτισμένη όσο η ελληνική;) φαίνεται η μόνη λύση. Οι τύψεις του συγγραφέα για την ορθολογική αυτή τακτοποίηση του προγόνου είναι κεντρικές στο συναίσθημα του βιβλίου.

«Όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο αδελφός μου πέρασε την πύλη της αυλής και σταμάτησε μπροστά στο γραφείο της γραμματείας, η μητέρα μου κατέβασε το τζάμι για να με χαιρετήσει. Έκλαιγε. Την είχε κυριεύσει η απελπισία. Η φωνή της έβγαινε με το ζόρι, μέσα από λυγμούς, Σφίχτηκε η καρδιά μου. Τι πηγαίναμε να κάνουμε;»
(…) «της υποσχέθηκα ότι θα ξανάρθω σύντομα. Ένιωθα άσχημα. Είχα κανονίσει να πάω δεκαπέντε μέρες διακοπές στην Ιταλία. Είχαμε κάνει τις κρατήσεις καιρό πριν, όταν ακόμα πίστευα ότι θα περάσουν μήνες μέχρι να μπει στο γηροκομείο. Ήταν δύσκολο να το ακυρώσω τώρα, πόσο μάλλον αφού θα πήγαινα με παρέα. Αλλά θα ερχόμουν, φυσικά, να τη δω, αμέσως μόλις επέστρεφα…».  

Όμως αυτές οι τύψεις αποδεικνύονται περίπλοκες και πηγαίνουν πιο βαθιά από όσο νομίζει ο αναγνώστης με μια πρώτη ματιά. Καθώς κατά τον χρόνο της συγγραφής η μητέρα του συγγραφέα έχει πια πεθάνει, αυτός οδηγείται σε μια σύντομη ανασκόπηση της ζωής της, αναζητώντας τις ρίζες και τον κορμό της σχέσης του μαζί της, αλλά και τη δική της οπτική.

Πόσοι από εμάς δεν έχουμε αναλογιστεί αν φερθήκαμε και φερόμαστε «σωστά» στους γονείς μας όταν μεγαλώνουν; Αν τους σεβόμαστε ουσιαστικά σαν προσωπικότητες ή, προκειμένου να τους εξασφαλίσουμε σε πρακτικά θέματα, τούς στερούμε τη δυνατότητα να κάνουν επιλογές για τη ζωή τους, όπως έκαναν μέχρι να φτάσουν στην ηλικία της σωματικής αδυναμίας;

Τα γηρατειά δεν είναι ένα εύκολο και ευχάριστο θέμα- ειδικά τα γηρατειά όσων δεν έχουν οικονομική άνεση. Η κοινωνική διάσταση είναι αλληλένδετη με την μελέτη ενός θέματος όπως η τρίτη ηλικία, λέει ο Γάλλος κοινωνιολόγος. Με αυτές τις προθέσεις βυθίζεται για μία ακόμη φορά στο παρελθόν του και ιστορικοποιεί την πορεία ζωής της μητέρας του χρησιμοποιώντας το ταξικό και πολιτισμικό της προφίλ. Έτσι, παρά τα αυτοβιογραφικά στοιχεία και τις ψυχαναλυτικές πινελιές, που αποδίδονται με λογοτεχνική ευαισθησία, το «Η ιστορία, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού» είναι ένα βιβλίο που μεγαλύτερη σχέση έχει με την κοινωνιολογία και την πολιτική.

Ο συγγραφέας επικρίνει την ισχνή κρατική παρουσία στις Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων και τα προβλήματα που δημιουργούν καταστάσεις όπως η υποστελέχωση, η ανεπαρκής χρηματοδότηση ή η απουσία ρυθμιστικού πλαισίου που να στοχεύει στην ποιότητα ζωής του ηλικιωμένου και όχι στην περικοπή του κόστους ή την «αποδοτικότερη» λειτουργία τέτοιων δομών.   

Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου ο Εριμπόν εγκαταλείπει τις εκμυστηρεύσεις και τις ενδοσκοπήσεις και βρίσκεται στο περιβάλλον της κριτικής σκέψης όπου αισθάνεται πιο άνετα. Το μέρος αυτό του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην ανάπτυξη του επιχειρήματος της πολλαπλά συλλογικής απαξίωσης των γηρατειών, όχι απλώς στην καθημερινή μας πρακτική και σκέψη, αλλά συνολικά στον πολιτισμό μας. Επισημαίνεται εδώ, πέρα από την ανεπάρκεια του δυτικού κοινωνικού κράτους, και η διαχρονική περιφρόνηση της πληθυσμιακής κατηγορίας των ηλικιωμένων εκ μέρους όλων, συμπεριλαμβανομένου του πνευματικού κόσμου. Φιλοσοφικά ή θεωρητικά κείμενα είναι γραμμένα με το δεδομένο ότι ο αναγνώστης τους έχει όλο το μέλλον μπροστά του, γράφει ο συγγραφέας.

Το βιβλίο του Εριμπόν κερδίζει τον αναγνώστη δείχνοντάς του πώς πράγματα που σκεφτόμαστε όλοι μπορούν να συνδεθούν με τα μεγάλα και τα σημαντικά που μας καθορίζουν ως κοινωνία και ως πολιτισμικό επίπεδο. Έτσι, διαβάζουμε με οδηγό έναν έμπειρο αναλυτή της κοινωνικής πραγματικότητας και έναν οξυδερκή παρατηρητή των ατομικών συναισθημάτων ο οποίος μάς δείχνει πώς μια τυπική ιστορία γήρανσης και θανάτου μάς αφορά και θέτει ευρύτερα ερωτήματα για την «ανθρώπινη κοινωνία».

Το «Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού» είναι ένα βιβλίο που απευθύνεται στον εξοικειωμένο με τα θεωρητικά κείμενα αναγνώστη, αλλά και σε εκείνον που δεν έχει αντίστοιχη εμπειρία και αρέσκεται στην απαιτητική λογοτεχνία και τη σκέψη. Είναι μικρό σε μέγεθος, αλλά πυκνό, εξαιρετικά ευαίσθητο και πολύ ευανάγνωστο. Κυρίως όμως είναι ουσιαστικό και παρεμβατικό, όπως γενικά ο λόγος και η σκέψη του σημαντικού αυτού διανοητή.   

Ντιντιέ Εριμπόν
"Η Ζωή τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού"
Εκδόσεις Νήσος
2024
σελ. 240
τιμή: 18 ευρώ 

 

 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v