Καρλ Μπαρκς: Ο παραμυθάς που αγαπούσε τις πάπιες

Ο κορυφαίος δημιουργός του Ντίσνεϋ μέχρι σήμερα, θρύλος πλέον στην ιστορία των κόμικς, είναι ο άνθρωπος που δημιούργησε, μεταξύ άλλων, τον Ντόναλντ, τον Σκρουτζ και τον φανταστικό κόσμο της Λιμνούπολης. Όμως, ποιος ήταν ο Καρλ Μπάρκς;
Καρλ Μπαρκς: Ο παραμυθάς που αγαπούσε τις πάπιες
του Γιώργου Φλώκα

Τα κόμικς του Μπάρκς είναι μοναδικά γιατί, όπως ο Γκοσινί με τον Αστερίξ του, άγγιξαν ένα κοινό πολύ ευρύτερο από τα παιδιά. Ουσιαστικά, χρησιμοποίησε την ελευθερία του ως καλλιτέχνης κάνοντας τους διαλόγους να υπερβαίνουν κατά πολύ το απλό «ντύσιμο» του σκίτσου, σε αντίθεση με τα παραδοσιακά παιδικά αναγνώσματα, όπου η πλοκή μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο από τα σκίτσα. Το αφηγηματικό ταλέντο του Μπαρκς μπορεί να διαπιστωθεί τόσο στην ποιότητα των ιστοριών του, όσο και στους πάμπολλους χαρακτήρες που σκιαγράφησε, γύρω από τους οποίους έπλεξε τις ιστορίες των παπιών.

Γύρω από τον Σκρουτζ, τον Ντόναλντ και τα τρία ανιψάκια (βασικοί ήρωες) περιφέρονται όσοι επιβουλεύονται τα λεφτά του Σκρουτζ (Μουργόλυκοι, ο ανταγωνιστικός Ρόμπαξ και η μάγισσα Μάτζικα), οι «αγαπητικές» Νταίζη και Τζένη, η Γιαγιά Ντακ, ο Κύρος, ο Φέθρυ, ο τυχεράκιας εξάδελφος Γκαστόνε και πολλοί άλλοι… Ξεχωριστή μνεία χρειάζεται ο γείτονας του Ντόναλντ, Τζόουνς, ο ανταγωνισμός των οποίων έχει αποτελέσει λαβή για πάμπολλες κωμικές καταστάσεις.

Τον πιο διάσημο χαρακτήρα του, τον δημιούργησε το 1947. Η ιστορία «Χριστούγεννα στο βουνό της αρκούδας» αναφέρεται σε έναν εκκεντρικό γκρινιάρη γέρο που λέει στον εαυτό του «Είμαι διαφορετικός. Όλοι με μισούν και τα αισθήματα είναι αμοιβαία». Έχει επτά κυβικά χιλιόμετρα με κέρματα -τα οποία προτιμά από τα χαρτονομίσματα, καθώς αρέσκεται να κάνει βουτιές στο χρυσάφι του, να σκάβει λαγούμια σαν τυφλοπόντικας κ.ο.κ. Ο Σκρουτζ δημιούργησε την τεράστια περιουσία του στον πυρετό του χρυσού στο Κλοντάικ της Αλάσκα και την γιγάντωσε με το τεράστιο ταλέντο του στις μπίζνες και με την απαράμιλλη τσιγκουνιά του. Όπως λέει και ο ίδιος, "ήμουν πιο δυνατός από τους δυνατούς, πιο σκληρός από τους σκληρούς"…

Ποιος ήταν ο Καρλ Μπαρκς
Ο Μπαρκς περιγράφει τα παιδικά του χρόνια μάλλον μοναχικά. Οι γονείς του είχαν μια φάρμα στο Μέριλ του Όρεγκον και η αγροτική ζωή αλλά και οι αποστάσεις (η φάρμα εκτεινόταν 2,5 τ.χλμ.) δεν του επέτρεπαν πολλές κοινωνικές επαφές. Είχε ωστόσο την ευκαιρία να συναναστραφεί με αυθεντικούς καουμπόυς με παράξενο χιούμορ και παρατσούκλια. Στην ηλικία των 12 (1916), αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο, τόσο λόγω των προβλημάτων με την ακοή του (αργότερα φόρεσε ακουστικά βαρηκοϊας) όσο και λόγω του ότι το κοντινότερο γυμνάσιο απείχε 8 χιλιόμετρα από το σπίτι του.

Από τα πρώτα χρόνια του, ο Μπαρκς σχεδίαζε όπου έβρισκε, προσπαθώντας ενίοτε να βελτιώσει το ύφος του αντιγράφοντας τα σχέδια δημιουργών στις εφημερίδες της εποχής. Στα 16 του, όντας ήδη αυτοδίδακτος σχεδιαστής, αποπειράθηκε να ξεκινήσει μαθήματα δι’ αλληλογραφίας. Όμως, σύντομα εγκατέλειψε την προσπάθεια, αν και ο ίδιος είχε παραδεχτεί ότι τα τέσσερα μαθήματα που έκανε έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στο στιλ του.

