Ό,τι έχω πει είναι βγαλμένο από τη ζωή

«Άκουσε, κύριε, δεν είμαι κελεπουράκι, είμαι για τον εαυτό μου. Τους πούλησα νταηλίκι». Μια μέρα σαν κι αυτή γεννιέται η σπουδαία Σωτηρία Μπέλλου.

Ό,τι έχω πει είναι βγαλμένο από τη ζωή

Ήμουν, είμαι και θα είμαι αριστερή. Το λέω και το φωνάζω… Πέρασα πολλά. Και ξύλο και φυλακές. Ήμουν με τους αριστερούς της Χαλκίδας και σε μια μάχη κοντά στην Ομόνοια, οδός Βούλγαρη και Πειραιώς, τραυματίστηκα στο χέρι. Αμέσως μετά την οπισθοχώρηση δεν πρόλαβα να φύγω, έμεινα λίγο πίσω και κάτι… μην πω… με κάρφωσαν στην Εθνοφυλακή και κοντά στον Σταθμό Λαρίσης, εδώ στον Άγιο Παύλο, με συνέλαβαν. Μετά από το Αστυνομικό Τμήμα που μας πήγαν στην αρχή, μαζί με άλλες γυναίκες σαν τσούρμο μας μετέφεραν σε ένα παλιό καμπαρέ που είχαν επιτάξει, το Κιτ-Κατ που ήταν στην αρχή της οδού Βουκουρεστίου.

Μετά από λίγες μέρες μας πήγαν σε μια παλιά πολυκατοικία στην οδό Θεμιστοκλέους, γιατί οι φυλακές Αβέρωφ είχαν καταστραφεί από τους αγωνιστές της Αντίστασης. Ενα βράδυ ήρθαν κάτι καμιόνια και καμιά σαρανταριά από μας, μας πήραν και δεν ξέραμε πού μας πάνε. Τελικά μας μετέφεραν στις φυλακές Χατζηκώνστα, στην οδό Πειραιώς, που κι αυτές από το κίνημα ήταν κατεστραμμένες. Σπασμένα τζάμια και ερείπια. Μας έβαλαν πρώτα να καθαρίσουμε τις φυλακές. Εν τω μεταξύ, είχα τραυματιστεί στο χέρι. Είχα υψηλό πυρετό κι επειδή δεν υπήρχαν μέσα περιθάλψεως είχε πρηστεί η μασχάλη μου. Ενα πρωί μας σήκωσαν με το κρύο να κάνουμε βόλτα μέσα στο προαύλιο των φυλακών. Βόλτα χειμώνας καιρός. Ηταν ένας αρχιφύλακας εκεί που το διέταξε. Ενας… τέλος πάντων.

Δεν μπορούσα εγώ να κάνω βόλτα στο προαύλιο γιατί απ’ το τραύμα είχα πυρετό. Ήμουν σε κατάσταση αξιοθρήνητη. Αυτός, όμως, δεν καταλάβαινε από τέτοια και μ’ αρπάει από τα μαλλιά, με πλακώνει στο ξύλο και με κλείνει στα μπουντρούμια. Σε κάτι μπουντρούμια, Παναγιά μου! Ενα δωμάτιο μισό επί ένα μέτρο. Εκείνη την ώρα φαίνεται ότι με λυπήθηκε ο Θεός και οι άλλες γυναίκες επάνω επαναστάτησαν. Άρχιζαν να φωνάζουν γιατί με χτυπούσε χωρίς λόγο. Και κείνη την ώρα για καλή μου τύχη έρχεται ο Ερυθρός Σταυρός. Ήταν και μια άλλη γυναίκα εκεί, φυλακισμένη μαζί με μας, που ήταν επιστήμων, νομίζω δικηγόρος, δε θυμάμαι το όνομά της, αν ζει καλή της ώρα κι αν έχει πεθάνει ο Θεός να τη συγχωρέσει, που τρέχει αμέσως στους εκπροσώπους του Ερυθρού Σταυρού και λέει με λεπτομέρειες ό,τι συνέβη. Με ζήτησαν αυτοί του Ερυθρού, κατέβηκαν κάτω, με είδαν στα κακά μου χάλια, είχα 40 πυρετό και αμέσως έδωσαν διαταγή να φύγω και να γυρίσω πίσω στις φυλακές, ας τις πούμε, της οδού Θεμιστοκλέους. Εκεί είχαν κάτι ψευτοφάρμακα, κάτι ασπιρίνες.

Στη Θεμιστοκλέους, όταν γύρισα τράβηξα πάλι μαρτύρια. Μια μέρα ζήτησα να μας δώσουν λίγο ψωμί περισσότερο. Η κατάσταση ήταν τραγική. Πείνα και δυστυχία. Είχαμε μια κουβέρτα δέκα γυναίκες. Όταν, λοιπόν, ζήτησα λίγο παραπάνω ψωμί, μου είπαν «Αντάρτισσα είσαι; Κι εδώ μέσα είσαι αντάρτισσα;». Με παίρνουν αμέσως και με πολλές φασαρίες με κλείνουν στο πειθαρχείο.

