Η άγνωστη "Ασπιδίστρα" του Τζωρτζ Όργουελ επανακυκλοφορεί σε νέα μετάφραση
Ένα όχι και τόσο γνωστό διαμαντάκι του Τζ. Όργουελ μάς συστήνεται ξανά με νέα μετάφραση από τις εκδόσεις Αίολος.
Ένα όχι και τόσο γνωστό διαμαντάκι του Τζ. Όργουελ μάς συστήνεται ξανά με νέα μετάφραση από τις εκδόσεις Αίολος.
Υπάρχουν ορισμένοι συγγραφείς που βρίσκονται στο ράφι με τους «κλασσικούς». Εξαιτίας ακριβώς του ότι αναγνωρίζουμε την αξία τους, συχνά λησμονούμε την απλή αναγνωστική ικανοποίηση που χαρίζουν τα έργα τους. Ο Τζωρτζ Όργουελ ανήκει σε αυτό το θαυμαστό είδος δημιουργού όχι μόνο για τις αξεπέραστες λογοτεχνικές του ιδέες, όπως αυτή του 1984 ή της Φάρμας των Ζώων, αλλά και για τα υπόλοιπα και πολύ λιγότερο αστραφτερά έργα του, όπως το Φόρος Τιμής στην Καταλωνία, Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου ή το Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπιδίστρα.
Αυτό το τελευταίο το Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπιδίστρα κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από τις εκδόσεις Αίολος σε νέα μετάφραση, αυτή τη φορά του Δημήτρη Καρακίτσου. Η έκδοση αυτή έρχεται μετά την παλαιότερη και για χρόνια εξαντλημένη των εκδόσεων «Ελεύθερος Τύπος». Σε εκείνη την έκδοση ο τίτλος του πρωτοτύπου («Keep the aspidistra flying») είχε αποδοθεί με το αναμφισβήτητα πολιτικό «Κρατείστε σφιχτά τον Μικροαστισμό σας». Επρόκειτο για μια προσέγγιση όχι ακριβώς λανθασμένη αλλά πάντως περιοριστική για τον αναγνώστη, την οποία άλλοι θα βρουν εύλογη λόγω της εντονότερης πολιτικοποίησης των ημερών ή του ελευθεριακού προσήμου του εκδοτικού οίκου, και άλλοι θα θεωρήσουν απλώς αδικαιολόγητη.
Τι είναι όμως η ασπιδίστρα που απέφυγαν οι παλιοί επιμελητές της ελληνικής έκδοσης να βάλουν στον τίτλο αυτού του οργουελικού άγνωστου διαμαντιού;
Είναι ένα ανθεκτικό στους ανήλιαγους εσωτερικούς χώρους φυτό που κοσμούσε τα περισσότερα διαμερίσματα των βρετανών μικρομεσαίων. Η ασπιδίστρα είναι η «φροντίδα» που δίνουν στην εσωτερική διακόσμηση του καταθλιπτικού σπιτιού τους. Αντιστοιχεί στην ανάγκη του τυπικού Βρετανού να βελτιώσει την ποιότητα ζωής του και ταυτόχρονα στην αδυναμία του να το κάνει. Στα μάτια του Όργουελ συμβολίζει την «νοικοκυρεμένη», αλλά τελικά μίζερη και αφιλόδοξη ζωή της μικροαστικής Αγγλίας. Μόνο της Αγγλίας όμως;
Ο ήρωας του βιβλίου, ο ποιητής Γκόρντον Κάμστακ, έχει κηρύξει τον πόλεμο στο χρήμα προσπαθώντας να αποφύγει την μοίρα του μικροαστού με την κουτσοβολεμένη ζωή και την ασπιδίστρα πίσω από το παράθυρο που βλέπει στον δρόμο. Ζει με μισθό πείνας, στα όρια της εξαθλίωσης διαρκώς σε μια μάχη με τον εχθρό του «καθωσπρέπει μισθού».
Η πολιορκία του ιδεαλιστή Γκόρντον από την πραγματικότητα είναι διαρκής και αδυσώπητη. Η αντισυμβατικότητα είναι βαρύ φορτίο και ο αναγνώστης συμπάσχει με τον ήρωα, τελικά επιθυμώντας για λογαριασμό του να ενδώσει για να λυτρωθεί. Η πορεία προς την έξοδο πραγματοποιείται με μια σειρά από μοναδικούς συγγραφικούς χειρισμούς εκ μέρους ενός πραγματικού μάστορα της γραφής που ξέρει πότε να πατήσει το γκάζι και πότε το φρένο του ρυθμού. Παλιό αλλά όχι ξεπερασμένο για τους λάτρεις της καλής λογοτεχνίας.
«Κάποια μέρα ίσως να ήταν σε θέση να ζει από το “γράψιμο”· άσε που θα ένιωθε απευθευθερωμένος από το βρωμοχρήμα αν γινόταν συγγραφέας, έτσι δεν είναι; Οι τύποι που έβλεπε γύρω του, ιδίως οι ηλικιωμένοι, τον ΄καναν να φτύνει στον κόρφο του. Ιδού τι σημαίνει να λατρεύεις το χρήμα σαν Θεό. Να τακτοποιηθείς να γίνεις επιτυχημένος, να πουλήσεις την ψυχή σου για μια βίλα και μια ασπιδίστρα! Να γίνεις ο τυπικός, κουστουμαρισμένος και με καπέλο, μικρός ρουφιάνος, ένας αστούλης που γυρίζει σπίτι στις έξι και τέταρτο για να φάει κρεατόπιτα και αχλάδι κομπόστα, να ακούσει για κανα μισάωρο το BBC τη συμφωνική ορχήστρα και κατόπιν συνεύρεση, κανονικά και με τον νόμο, αν βέβαια “έχει διάθεση” και εκείνη. Τι ζωή και αυτή! Όχι, δεν είναι ωραίο να ζεις έτσι. Πρέπει να ξεφύγεις από αυτό, να ξεφύγεις από το βρωμοχρήμα».
Δ. Γλ.