των Παρασκευά Παπαχρήστου και Αβραάμ Κάζη (*)
Πηγή: medNutrition.gr
Το τσάι είναι ένα φυτό (Camelia Sinensis) που προέρχεται από την Ασία. Όλα τα είδη του τσαγιού που μας είναι γνωστά σήμερα, δημιουργήθηκαν τον καιρό της δυναστείας των Ming (1368-1644 μ.Χ.). Περίπου 3 εκατομμύρια κιλά τσάι παράγονται και καταναλώνονται το χρόνο.
Η επεξεργασία των φύλλων (αποξήρανση-ζύμωση) είναι αυτή που χαρακτηρίζει το τσάι σε πράσινο ή μαύρο και όχι το φυτό απ΄ το οποίο έχουν συλλεχτεί τα φύλλα, όπως πιστεύεται συχνά. Η παρασκευή του τσαγιού ξεκινά από τα φύλλα του, τα οποία πλένονται, κόβονται και αναμιγνύονται. Στη συνέχεια, εκχυλίζονται στους 60-100 βαθμούς κελσίου για 10 λεπτά και ακολουθεί απόσταξη των αρωματικών του υλών. Αυτές στη συνέχεια συμπυκνώνονται, ψύχονται, διηθούνται, ενώ ακολουθεί απομάκρυνση του συμπλόκου ταννίνης-καφεΐνης. Το υπόλειμμα στεγνώνεται και συσκευάζεται.
Όπως τα φρούτα και τα λαχανικά, έτσι και το τσάι αποτελεί μια σημαντική πηγή αντιοξειδωτικών και ιδιαίτερα των φλαβονοειδών. Επιστημονικές μελέτες έδειξαν ότι τα αντιοξειδωτικά του τσαγιού είναι 4 φορές πιο δραστικά από την βιταμίνη C (αντιοξειδωτικό αναφοράς) και απορροφώνται εύκολα από το γαστρεντερικό σωλήνα.
Τα φλαβονοειδή του τσαγιού παρεμποδίζουν εν μέρει την απορρόφηση του σιδήρου από φυτικές τροφές (φρούτα και λαχανικά), αλλά όχι από τις ζωικές. Επίσης δεν έχει αναφερθεί πρόκληση σιδηροπενικής αναιμίας από το τσάι σε άτομα που διατρέφονται με μεσογειακού τύπου δίαιτα. Εξάλλου, η πρόσληψη τροφών πλούσιων σε βιταμίνη C, μπορεί να αναστέλλει αυτή τη δράση των φλαβονοειδών.
Μεγάλες πληθυσμιακές μελέτες δείχνουν την ύπαρξη συσχέτισης ανάμεσα στην κατανάλωση τσαγιού και τη μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακών νόσων. Μια πρόσφατη έρευνα, που ονομάστηκε ”Zutphen Elderly Study”, σε 805 ενήλικες Ολλανδούς, έδειξε ότι τα άτομα που κατανάλωναν υψηλές συγκεντρώσεις φλαβονοειδών στη δίαιτά τους είχαν 60% λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν στεφανιαία νόσο, σε σχέση με αυτά που κατανάλωναν μικρές συγκεντρώσεις αντίστοιχα.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, τα φλαβονοειδή είναι κύρια συστατικά του τσαγιού. Πρόσφατες έρευνες σε πειραματόζωα και ανθρώπους, έδειξαν ότι το μαύρο ή το πράσινο τσάι (σε λογικές ποσότητες), μειώνουν τα επίπεδα ολικής χοληστερόλης στο αίμα και έχουν προστατευτικό ρόλο στην οξείδωση της LDL χοληστερόλης, δύο παράγοντες που σχετίζονται άμεσα με καρδιαγγειακές νόσους.
Επίσης, έχει βρεθεί ότι τα προστατευτικά αποτελέσματα του τσαγιού μπορεί να οφείλονται και σε αντιθρομβωτικούς μηχανισμούς. Η διερεύνηση των μηχανισμών αυτών δράσεως αποτελούν τρέχοντες στόχους διαφόρων ερευνητικών ομάδων. Τέλος, λίγες είναι οι μελέτες που υποστηρίζουν ότι η καθημερινή κατανάλώση τσαγιού μειώνει την αρτηριακή πίεση.
