«Ίσαμε που υπάρχω εγώ, θα υπάρχει και το γνήσιο λαϊκό τραγούδι»

«Δεν έχει σημασία, παιδί μου, αν είσαι δεξιός ή αριστερός. Αρκεί να είσαι καλός άνθρωπος». Μια μέρα σαν κι αυτή γεννήθηκε ο Μάρκος Βαμβακάρης.

«Ίσαμε που υπάρχω εγώ, θα υπάρχει και το γνήσιο λαϊκό τραγούδι»

Γεννήθηκα στην Άνω Χώρα της Σύρας και από μικρό παιδί γνώρισα την βιοπάλη. Δεκάδες οι δουλειές που έκανα. Τις λέω και σ’ ένα τραγούδι μου, που αρχίζει έτσι:

Όλες τις τέχνες πούκαμα
Ακούστε που τις λέγω
Τις γράφω και σα θυμηθώ
μούρχεται για να κλαίγω

Στο νησί δούλεψα σε κλωστήριο, έγινα μπακαλόγατος, εφημεριδοπώλης, λούστρος, κοράκι σε κηδείες, μανάβης και λαχειοπώλης. Το 1917 ήρθα στον Πειραιά κι έγινα χαμάλης στο λιμάνι. Εγώ και κάτι Μυκονιάτες και Αούτηδες φοράγαμε χαμαλήκα στην πλάτη και φορτωνόμαστε πάνω από 140 οκάδες (σ.σ. 179 κιλά) ο καθένας. Λυγίζανε τα πόδια μου από το βάρος και σαν τελείωνε η δουλειά αποτραβιόμουν πίσω από τα τσουβάλια με τη ζάχαρη κι έκλαιγα.

Μετά απ’ αυτή τη δουλειά έγινα μανάβης στην αγορά του Πειραιά και ξανά πάλι ρίχητκα στο χαμαλήκι. Δεν μ’ έφτανε η κούραση, είχα παντρευτή τότε μια γυναίκα που ήταν “τζούρας μαχαλάς κι αέρας πελεκούδια”, που σημαίνει ο Θεός να σε φυλάη!» Δούλεψα για δέκα χρόνια στα σφαγεία του Πειραιά, αλλά τους τα βρόντησα χάμω, όταν μ’ ανάγκασαν να σφάξω μια γελάδα που τη λάτρευα. Ήλθα στα σφαγεία της Αθήνας, όπου δούλεψα δεκαπέντε χρόνια. Ήμουν άριστος σφάχτης και γδάρτης.

Από μικρός έγραφα ποιήματα και παρακολουθούσα τον πατέρα μου που έπαιζε μπουζούκι αλλά δεν με μάθαινε. Στον στρατό έμαθα μόνος μου μπαγλαμά κι ύστερα μπουζούκι. Άρχισα να γράφω τραγούδια, που τα προώριζα για να τα τραγουδήσουν άλλοι. Το 1934 πήγα για πρώτη φορά τα τραγούδια μου στην “Kολούμπια”.

Τους άρεσαν και μ’ έπεισαν να τα τραγουδήσω. Το πρώτο τραγούδι μου σε δίσκο ήταν το «Έπρεπε ναρχόσουνα, βρε μάγκα, στον ντεκέ μου». Tότε έφτιαξα την πρώτη μπουζουξίδικη ορχήστρα που γνώρισε η Ελλάδα και παίζαμε σε μια παράγκα στην Ανάσταση του Πειραιώς. Άνοιξα μετά ένα δικό μου μπαρ στην Κοκκινιά, όπου γινόταν κοσμοσυρροή κάθε βράδυ, κι ύστερα μέχρι πριν ενάμιση χρόνο, που πήρα σύνταξη από το ΙΚΑ, έπαιξα σε πολλά κέντρα.

Ίσαμε που υπάρχω εγώ, θα υπάρχει και το γνήσιο λαϊκό τραγούδι. Όταν θα πεθάνω, θα χαθεί, γιατί θα το ξανανοθεύσουν, όπως κάνανε πριν μερικά χρόνια, που το γεμίσανε αμανέδες και ινδικούς σκοπούς.

Εγώ δεν αναγνωρίζω σαν συνθέτη εκείνον που δεν γράφει και τους στίχους, ώστε να βγη η μελωδία μέσα από την συγκίνηση της ιστορίας. Όσο για τους τραγουδιστές, άλλοι μιμούνται τους παλιούς κι επιτυχημένους λαϊκούς ερμηνευτές κι άλλοι δεν έχουν διόλου έκφραση. Από τις σύγχρονες βεντέτες του λαϊκού τραγουδιού, παραδέχομαι την Πόλυ Πάνου, την Καίτη Γκρέη και την Ρίτα Σακελλαρίου. Από τους άνδρες, θαυμάσιοι είναι ο Καζαντζίδης κι ο Περπινιάδης, ενώ από τους συνθέτες αναγνωρίζω τον Μητσάκη.

Δεν έχει σημασία, παιδί μου, αν είσαι δεξιός ή αριστερός. Αρκεί να είσαι καλός άνθρωπος.

Σαράντα ολόκληρα χρόνια πέρασαν από τότε που τραγούδησα για πρώτη φορά με το γλυκό μπουζούκι μου μπροστά σε χωνί φωνογράφου. Το θυμάμαι καλά. Ήταν ο φωνόγραφος της Odeon. Και ήρθαν όμορφες εποχές και ήρθαν άσχημες, που ο Μάρκος μπήκε παραπονούμενος στο περιθώριο. Εγώ όμως όλο κι έφτιαχνα στιχάκια και μουσικές. Έλεγα: Κάλια Μάρκο να σβήσεις όρθιος, ζωντανός μ’ ένα τραγούδι στο στόμα. Σήμερα μετά από σαράντα χρόνια με φώναξαν να τους δώσω τα τραγούδια μου τα ωραιότερα. Κι εγώ άκουσα το κάλεσμά τους. Ήταν σαν βάλσαμο στην πικραμένη και πονεμένη ψυχή του Μάρκου.

Αποσπάσματα από συνέντευξή του στον Ταχυδρόμο (Φεβρουάριος 1972) και από την ηχογραφημένη με την φωνή του εισαγωγή του δίσκου «40 χρόνια Μάρκος Βαμβακάρης» (1967).

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v