Ποια σημάδια θα πρέπει να μας κάνουν να απευθυνθούμε σε ψυχολόγο και ποια ταμπού πρέπει να καταρρίψουμε;
Παλαιότερο των 360 ημερών
Από το “δεν είμαι καλά”, μέχρι το “χρειάζομαι βοήθεια” μεσολαβεί μεγάλο χάσμα. Η ψυχική μας υγεια κλονίζεται συχνά όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με ζόρικες καταστάσεις, όμως είναι αρκετά δύσκολο να αποκτήσουμε επίγνωση της κατάστασής μας και να απευθυνθούμε σε έναν ψυχολόγο.
Σε ποιες περιπτώσεις λοιπόν θα πρέπει να κάνουμε αυτό το – σημαντικό – βήμα;
“Συχνά ερχόμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις που μας προκαλούν θλίψη, θυμό, άγχος, κάνοντάς μας να νιώθουμε αδύναμοι, ακόμα και απελπισμένοι. Τις περισσότερες φορές οι δύσκολες αυτές καταστάσεις ξεπερνιόνται χρησιμοποιώντας τρόπους διαχείρισης κρίσεων που έχουμε μάθει από τη μικρή κιόλας ηλικία, καθώς και με τη συμβολή φίλων και μελών της οικογένειάς μας των οποίων σεβόμαστε τη γνώμη και ξέρουμε πως πραγματικά μας αγαπούν και μας νοιάζονται”, αναφέρει σχετικά η κ. Ελπίδα Παναγιωτουνάκου, Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια.
Υπάρχουν όμως στιγμές στη ζωή μας που η ψυχική μας υγεία κλονίζεται τόσο έντονα που όσο κι αν προσπαθούμε μόνοι μας διαπιστώνουμε πως δεν μπορούμε να απαλύνουμε τα δυσάρεστα ψυχολογικά ή και σωματικά συμπτώματα. Για παράδειγμα, μπορεί να θέλουμε συνέχεια να κάνουμε επαναλαμβανόμενες λειτουργίες ή σκέψεις που μας χαλαρώνουν ή παρατηρούμε διάφορα συμπτώματα που δεν είναι οργανικής αιτιολογίας – π.χ. εξανθήματα που εκδηλώνονται χωρίς κάποια πάθηση, ταχυκαρδίες, εκζέματα, μουδιάσματα, πονοκέφαλοι, ναυτία, τριχόπτωση, έρπη.
Τα αρνητικά συναισθήματα μας κατακλύζουν, η καθημερινότητά μας καθίσταται δυσλειτουργική, ενώ αρχίζουμε να βιώνουμε μια έντονη δυσφορία που συχνά μας απομακρύνει από τις αγαπημένες μας δραστηριότητες. Νιώθουμε ένα βάρος το οποίο μπορεί ακόμα και να προκαλεί αυτοκαταστροφικές σκέψεις, όχι επειδή θέλουμε να δώσουμε τέλος στη ζωή μας, αλλά επειδή δεν αντέχουμε να νιώθουμε άλλο έτσι.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ειδικό, προκειμένου να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως χρειάζεται να επισκεφτούμε έναν Ψυχολόγο, καλό είναι να αναρωτηθούμε:
* Μήπως αισθάνομαι πολύ καιρό άσχημα και πιστεύω πως έχω φτάσει σε αδιέξοδο;
* Μήπως έχω αρχίσει να εκδηλώνω σωματικά συμπτώματα, ψυχογενούς φύσης;
* Μήπως προσπαθώ να αντιμετωπίσω τα αρνητικά συναισθήματα που βιώνω με δυσλειτουργικούς τρόπους, όπως παραδείγματος χάριν με αποφυγές, απόσυρση και παραμέληση του εαυτού μου;
* Μήπως έχω καταφύγει σε κάποιας μορφής εξάρτηση, παραδείγματος χάριν υπερβολική κατανάλωση φαγητού, αλκοόλ, ναρκωτικών ουσιών, συστηματικό κάπνισμα, προκειμένου να διαχειριστώ το άγχος και τη θλίψη μου;
* Μήπως ότι έκανα στο παρελθόν προκειμένου να αντιμετωπίσω μια δύσκολη κατάσταση – π.χ. βαθιές ανάσες, μέτρημα μέχρι το 10 κ.α.- δεν έχει πλέον αποτέλεσμα;
* Μήπως έχω ανάγκη να ζητώ διαρκώς τη διαβεβαίωση των δικών μου ανθρώπων πως όλα θα περάσουν και θα πάνε καλά;
* Μήπως οι γύρω μου ανησυχούν συστηματικά για μένα και μου συστήνουν να απευθυνθώ σε κάποιον ειδικό;
Σε τέτοιες περιπτώσεις η συμβολή ενός ψυχολόγου κρίνεται ιδιαίτερα βοηθητική και ανακουφιστική.