Την τελευταία δεκαετία έχουν γίνει πολυάριθμες εργαστηριακές μελέτες σε πειραματόζωα, όσον αφορά τη σχέση τσαγιού και διαφόρων μορφών καρκίνου. Οι περισσότερες από αυτές απέδειξαν ότι τα πολυφαινολικά αντιοξειδωτικά του τσαγιού μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του δέρματος, μαστού, πνευμόνων, εντέρου, στομάχου, ήπατος, οισοφάγου, παγκρέατος και προστάτη.
Αρκετές επιδημιολογικές μελέτες έχουν διεξαχθεί σε όλο τον κόσμο, σε διάφορους πληθυσμούς, με σκοπό τη διερεύνηση της επίδρασης του τσαγιού στην εμφάνιση διαφόρων μορφών καρκίνου στον άνθρωπο. Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών είναι αντικρουόμενα.
Συνήθως, σε αυτές που χρησιμοποιείται το πράσινο τσάι τα αποτελέσματα είναι θετικότερα (υπάρχει αντικαρκινική δράση) σε σχέση με αυτές που χρησιμοποιείται το μαύρο. Αυτό συμβαίνει διότι το πράσινο περιέχει πολύ περισσότερο epigallocatechin gallate ή EGCG (κύριο φαινολικό συστατικό τσαγιού) στο οποίο οφείλονται οι περισσότερες αντικαρκινικές του τσαγιού.
Μία επιδημιολογική έρευνα σε 35.000 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, έδειξε ότι το ποσοστό καρκίνου του πεπτικού και του ουροποιητικού συστήματος είναι χαμηλότερο κατά 40% έως 70% σε γυναίκες που πίνουν περισσότερο από 2 φλιτζάνια πράσινο τσάι την ημέρα, συγκρινόμενες με εκείνες που δεν πίνουν ποτέ ή που καταναλώνουν πολύ σπάνια αυτό το αφέψημα.
Εν τούτοις, πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα περισσότερα προληπτικά αποτελέσματα του τσαγιού στην εμφάνιση καρκίνου έχουν μελετηθεί μέχρι σήμερα είτε στο εργαστήριο σε πειραματόζωα, είτε σε επιδημιολογικές μελέτες σε πληθυσμούς. Περαιτέρω επιδημιολογικές μελέτες σε επιλεγμένες ομάδες πληθυσμού, αλλά και κλινικές μελέτες σε ασθενείς με καρκίνο είναι απαραίτητες για τη διερεύνηση της πιθανής αντικαρκινικής δράσης του τσαγιού στον άνθρωπο.
Διάφοροι μηχανισμοί έχουν προταθεί όσον αφορά την ανασταλτική δράση του τσαγιού στην καρκινογένεση. Ο πιο συχνά αναφερόμενος μηχανισμός είναι η αντιοξειδωτική του δράση μέσω παγίδευσης ελευθέρων ριζών, αλλά και άλλοι μηχανισμοί είναι εξίσου σημαντικοί.
Ενδέχεται οι κατεχίνες του τσαγιού είτε να προκαλούν το θάνατο στα καρκινικά κύτταρα χωρίς να καταστρέφουν τους υγιείς ιστούς, μέσω του μηχανισμού της απόπτωσης (προγραμματισμένος κυτταρικός θάνατος), είτε να εμποδίζουν την εξέλιξη του όγκου αναστέλλοντας κάποια ένζυμα ”κλειδιά” γι’ αυτή την εξέλιξη, είτε να αναστέλλουν ορισμένες πρωτεΐνες, σχετιζόμενες με τον καρκίνο, οι οποίες ρυθμίζουν την αντιγραφή και μεταγραφή του DNA, είτε να παγιδεύουν ενεργοποιημένους μεταβολίτες καρκινογόνων ουσιών, είτε να αποτρέπουν τον σχηματισμό καρκινικών όγκων μέσω καταστολής εξωτερικών καρκινικών σημάτων.
Το πράσινο τσάι ενδέχεται να προστατεύει από τη νόσο του Parkinson και άλλες νευροεκφυλιστικές ασθένειες, διότι οι πολυφαινόλες του εμποδίζουν τον τραυματισμό των νευρικών κυττάρων από νευροτοξίνες και δεσμεύουν τις ελεύθερες ρίζες στις, οποίες οφείλονται οι παραπάνω ασθένειες.
