«Μια βρώμικη ψυχή δεν ξεβρομίζει με καμιά κολόνια»
«Ο έρωτας -όσο διαρκεί- είναι μια ωραία ζελατίνα. Σαν αυτές που βάζουμε μπροστά στους προβολείς». Σαν σήμερα γεννήθηκε ο μέγας Κώστας Χατζηχρήστος.
«Ο έρωτας -όσο διαρκεί- είναι μια ωραία ζελατίνα. Σαν αυτές που βάζουμε μπροστά στους προβολείς». Σαν σήμερα γεννήθηκε ο μέγας Κώστας Χατζηχρήστος.
Το πώς μπήκα στο θέατρο -άμα σας πω- είναι κάτι το καταπληκτικό. Ήμουνα αντάρτης στη Λάρισα. Δεν πήγα για να πάρω γαλόνια ή να γίνω μέγας και τρανός. Πήγα για την πατρίδα μου και για να φύγουνε οι Γερμανοί από την Ελλάδα… Το ίδιο πράγμα έκανε και ο μεγάλος στρατηγός, ο Σαράφης –αν ξέρετε. Ο άνθρωπος, μόλις φύγανε οι Γερμανοί, είπε: «Παιδιά μου, τώρα θα πάω κι εγώ στο σπίτι μου». Έτσι ακριβώς έκανα κι εγώ…
Στη Λάρισα λοιπόν ήταν ένας θίασος κάποιου Λουκά Μυλωνά και πρωταγωνιστούσε η Σπεράντζα Βρανά. Παίζανε σ’ ένα καφενείο. Εγώ το μόνο ρούχο που είχα να με προστατεύει, ήταν ένα πέτσινο μπουφάν γερμανικό, που μου το ‘χε χαρίσει ένας αξιωματικός της Αντίστασης. Το φόραγα και το ‘χα και κρυψώνα ενός όπλου από αυτά που μας δίνανε οι Εγγλέζοι και ποτέ δεν ήσουν σίγουρος ότι θα πιάσει με την πρώτη… Περνάω, λοιπόν, ένα βράδυ κοντά από το καφενείο, με το μπουφάν και κρυμμένο το όπλο από κάτω και βλέπω μια ομάδα Κομαντατούρηδες, στρατιωτική αστυνομία. Είδα που γυαλίζανε τα γαλόνια που φορούσαν… Μπαίνω κατευθείαν στο καφενείο για να γλιτώσω το μπλόκο… Πέρασα μάλιστα μέσα από τη σκηνή και ρώτησα τους ηθοποιούς αν με θέλουν τίποτε… Τα χάσανε τα παιδιά που με είδαν.
Τους λέω: «Σιγά γιατί είναι η Κομαντατούρ απέξω…». Στη σκηνή εκείνη την ώρα ήταν η Μπέτυ Μοσχονά και η Σπεράντζα Βρανά… Με κρύψανε πίσω από τα σκηνικά και γλίτωσα την έρευνα… Αργότερα, με την Απελευθέρωση, κατέβηκα πάλι στη Λάρισα, κόλλησα στον θίασο κι έγινα κι εγώ ηθοποιός… Κι άρχισα να βλέπω ό,τι όλοι λέγανε: «Α, τον Χατζηχρήστο μη τον φοβάστε, θα πάει μπροστά, θα γίνει μεγάλος». Ένα μπουλούκι ήτανε, αλλά καθαρό και με φιλότιμη ψυχή από κάτω. Πονεμένα θεατρινάκια ήμασταν.
Στα πρώτα βήματα μας, ο Ρίζος κι εγώ μέναμε στο ίδιο δωμάτιο –στο ξενοδοχείο «Μυκήναι». Είχαμε ένα και μοναδικό πουλόβερ και το βράδυ παίζαμε στα ζάρια ποιος απ’ τους δυο μας θα το πλύνει και ποιος θα το φορέσει την άλλη μέρα. Δεν ήταν πουλόβερ του κρύου, ήταν πουλόβερ της ομορφιάς. Δηλαδή ποιος από τους δυο μας θα το βάλει για να κάνει τον ωραίο.
Ήμουν τόσο σίγουρος εγώ, όσο και η γυναίκα μου, ότι το «Χατζηχρήστου» θα γέμιζε… Γι’ αυτό και άφησα τη γυναίκα μου να πουλήσει το σπίτι της, αλλιώς δε θα την άφηνα ποτέ. Το πούλησε για να ξεχρεώσω και να μπω πάλι στο θέατρό μου, να ξαναπαίξω.. Και ενώ με βλέπουν στο δρόμο κι άλλος μου φωνάζει: «Αμ’ πώς!», άλλος «Τίπουτας», άλλος «Τ’ άκοσες, πολί μου;»… ενώ το πρωί μου μιλάνε όλοι, το θέατρό μου δε γεμίζει το βράδυ.
Είχε μπει το ουίσκι πάνω από επιθυμίες άλλες, πάνω από στενοχώριες και λύπες. Το ‘χα ρίξει στο ποτό, ώσπου παράγινε το κακό… Έβλεπα το τέρμα μπροστά μου και δεν ήξερα πώς να πάω ως εκεί. Πήγαινα για σβήσιμο. Το είχα πάρει και απόφαση. Δε μ’ ένοιαζε. Έπεσα στον αλκοολισμό. Ήμουν διαλυμένος. Είχα γίνει θρύψαλα.
