«Μιλάω για έναν έρωτα που δεν είναι ιδιοκτησιακό καθεστώς»
«Εμένα πάντοτε με συγκινούσε η εμμονή στον έρωτα. Κάτι που κρατάει μέσα στο χρόνο και δε διαλύεται, δηλαδή το μη αποκλειστικό». Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος με δικά του λόγια.
«Εμένα πάντοτε με συγκινούσε η εμμονή στον έρωτα. Κάτι που κρατάει μέσα στο χρόνο και δε διαλύεται, δηλαδή το μη αποκλειστικό». Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος με δικά του λόγια.
Εμένα πάντοτε με συγκινούσε η εμμονή στον έρωτα. Κάτι που κρατάει μέσα στο χρόνο και δε διαλύεται, δηλαδή το μη αποκλειστικό. Δείχνοντας μια σχέση μεταξύ μιας γυναίκας και δύο αντρών, μιλάω για έναν έρωτα που δεν είναι ιδιοκτησιακό καθεστώς.
Αν ρωτήσεις τον σκηνοθέτη Νίκο Παναγιωτόπουλο που ζούσαμε στο ίδιο δωμάτιο στο Παρίσι, θα σου πει πώς αλλάζαμε γυναίκες κάθε δυο μέρες. Δεν έχει καμιά σημασία αυτό, υπάρχουν μποέμ περίοδοι στη ζωή όλων. Το σημαντικό είναι να βλέπεις πόση μπορεί να είναι η ένταση και πόση η διάρκεια σε έναν έρωτα. Όσο κι αν καμιά φορά, το μη αποκλειστικό που ενδεχομένως να σε τσιμπάει, αποδεικνύεται και πόσο μεγάλο είναι.
Ορισμένα πράγματα απαιτούν συλλογική παρά ατομική παρέμβαση. Ένας άνθρωπος της τέχνης δεν έχει καμία εξουσία, απλά λέει τη γνώμη του. Μια ομάδα ανθρώπων όμως που βγαίνει μπροστά και λέει ή ζητάει κάτι, ίσως να δύναται να κινητοποιήσει ένα μηχανισμό, να προβληματίσει την εξουσία, είτε την πολιτική, είτε τη θρησκευτική.
Δεκέμβρη του '44, ξέσπασε o Εμφύλιος. H οικογένειά μου, χωρισμένη στα δυο: άλλοι με τους αριστερούς, κι άλλοι, όπως o πατέρας μου, παλιοί φιλελεύθεροι, με την παλιά Τάξη πραγμάτων. H Μάχη της Αθήνας: 33 μέρες. Μια μάχη που εξελίχθηκε σε σφαγή. O πατέρας μου προσπάθησε να κρατήσει μια στάση ουδετερότητας σχεδόν κριτική απέναντι και στους δύο, μάταια. Συνελήφθη από «αριστερούς» επαναστάτες, με τον εξάδελφό μου επικεφαλής, μεταφέρθηκε έξω από την πόλη, για εκτέλεση. Ψάχναμε μέρες με τη μάνα μου να βρούμε το πτώμα του ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα, σκόρπια πια σε λασπωμένα χωράφια και εγκαταλελειμμένες οικοδομές. Έχω ακόμα το τρέμουλο του χεριού της στο χέρι μου. Με την ήττα και την υποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού, του στρατού των επαναστατών, προς τη βόρεια Ελλάδα, μάθαμε ότι τον είχαν πάρει μαζί τους όμηρο, όπως και εκατοντάδες άλλους.
Γύρισε αργότερα, ελευθερωμένος από εγγλέζικα τανκς. Έπαιζα στο δρόμο μπροστά στο σπίτι μας, όταν τον είδα να 'ρχεται από μακριά. Αντί για παπούτσια, είχε στα πόδια πανιά, δεμένα με σπάγκους. Έτρεξα και φώναξα τη μητέρα μου. Βγήκε αλαφιασμένη. Θυμάμαι τον τρόπο που έτρεξαν o ένας προς τον άλλον... τη συνάντησή τους σ' εκείνο τον έρημο δρόμο. Μπήκαμε στο σπίτι, και ήταν τόση η συγκίνηση, που κανένας δε μιλούσε. Δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε — κοιτάζαμε τον πατέρα... κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον. Σωπαίναμε. Ούτε αυτός μπορούσε να πει τίποτα. Το φαγητό ήταν μια σούπα, κι αυτή η σούπα κράτησε μια αιωνιότητα. Ήμουν 9 χρονών. Η επιστροφή του πατέρα, το αγκάλιασμα κι εκείνη η σούπα πουμέτραγε τη συγκίνηση, διαστέλλοντας το χρόνο, έγινε αργότερα η πρώτη σκηνή της «Αναπαράστασης», της πρώτης μου ταινίας.
Ήταν το '46 ή το '47 - δε θυμάμαι. Τότε που πήγαινε πολύς κόσμος στον κινηματογράφο, κι εμείς - «πιτσιρίκια» τρυπώναμε ανάμεσα στο συνωστισμό των μεγάλων που κόβανε εισιτήρια, για να χαθούμε στο μαγικό σκοτάδι του εξώστη. Είδα πολλές ταινίες τότε, αλλά η πρώτη ήταν όντως το "Άγγελοι με Λερωμένα Πρόσωπα". Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία όπου ο Τζέιμς Κάγκνεϊ οδηγείται από δύο φύλακες στην ηλεκτρική καρέκλα. Καθώς προχωρούν, οι σκιές τους μεγαλώνουν στον τοίχο, μεγαλώνουν... Ξαφνικά, μια κραυγή: "Δεν θέλω να πεθάνω!". Αυτός o σκληρός γκάνγκστερ έχει σπάσει. Κλαίει: "Δεν θέλω να πεθάνω!". Αυτή η κραυγή, για καιρό μετά στοίχειωνε τις νύχτες μου, ξυπνούσα ιδρωμένος. O κινηματογράφος μπήκε στη ζωή μου με μια σκιά που μεγαλώνει σ' έναν τοίχο, και μια κραυγή.
Ήμασταν μια παρέα, η παρέα του Παρισιού, ο Λάμπρος Λιαρόπουλος, ο Σταύρος Κωνστανταράκος, η Τώνια Μαρκετάκη, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, όλοι άφραγκοι. Αλλά υπήρξε μια πολύ χαρούμενη περίοδος της ζωής μας. Νομίζω ότι ήταν χαρούμενο και το Παρίσι τότε. Αισθανόσουν ότι από τη μία μέρα στην άλλη θα γινόταν επανάσταση στον κόσμο. Δεν ξέρω, πάντως κάτι περιμέναμε. Είναι αυτό που έλεγε κάποτε ο Σεφέρης, ότι περνώντας από το ένα καφενείο στο άλλο, μπορούσες να γίνεις υπουργός. Ή τουλάχιστον νόμιζες ότι μπορείς να γίνεις.
Σε κάθε καιρό υπάρχουν κατηγορίες σινεφίλ: αυτός που γυρεύει το όσο το δυνατόν πιο σπάνιο, αυτός που είναι κάπως λιγότερο απαιτητικός κι έχουμε και τον συλλέκτη των αμερικανικών εμπορικών ταινιών – σινεφίλ είναι κι ο τελευταίος, αλλά διαφορετικού τύπου. Αυτός της πρώτης κατηγορίας είναι ο σωστότερος σινεφίλ.
Αποσπάσματα από συνεντεύξεις στον Αντώνη Μποσκοΐτη, τον Θανάση Θ. Νιάρχο και τους υπεύθυνους της εταιρίας Merchant – Ivory