Τα ταμπού όμως και τα θλιβερά κατάλοιπα της “παραδοσιακής” ελληνικής κοινωνίας έρχονται σε αυτό το σημείο να μας αποθαρρύνουν. Μήπως είμαι τρελός; Όπως λέει και το γνωστό άσμα.
“Πάω σε έναν ψυχολόγο δε σημαίνει ότι είμαι τρελός ή προβληματικός. Σε κάθε περίπτωση μπορεί να είμαι καλά και να θέλω να γίνω καλύτερα”, αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Παναγιωτουνάκου, “μέσα από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία μαθαίνω τον εαυτό μου καλύτερα και θέλω να βελτιώσω την ποιότητα ζωής μου, αρκεί να συνεργαστώ”. Γιατί είναι συχνές οι περιπτώσεις ανθρώπων που πήγαν σε ψυχολόγο και δεν βοηθήθηκαν, πιθανώς επειδή δεν συνεργάστηκαν οι ίδιοι και όχι επειδή δεν τους βοήθησε η διαδικασία της ψυχοθεραπείας.
“Πολύς κόσμος έχει τον ενδοιασμό του τι θα πει ο κόσμος. Το συνδέουν με το θέμα της αδυναμίας. Δεν είναι αδυναμία. Ίσα ίσα είναι ωριμότητα το να θέλουμε να βελτιώσουμε τα στοιχεία που είναι αδύναμα στον χαρακτήρα μας, αλλά ταυτόχρονα να αναδείξουμε τα δυνατά μας στοιχεία, τα οποία μπορεί να μη βλέπουμε γιατί είμαστε σε μια αρνητική κατάσταση”, συμπληρώνει.
Στόχος άλλωστε του να απευθυνθούμε σε έναν ψυχολόγο δεν είναι να αποκτήσουμε εξάρτηση από αυτόν. Είναι να φύγουμε και να μπορούμε να πατήσουμε γερά στα πόδια μας. Είναι μια σχέση συνεργασίας και όχι εξάρτησης. Ο θεραπευόμενος πρέπει να μάθει πώς θα αντιμετωπίσει τις καταστάσεις μόνος του, απλά στην αρχή χρειάζεται βοήθεια γιατί δεν ξέρει πώς.
Τέλος, στο ερώτημα “ψυχολόγος ή ψυχίατρος”, η απάντηση αφορά στο τι θέλει να κάνει ο πάσχων. Και οι δύο ειδικότητες διερευνούν την ανθρώπινη σκέψη, το συναίσθημα και τη συμπεριφορά. Ο ψυχίατρος συνήθως στηρίζεται στο βιολογικό μοντέλο διάγνωσης και μπορεί να βοηθήσει εφ' όσον τα συμπτώματα οφείλονται σε σωματικές δυσλειτουργίες. Είναι ο μόνος άλλωστε που μπορεί να χορηγήσει φαρμακευτική αγωγή.
Ο ψυχολόγος από την άλλη πλευρά, αξιολογεί την προσωπικότητα και τη συμπεριφορά του ατόμου και χρησιμοποιεί κυρίως την ψυχοθεραπευτική παρέμβαση.
“Εξαρτάται με το ποια κατεύθυνση ταιριάζει στο άτομο καλύτερα. Αν δεν θέλω να πιέσω τον εαυτό μου, θα μπω σε φαρμακευτική αγωγή για να μειώσω το σύμπτωμα και να γίνει λειτουργική η καθημερινότητά μου. Το φάρμακο μειώνει το σύμπτωμα, η ψυχοθεραπεία αντιμετωπίζει το αίτιο”, καταλήγει η Ψυχολόγος.