Ο έρωτας -όσο διαρκεί- είναι μια ωραία ζελατίνα. Σαν αυτές που βάζουμε μπροστά στους προβολείς. Τις πράσινες, τις κίτρινες, τις κόκκινες, τις μπλε ζελατίνες.
Οι γυναίκες είναι πιο σκληρές, πιο γερές. Αντέχουν πιο πολύ από μας. Παράδειγμα, η γυναίκα μου η Βούλα. Εγώ διαλύομαι που δε βλέπω να μαζεύεται κόσμος στο θέατρό μου. Εκείνη έχει πιο δύναμη από μένα, παρ’ όλο που έχασε το σπίτι της. Μου έλεγε συνέχεια: «Κουράγιο, Κώστα. Όπου να ‘ναι θα βγουν τα εργατικά!». Και είχε δίκιο. Άρχισε να μοιράζει προχτές, την Παρασκευή, η Εργατική Εστία τα εισιτήρια και χτες το βράδυ, Σάββατο, ήρθαν σχεδόν διακόσια εργατικά. Πήραν το εισιτηριάκι τους οι άνθρωποι και την άλλη μέρα ήρθαν… Πιστεύω ότι οι γυναίκες προβλέπουν πιο εύκολα από μας την εξέλιξη μιας κατάστασης.
Μια βρώμικη ψυχή δεν ξεβρομίζει με καμιά κολόνια. Γι’ αυτό μη με ρωτήσεις αν έχω φίλους στο θέατρο, γιατί δεν έχω κανέναν. Το θέατρο -ψυχικά- βρωμάει. Φοβερή παλιανθρωπιά. Εκεί που σ’ αγκαλιάζουν και σε φιλάνε, την ίδια ώρα σου μπήγουν ένα μαχαίρι τόσο. Και είπα: «Κουράστηκα. Φτάνει. Δεν είμαι πια γι’ άλλα μαχαίρια».
Μια φορά, για χάρη του [Κωνσταντίνου Καραμανλή], το ’43, πήγα στο Παγγαίο, στο χωριό του, στην Πρώτη Σερρών -στο παλιό Κιούπκιουι- και του ‘φερα στη Θεσσαλονίκη τα πράγματα του –τα είχαν μπλοκαρισμένα οι Βούλγαροι που κατέλαβαν το χωριό. Του λέω: «Εγώ θα πάω να στα φέρω». Λέει: «Αποκλείεται. Οι Βούλγαροι δεν αστειεύονται!». «Μην το κουβεντιάζεις καθόλου -του λέω- αύριο έχω φύγει κιόλας». Τόλμησα και πήγα στους Βουλγάρους, Έλλην αξιωματικός ντυμένος… Θα μου πείτε αφού είχαν μπει οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι, τι σόι αξιωματικός; Αλλά με ρωτάς αν είχα άλλο κουστούμι να βάλω; Φόραγα τα στρατιωτικά μου και με αυτά πήγα. Λέω μέσα μου: «Ίσως και να ‘ναι μεγαλύτερη η αξία!» Και σε πληροφορώ ότι δεν με πείραξε κανένας…
Ήμουν υπολοχαγός και ο συνταγματάρχης ο Βούλγαρος με χαιρέτησε στρατιωτικά… Και κουβάλησαν τα πράγματα οι Βούλγαροι φαντάροι, τα βάλανε μέσα στα βαγόνια… Μόνο που αργήσανε να φτάσουν στη Θεσσαλονίκη κι εγώ περίμενα κάθε μέρα στο σταθμό. Είχα χάσει πέντε οκάδες, είχα γίνει μια τσίτα από τη στενοχώρια μου. Φοβόμουν ότι χαθήκανε τα πράματα κι ότι με κορόιδεψε ο συνταγματάρχης ο Βούλγαρος και τα ‘στειλε στη Βουλγαρία. Κι ένα πρωί που ειδοποιήθηκα ότι τα πράγματα ήρθανε, τρέχω στον Καραμανλή και του το λέω. Το θεώρησε κάτι πολύ μεγάλο. Ακόμα το θυμάται. Λέει ότι πέταγα από τη χαρά μου… Κι εγώ θυμάμαι που ήταν επόπτης σε ένα συσσίτιο… Κανόνιζε πώς θα μοιράζεται στους φτωχούς η μπομπότα που πρόσφερε ένας σύνδεσμος πλουσίων… Πήγαινα κι εγώ, και μου ‘δινε ένα κομματάκι παραπάνω.
Μια αδυναμία του εαυτού μου, είναι που δεν έχω εμπορικό κουράγιο εγώ. Δεν είμαι καθόλου έμπορας και δεν ξέρω να πουλήσω τον εαυτό μου. Ξέρετε γιατί; Ήμουνα τόσα πολλά χρόνια εγώ το αφεντικό… Είχα βέβαια τον αδελφό μου στη δουλειά, αλλά όταν έκλεινε έναν ηθοποιό και άκουγα τα λεφτά που του έδινε και καταλάβαινα ότι με αυτά δε θα μπορέσει να ζήσει, του ‘κανα αύξηση χωρίς να το ξέρει… Κι ενώ περίμενε ο ηθοποιός το βράδυ να πάρει διακόσες δραχμές -ας πούμε- του έδινα τριακόσιες. Από τα παιδικά μου χρόνια έτσι ήμουνα. Έμοιασα του πατέρα μου, χίλια τα εκατό.