«Η επανάσταση συνίσταται στο να κάνει ο καθένας καλά τη δουλειά του»
«Η γνώμη μου είναι πως η επαναστατική ποίηση είναι καλή όταν, εκτός από επαναστατική, είναι και ποίηση». Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες με δικά του λόγια.
«Η γνώμη μου είναι πως η επαναστατική ποίηση είναι καλή όταν, εκτός από επαναστατική, είναι και ποίηση». Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες με δικά του λόγια.
Αυτό που θα ήταν σπουδαίο είναι να συγκεντρώσω όλους τους μύθους που υπάρχουν για μένα, γιατί ίσως είναι πιο ενδιαφέροντες από τη ζωή μου.
Πιστεύω ότι τα Εκατό Χρόνια Μοναξιά είναι ένα βαλενάτο (σ.Σ.: κολομβιανό δημοτικό τραγούδι) 450 σελίδων. Και το λέω αυτό με απόλυτη σοβαρότητα. Η αισθητική είναι η ίδια, η ιδέα είναι η ίδια, οι πηγές είναι οι ίδιες: Ιστορίες που υπάρχουν εκεί έξω και που έχουν χαθεί, χαμένες στη λαϊκή λήθη. Το Ο Έρωτας στα χρόνια της Χολέρας είναι ένα μπολερό (σ.Σ.: κουβανέζικο ρομαντικό τραγούδι) 380 σελίδων και το λέω αυτό με απόλυτη σοβαρότητα. Όταν κανείς δεν ήξερε τι είναι τα τραγούδια βαλενάτο, θυμάμαι ότι, όταν ήμουν παιδί, πήγαινα να ακούσω τους ακορντεονίστες που έφταναν κατά τη διάρκεια των φεστιβάλ, γιατί από εκεί προέρχεται η μουσική βαλενάτο… Ήταν περιπλανώμενοι μουσικοί που πήγαιναν από πόλη σε πόλη, τραγουδώντας για ένα γεγονός που είχε συμβεί κάπου αλλού. Ήταν περιοδεύουσες εφημερίδες που συνοδεύονταν από ακορντεόν.
Η μουσική με αγγίζει περισσότερο από τη λογοτεχνία, ή μου επιβάλλεται περισσότερο από τη λογοτεχνία. Δεν την ακούω όταν γράφω, αλλά πάντα βυθίζομαι σε αυτήν, ιδιαίτερα όταν γράφω.
Έχω κάποια δυσπιστία για τις θεωρητικές ερωτήσεις, που πάντα οδηγούν σε θεωρητικές απαντήσεις. Είπα κάποτε, και θέλω να επαναλάβω τώρα, ότι ο ρόλος τού καλλιτέχνη στις επαναστατικές διαδικασίες είναι, βασικά, ο ίδιος με όλων των εργαζομένων, με την έννοια ότι η επαναστατική δουλειά συνίσταται στο να κάνει ο καθένας καλά τη δουλειά του. Πιστεύω ότι ένα από τα καθήκοντα του επαναστάτη συγγραφέα είναι να γράφει καλά, και κατόπιν να πραγματοποιεί μια δουλειά αλληλεγγύης όπως αυτή που πιστεύω ταπεινά πως κάνω και εγώ μέσα στις επαναστατικές διαδικασίες της Λατινικής Αμερικής και της Γουατεμάλας.
Η γνώμη μου είναι πως η επαναστατική ποίηση είναι καλή όταν, εκτός από επαναστατική, είναι και ποίηση. Όταν είναι μόνο επαναστατική είμαι απολύτως σίγουρος πως, εκτός των άλλων, είναι αντιπαραγωγική γιατί δεν μπορεί να πείσει κανέναν και μπορεί μάλιστα ν’ απογοητεύσει τους αναγνώστες όσον αφορά την ποίηση, αλλά και όσον αφορά την επανάσταση.
Η πραγματικότητα είναι πως η κριτική μού έχει δώσει τη φήμη ενός συγγραφέα με μεγάλη φαντασία, ενώ εγώ θεωρώ τον εαυτό μου τον άνθρωπο με τη λιγότερη φαντασία στον κόσμο. Για να μπορώ να γράψω δεν διαθέτω άλλο φάρμακο παρά το να παρατηρώ με τα μάτια ολάνοιχτα την καθημερινή ζωή για να βρίσκω υλικό για τα γραψίματά μου. Το έχω πει και μπορώ να τ’ αποδείξω, όχι δυστυχώς αυτή τη στιγμή γιατί είναι τεχνικά αδύνατο, πως δεν υπάρχει ούτε μια σελίδα στα βιβλία μου που να μην έχει μια αφετηρία στην πραγματικότητα.
Μη δίνεις σημασία στους κριτικούς, διάβαζε τα βιβλία, καταλάβαινε τι λένε τα βιβλία και να ’σαι σίγουρη πως αυτό που κατάλαβες είναι εκείνο που ήθελε να πει ο συγγραφέας.
Πιστεύω ότι δεν υπάρχει ηλικία για τα αναγνώσματα· αντίθετα, πρέπει ν’ αρχίζει κανείς να διαβάζει τα πάντα από πάντα. Πρέπει να τοποθετούμε τα βιβλία έτσι ώστε να τα φτάνουν τα παιδιά, το ίδιο και το πιάνο, έτσι που τα παιδιά να παίζουν σ’ αυτό σα να είναι παιχνίδι. Να μάθουν τα παιδιά να παίζουν με τα βιβλία. Δεν πρέπει να φοβόμαστε τη λογοτεχνία· δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι διαφθείρει.
Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι γράφεις καλύτερα όταν έχεις όλες τις απαραίτητες ανέσεις. Δεν υποστηρίζω τον ρομαντικό μύθο ότι ο συγγραφέας πρέπει να λιμοκτονεί και να είναι κατεστραμμένος για να μπορέσει να δημιουργήσει. Γράφεις καλύτερα αν έχεις φάει ένα καλό γεύμα και αν έχεις μια ηλεκτρική γραφομηχανή.
Πάντα είχα μια ιδέα για το τι ήθελα να κάνω, αλλά κάτι έλειπε και δεν ήμουν σίγουρος τι ήταν μέχρι που μια μέρα ανακάλυψα τον σωστό τόνο –τον τόνο που χρησιμοποίησα τελικά στα Εκατό Χρόνια Μοναξιά. Βασίστηκε στον τρόπο που η γιαγιά μου έλεγε τις ιστορίες της. Διηγούταν ιστορίες που ακούγονταν υπερφυσικές και φανταστικές, άλλα το έκανε με απόλυτη φυσικότητα. Όταν τελικά βρήκα τον τόνο που έπρεπε να χρησιμοποιήσω, κάθισα δεκαοκτώ μήνες και δούλευα κάθε μέρα... Σε προηγούμενες απόπειρές μου να γράψω το Εκατό Χρόνια Μοναξιά, προσπάθησα να πω την ιστορία χωρίς να πιστεύω σε αυτήν. Ανακάλυψα ότι αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να πιστέψω ο ίδιος στην ιστορία και να την αφηγηθώ έχοντας την ίδια έκφραση που είχε και η γιαγιά μου όταν έλεγε τις ιστορίες της: με πρόσωπο σαν από πέτρα.