Η μικρή επιτυχία του σε επαγγέλματα όπως του αγρότη, του ξυλοκόπου, του καουμπόυ, του σερβιτόρου, του ταχυδρόμου και του ζωγράφου, του έμαθε πόσο εκκεντρικά, πεισματάρικα και απρόβλεπτα είναι τα ζώα, οι άνθρωποι και οι μηχανές και εμπνεύστηκε για τις περιπέτειες στις οποίες μπλέκει συνήθως ο Ντόναλντ.

Το 1918 έφυγε από το πατρικό του και αναζήτησε δουλειά στο Σαν Φρανσίσκο. Εκεί γνώρισε και την πρώτη του γυναίκα, την Περλ Τέρνερ, με την οποία πρόλαβε και έκανε δυο παιδιά, προτού χωρίσει μετά από μια οκταετία έγγαμου βίου. Βρήκε δουλειά ως σκιτσογράφος και αμειβόταν με 90 δολάρια το μήνα, καλά λεφτά για την εποχή. Το 1935 αποφάσισε να απευθυνθεί στη Walt Disney, η οποία ζητούσε σκιτσογράφους για τα στούντιο. Έγινε δεκτός αρχικά σαν δόκιμος σκιτσογράφος.

Οι ιδέες του στη σύνθεση των ιστοριών τον οδήγησαν γρήγορα στο τμήμα σεναρίων ενώ όταν ο Ντόναλντ έγινε σταδιακά πρωταγωνιστής σε δικά του κόμικς, διασπαζόμενος από τον Μίκι και τον Γκούφυ, ο Μπάρκς αποτέλεσε έναν εκ των πρωτεργατών του νέου τμήματος. Από τα στούντιο του Ντίσνευ παραιτήθηκε το 1942, λόγω προβλημάτων υγείας από το air condition του στούντιο.

Ωστόσο, συνέχισε να γράφει ιστορίες για τα παπιά του, για άλλες εκδοτικές εταιρίες υπό την ομπρέλα της Ντίσνεϋ. Καθώς δεν είχε ταξιδέψει ποτέ, ο Μπαρκς αντλούσε υλικό για τις περιπέτειές του από το αγαπημένο του περιοδικό, το National Geographic. Η ποιότητα της δουλειάς του τον έκανε σύντομα γνωστό στο ευρύ κοινό, ξεφεύγοντας από την ανωνυμία των δημιουργών της Ντίσνεϋ. Οι φανατικοί του, μάλιστα, του έδωσαν, μεταξύ άλλων, το ψευδώνυμο Παπιάνθρωπος.

Σε ένα συνέδριο κόμικς στη Βοστόνη το 1976, είχε μοιραστεί με το κοινό κάποια ακόμη από τα μυστικά του απαράμιλλου στιλ του. «Προσπαθώ, σε κάθε τέλος σελίδας να υπάρχει μια στιγμή σασπένς, ώστε ο αναγνώστης να είναι περίεργος για την επόμενη σελίδα". Όταν ο Μπαρκς έγραφε μια ιστορία, ξεκινούσε πάντα από το τέλος. Σχημάτιζε μια κατάσταση με τους φτερωτούς του πρωταγωνιστές και μετά αποφάσιζε πώς έφτασαν σε αυτό το σημείο.
Σύμφωνα με τον ίδιο, έμπνευση για τα σενάριά του αποτέλεσαν οι πάμπολλες «δουλειές του ποδαριού» που είχε κάνει και ο ίδιος.

Όπως έλεγε η γυναίκα του, πολλές φορές οι λύσεις για τα προβλήματα στην πλοκή των σεναρίων, του «κατέβαιναν» τις ώρες που κοιμόταν. Έτσι, άρχισε να κουβαλά πάντα μαζί του χαρτί και πενάκι. Ο δεύτερος γάμος του, με την Κλάρα Μπάλκεν άντεξε 15 χρόνια, ωστόσο, ο Μπάρκς πήρε δεύτερο διαζύγιο, μην αντέχοντας την αδυναμία της στο αλκοόλ.

Στον τρίτο γάμο του, με τη ζωγράφο Μάργκαρετ Γουίλιαμς (με το καλλιτεχνικό Γκαρέ) ήταν πιο τυχερός, καθώς εκτός από σύντροφο βρήκε και βοηθό στα σχέδιά του. Τελικώς, ο Παπιάνθρωπος έφυγε από λευχαιμία λίγο πριν κλείσει έναν αιώνα ζωής, επτά χρόνια μετά το θάνατο της γυναίκας του, αφήνοντας πίσω του κολοσσιαίο έργο που φαίνεται ότι θα διασκεδάζει πολλές γενιές ακόμη.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v