«Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον, είμαστε κιόλας νεκροί»
«Γιατί απλά κάποιοι άνθρωποι είναι τόσο πολύ ξεχωριστοί, που αξίζει να ζεις, μόνο και μόνο για να τους συναντήσεις, κάποτε». Ο Τάσος Λειβαδίτης μέσα από τους στίχους του.
«Γιατί απλά κάποιοι άνθρωποι είναι τόσο πολύ ξεχωριστοί, που αξίζει να ζεις, μόνο και μόνο για να τους συναντήσεις, κάποτε». Ο Τάσος Λειβαδίτης μέσα από τους στίχους του.
Εμείς σερνόμαστε συντριμμένοι απ’ το μεγαλείο όλων αυτών που δεν πράξαμε.
Κι όταν πεθάνω και δεν θa ‘μαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας, τα βιβλία μου, στέρεα και απλά, θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια, ανάμεσα στο ψωμί και τα εργαλεία του λαού.
Όσοι δοκίμασαν να μας αναζητήσουν χάθηκαν στον δρόμο. Κι εκείνοι που τελικά μας ανακάλυψαν, βρήκαν ένα απλό όνομα γραμμένο στον τοίχο.
Γιατί δεν είναι άλλος δρόμος, άλλο χέρι, άλλο όνομα, άλλη σημασία, άλλη καρδιά, άλλο άστρο, άλλη δικαιοσύνη – απ’ τη ζωή.
Γιατί απλά κάποιοι άνθρωποι είναι τόσο πολύ ξεχωριστοί, που αξίζει να ζεις, μόνο και μόνο για να τους συναντήσεις, κάποτε.
Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων.
Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον, είμαστε κιόλας νεκροί.
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα, και τότε, όλα τα βράδια κι όλα τα άστρα κι όλα τα τραγούδια, θα ‘ναι δικά μας.
Κι έπρεπε σαν έναν άλλο, πιο μεγάλο ουρανό, ν’ αντέξουμε την καθημερινή μας ιστορία.
Ω ποίηση εσύ ελάχιστε, θνητέ σπόρε του αιώνιου χρόνου.
Είχαν αλλάξει οι καιροί, τώρα δε σκότωναν, σ' έδειχναν μόνο με το δάχτυλο, κι αυτό αρκούσε. Ύστερα, κάνοντας έναν κύκλο που όλο στένευε, σε πλησιάζανε σιγά σιγά, εσύ υποχωρούσες, στριμωχνόσουνα στον τοίχο, ώσπου, απελπισμένος, άνοιγες μόνος σου μια τρύπα να χωθείς.
Ώ απέραντη νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε, κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας.
Κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά απ’ αυτό το πάθος για κάτι πιο μακρινό.
Kάναμε χιλιόμετρα για ανθρώπους που δεν έκαναν ούτε βήμα για ‘μας.
“Αύριο”, λες, και μέσα σ’ αυτήν τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ.
Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο για να κοιμάμαι, τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.
Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον. Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.
Οι εραστές δε βλέπουν, μόνο αγγίζονται, μα οι ρόγες των δακτύλων τους είναι τα ίδια τα πελώρια, τα πάντα έκπληκτα, μάτια του Θεού.
Γι’ αυτό σου λέω, πρέπει να βρεις έναν άλλο τρόπο να ξεχωρίζεις τους ανθρώπους, όχι να περιμένεις την πράξη –είναι τότε αργά.
Το ρόλο μας τον διαλέξαμε οι ίδιοι εμείς –την πρώτη μέρα που διστάσαμε να πάρουμε μια απόφαση ή που σταθήκαμε εύκολοι σε μιαν αναβολή. Όλα όσα αρνηθήκαμε –αυτό είναι το πεπρωμένο μας.
Και κάθε βράδυ κοιμάσαι μ’ έναν θησαυρό: αυτήν την πολυσήμαντη αυριανή σου μέρα.