«Αλίμονο στον άνθρωπο που ζει με αναμνήσεις»
«Είναι σωστός θάνατος, όταν θυμάσαι τις ευχάριστες μέρες που δεν θα ξανάρθουν». Στις 7 Ιανουαρίου του 1972, έφυγε από τη ζωή η σπουδαία Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.
«Είναι σωστός θάνατος, όταν θυμάσαι τις ευχάριστες μέρες που δεν θα ξανάρθουν». Στις 7 Ιανουαρίου του 1972, έφυγε από τη ζωή η σπουδαία Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.
Αλίμονο στον άνθρωπο που ζει με αναμνήσεις. Είναι σωστός θάνατος, όταν θυμάσαι τις ευχάριστες μέρες που δεν θα ξανάρθουν.
Το λαϊκό τραγούδι είναι δύσκολο και αμείλικτο. Θέλει ρωμαλεότητα και λεβεντιά. Για να γράψεις λαϊκό τραγούδι πρέπει να μπεις στην ψυχή του λαού, να του την πάρεις, και μαζί να του πάρεις και την καρδιά του.
Έξι μήνες έχουν να ακουσθούν τα τραγούδια μου. Μπήκα στον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού με τα «Καβουράκια» και φεύγω με το «Όνειρο απατηλό». Όλοι εμείς που ασχολούμαστε με το τραγούδι είμαστε δέσμιοι των εμπόρων. Ο Σωκράτης όλους αυτούς τους κατέτασσε στην τελευταία τάξη. Αυτοί μας υψώνουν και οι ίδιοι μας ρίχνουν στα τάρταρα της ανυπαρξίας. Είμαι 75 ετών και όχι 80 όπως πιστεύουν μερικοί, είμαι άρρωστη και ανήμπορη να τα βάλω μαζί τους, μα ένα μονάχα τους λέω: το πνεύμα δεν φυλακίζεται, δεν δεσμεύεται!
Και βέβαια γράφω. Αν είμαι ζωντανή ακόμη μετά από δυο χρόνια που λήγει το συμβόλαιό μου θα δώσω τους στίχους μου σε άλλες εταιρείες. Αλλιώς θα αναλάβει ο εγγονός μου την έκδοσή τους. Πάντως, μια συμβουλή έχω να δώσω στους νέους στιχουργούς. Όχι συμβόλαια με εταιρείες.
Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από 'κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δεν θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω υπογράφω μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα – ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα
Μόνο τον Τσιτσάνη παραδέχομαι... (και) τον Μάρκο τον Βαμβακάρη βέβαια. Προηγήθη αυτός. Έκανε ωραία πράγματα και ο Βασίλης. Αυτός μ' έμαθε να γράφω. Εγώ φιλολογούσα. Έκανα κάτι πράγματα, ποιήματα, όπως αυτά που γράφω τώρα, αλλά αυτός με έμαθε να γράφω τραγούδια. Να επαναλαμβάνω τη ρεφραίν. Ας πούμε... "πήρα τη στράτα κι έρχομαι / μεσ' στη βροχή και βρέχομαι / στα σκαλοπάτια σου εγώ σφυρίζω / άσε με μέσα για να μπω / και στρώσε μου να κοιμηθώ". Θα είναι η επωδός πάντοτε η ίδια "και στρώσε μου να κοιμηθώ". (Έτσι) έμαθα κι εγώ να γράφω λιγάκι, γιατί έκανα άλλα αντ' άλλων, φιλολογίες, μακροσκελέστατα ποιήματα...
[Την Συννεφιασμένη Κυριακή] την αγάπησα πολύ. Την άκουσα σε μια εποχή θλίψης και πόνου και βρήκα σ' αυτήν μια λύτρωση. Βρήκα τον Τσιτσάνη και του πρότεινα να του δώσω στίχους μου. Παραξενεύτηκε που μια γυναίκα της ηλικίας μου ήθελε να γράψει τραγούδια. Όμως μου έδωσε κουράγιο, με βοήθησε αφάνταστα. Του χρωστώ ευγνωμοσύνη και τον θαυμάζω. Είναι γνήσιος λαϊκός συνθέτης. Αγαπάει το λαό και εμπνέεται από τις πίκρες του
Το λαϊκό τραγούδι είναι ρωμαλέο. Δεν μπορεί να καταπιαστεί ο καθένας. Είναι λειτουργία μέσα στη ζωή. Είναι δυνατός αρμός που μας ενώνει με τα περασμένα, με την πλούσια παράδοσή μας σε λαϊκή τέχνη, λαϊκή μουσική. Είμαστε λαός ποιητής, τραγουδιστής, χορευτής... Βλέπετε τον Έλληνα, μερακλώνεται και σηκώνεται και χορεύει ζεϊμπέκικο. Ας είναι και βιομήχανος. Δεν λέω τον σνομπ, αλλά τον άλλο που παθιάζεται και στριφογυρίζει, ζώντας εκείνη τη στιγμή τους πόθους και τα όνειρά του. Τραγουδά και χορεύει τις λύπες του και τις χαρές του, βαλσαμώνει τον πόνο του, μεταμορφώνει σε ήχους τους χτύπους της καρδιάς του... Το λαϊκό μας τραγούδι ξεπήδησε από μια ανάγκη, γι' αυτό είναι αληθινό, γι' αυτό εξελίχθηκε. Πρέπει να ζυμωθείς με το λαό, να ζήσεις τους καημούς του. Γράφεται πρώτα με την καρδιά και το συναίσθημα και ύστερα με τεχνική. Και έτσι μόνο μας αναστατώνει, μας βάζει σε κίνηση, μας προβληματίζει.
Αποσπάσματα από συνεντεύξεις της στο περιοδικό Επίκαιρα (1970), το περιοδικό Γυναίκα (1970), την εφημερίδα Ακρόπολις (1960), την εφημερίδα Εβδομάδα (1966), και το Αρχείο Παναγιώτη Κουνάδη