Μετά από καιρό περνάγαμε από μια επιτροπή και κάθε μέρα, δύο – τρεις κάθε φορά τις άφηναν ελεύθερες. Κάποια μέρα, λοιπόν, ήρθε και η δική μου σειρά. Με άφησαν ελεύθερη. Μόλις βγήκα είχα πάρει μια κουβέρτα και κάτι σχισμένα παπούτσια και βάδιζα προς την Ομόνοια. Με βλέπει ένας αξιωματικός που ήταν στη Θεμιστοκλέους και μου λέει: “Σ’ αφήσανε μωρή Βουλγάρα;” Του λέω δεν είμαι Βουλγάρα, είμαι Ελληνίδα. Με πλακώνει στο ξύλο και με ξαναπάει φυλακή. Διαμαρτυρήθηκα όμως στην Επιτροπή και με άφησαν να φύγω

Ό,τι έχω πει είναι βγαλμένο απ’ τη ζωή. Κράτησα μια ποιότητα, γιατί για να πω ένα τραγούδι κάθομαι και το μελετώ. Το διαβάζω, το ξαναδιαβάζω, να δω την έννοιά του, πού καταλήγει. Γιατί πώς αλλιώς θα επιλέξω; Άντε, επειδή μας έφεραν ένα τραγούδι θα το πούμε; Ύστερα, όλα τα τραγούδια που ‘χω πει τα ‘χω αγαπήσει. Ορισμένα τα ‘χω αγαπήσει πιο πολύ, όπως κι ο κόσμος. Είναι δεμένα μαζί μου. Έχω ένα που το ‘χει γράψει ο Τσιτσάνης: “Ποια καρδιά δε θα ραΐσει”. Αυτό το τραγούδι κάτι μου λέει.

Το ’45 επήγαινα –διότι, όπως είπαμε, μεσολάβησαν πολλά και όσο να 'ναι θέλαμε να ζήσουμε– επήγαινα, όλως τυχαίως, κατεβαίνοντας από τα Εξάρχεια, από κάποιο συγγενικό μου σπίτι, εκατέβαινα την οδό Μεταξά και ψιλοέβρεχε κι όπως ήμουνα στενοχωρημένη γιατί δεν υπήρχανε στην τσέπη μου (εννοεί χρήματα), ήταν ένα ταβερνάκι ενός Κρητικού, τραγουδούσανε μέσα και παίζανε κιθάρα κάτι γερόντια και λέγανε παλιά τραγούδια, "Αν παρήλθον οι χρόνοι" και τέτοια. Λοιπόν, είχα κάτι λίγα ψιλά στην τσέπη μου και λέω: ας μπω κι εγώ μέσα να πιω ένα κατοστάρι, γιατί νοστάλγησα την κιθάρα. Λοιπόν, κάθισα σε μια γωνία, παρήγγειλα ένα μεζεδάκι κι ένα κατοσταράκι κρασάκι. Μόνο και μόνο το 'κανα γιατί είχα τη νοσταλγία να μπορέσω να βρω τρόπο να πιάσω την κιθάρα στα χέρια μου.

Αυτοί, μόλις με είδανε να μπω μέσα –ήμουνα μικρή– αρχίσανε, λοιπόν, να ψιθυρίζουνε ο ένας με τον άλλον και να με κοιτάζουν. Ένας ωραίος τύπος, μεταξύ αυτών (τώρα είναι μακαρίτης), λέει: "Βρε ένα κελεπουράκι που μας ήρθε απόψε". Μόλις ακούω κελεπουράκι εμένα μου την έδωσε στο κεφάλι. Λέω, "τι με περάσανε εμένα" και πάω εκεί και του λέω: "Άκουσε, κύριε, δεν είμαι κελεπουράκι, είμαι για τον εαυτό μου" –τους πούλησα νταηλίκι–, "μου κάνετε τη χάρη να μου δώσετε την κιθάρα εμένα;". Αυτοί τα χάσανε και μου λένε: "Ορίστε, κοπελίτσα, πάρε την κιθάρα". Παίρνω, που λες, την κιθάρα και κάθομαι στο τραπέζι μου κι αφού παραγγέλνω και το δεύτερο κατοστάρι, κουρντίζω, που λες Ηλία μου, την κιθάρα κι αρχίζω το τραγούδι μόνη μου, στο κέφι μου, στην τρέλα μου και μείνανε όλοι, Ηλία μου, όλοι με το στόμα ανοιχτό.

Αυτός που μου είπε καλώς το κελεπούρι να μ’ αγκαλιάζει, να με φιλάει, κι όπως ήτανε και λιγάκι πιωμένος, να μου λέει: «Βρε κορίτσι μου, πού ήσουνα; Ο Θεός σ’ έστειλε εδώ πέρα;».

Αποσπάσματα από συνεντεύξεις της στον Ριζοσπάστη και το βιβλίο της Σοφίας Αδαμίδου «Πότε ντόρτια, πότε εξάρες» (εκδόσεις Λιβάνη)

 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v