Άλλες μελέτες σε πειραματόζωα έδειξαν ότι το πράσινο και μαύρο τσάι ενισχύουν τη δράση της ινσουλίνης. Η αντιδιαβητική δράση του τσαγιού οφείλεται στο φαινολικό συστατικό του EGCG, το οποίο αυξάνει την ευαισθησία των ιστών στην ινσουλίνη και αναστέλλει τη δράση του ενζύμου α-αμυλάση (διασπά υδατάνθρακες).
Επιπρόσθετα, συστατικά του τσαγιού συμμετέχουν στην πρόληψη του πολλαπλασιασμού των βακτηριδίων, που ευθύνονται για την τερηδόνα. Επίσης το τσάι είναι πηγή φθορίου, ιδιαίτερα χρήσιμο σε χώρες που το νερό περιέχει λίγο φθόριο. Παράλληλα, μελέτες έχουν συνδέσει τα φλαβονοειδή του τσαγιού με προστασία από εγκεφαλικό και παθήσεις του ήπαρ, καθώς και με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης οστεοπόρωσης. Τα φυτοοιστρογόνα του τσαγιού είναι αυτά που επηρεάζουν θετικά την οστική πυκνότητα και προλαμβάνονται έτσι τα οστεοπορωτικά κατάγματα.
Εξίσου σημαντικό συστατικό στο τσάι είναι η καφεΐνη - τεΐνη (δύο ονόματα του ίδιου μορίου), ένα αλκαλοειδές του οποίου η συγκέντρωση είναι διαφορετική στο τσάι από τον καφέ. Ο καφές περιέχει [100 mgr] δύο περίπου φορές περισσότερο καφεΐνη από ό,τι το τσάι[40 mgr] ίσου βάρους. Στον οργανισμό, η τεΐνη μεταβολίζεται στο ήπαρ, ενώ απορροφάται αποτελεσματικά από το γαστρικό σωλήνα.
Αν και το συγκεκριμένο συστατικό έχει κατηγορηθεί για αύξηση της πιθανότητας αποβολής κατά την κύηση όπως επίσης και για τη γέννηση λιποβαρών βρεφών, οι μέχρι τώρα έρευνες σχετικά με το τσάι δείχνουν ότι δεν εμφανίζεται κανένα αρνητικό αποτέλεσμα στην λειτουργία της ανθρώπινης αναπαραγωγής.
Έρευνα στην Μ. Βρετανία απέδειξε ότι για ίση πρόσληψη καφεΐνης - τεΐνης, το τσάι προκαλεί μεγαλύτερη αύξηση της θερμοκρασίας του δέρματος, σε σχέση με τον καφέ ή το νερό. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει μια αγγειοχαλαρωτική δράση στα τριχοειδή του δέρματος, πιθανώς εξαιτίας της παρουσίας φλαβονοειδών, γεγονός που επιφέρει ένα τελικό χαλαρωτικό αποτέλεσμα. Άλλο ένα πόρισμα που εξήχθηκε από την ίδια έρευνα, ήταν ότι βρέθηκε συσχέτιση της κατανάλωσης τσαγιού με την γρήγορη ανάπτυξη προσοχής.
Επιδημιολογικές μελέτες αναφέρουν ότι 2-5 φλιτζάνια ημερησίως επαρκούν για την λήψη των θρεπτικών συστατικών του τσαγιού, παρόλο που δεν υπάρχει τελική άμεση συσχέτιση κατανάλωσης και αποτελεσμάτων. Εργαστηριακές μελέτες έδειξαν ότι η προσθήκη γάλακτος, λεμονιού, ζάχαρης ή κάποιου άλλου γλυκαντικού δεν αλλοιώνει την αντιοξειδωτική δράση του τσαγιού, ούτε δυσχεραίνει την απορρόφηση της καφείνης που εμπεριέχει.
Συμπερασματικά, οι περισσότερες εργαστηριακές και επιδημιολογικές έρευνες σε πειραματόζωα και ανθρώπινους πληθυσμούς, αντίστοιχα, υποστηρίζουν ότι η καθημερινή κατανάλωση 1-2 φλιτζανιών τσαγιού προστατεύει τον ανθρώπινο οργανισμό από πολλές εκφυλιστικές ασθένειες, θωρακίζοντας έτσι την υγεία.
Πηγή: medNutrition.gr
(*) Ο κ. Παρασκευάς είναι διαιτολόγος - διατροφολόγος, MSc. Ο κ. Κάζης είναι κλινικός διαιτολόγος - διατροφολόγος, MSc.