Ποιος ήταν ο Μπαρμπα-Γιάννης ο Κανατάς; Πού βρισκόταν το πρώτο εστιατόριο της πόλης; Ιστορίες που δεν έχετε ξανακούσει, από την Αθήνα του 19ου αιώνα.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ηρώς Κουνάδη
Η Αθήνα του 19ου αιώνα είναι μια πόλη γοητευτική. Όχι λόγω της ρομαντικής εικόνας που έχουμε στο μυαλό μας για τους αιώνες που προηγήθηκαν του 20ου, επειδή αγνοούμε το γεγονός ότι για κάθε κυρία με τα κρινολίνα της υπήρχε ένας αχθοφόρος που την κουβαλούσε στην πλάτη για να μην πατήσει τις λάσπες και τα αίματα που πλημμύριζαν τους δρόμους έξω από τα σφαγεία. Κυρίως γατί οι ιστορίες της ασκούν τη μυστηριακή εκείνη γοητεία μιας πόλης και μιας εποχής για τις οποίες δεν ξέρουμε πολλά. Πέντε τέτοιες ιστορίες συγκεντρώσαμε, για να σας τηλεμεταφέρουμε στην Αθήνα του Όθωνα, του Σουρή και του Μπαρμπα-Γιάννη του Κανατά.
Ο Μπαρμπα-Γιάννης ο Κανατάς: Κάτοικος της οδού Υπερείδου στην Πλάκα, ο μπαρμπα-Γιάννης εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1860 με το γαϊδουράκι του φορτωμένο με κανάτια και άρχισε να γυρίζει όλη την Αθήνα. Το επίθετό του ήταν και παρέμεινε άγνωστο, όπως και η καταγωγή του. Τις Κυριακές, μεταμφιεσμένος σε αριστοκράτη, σύχναζε στα καφενεία Η Ωραία Ελλάς και Σολωνείον. Οι εφημερίδες ασχολούνταν συχνά μαζί του, ενώ η ορχήστρα της Φρουράς τον υποδεχόταν με το γνωστό γι’ αυτόν άσμα τα απογεύματα στην Πλατεία Συντάγματος. Στα τέλη της δεκαετίας του 1880, ο μπαρμπα-Γιάννης εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, ακριβώς όπως είχε εμφανιστεί, προκαλώντας όργιο φημών.
Τα Χαφτεία: Και όχι «Χαυτεία», όπως έχει επικρατήσει να τα γράφουμε, πήραν το όνομά τους από τον Γιάννη Χάφτα, που είχε εδώ (στο τελευταίο τμήμα της οδού Αιόλου, ανάμεσα στις οδούς Σταδίου και Πανεπιστημίου) το περίφημο καφενείο του από τις αρχές της δεκαετίας του 1840. Περιοχή κακόφημη ως τα τέλη του 19ου αιώνα, τα Χαφτεία φιλοξένησαν τα δημοφιλέστερα καφενεία της πόλης, μεταξύ των οποίων το Σολώνειον, όπου σύχναζαν οι αντι-οθωνικοί, και συναντιούνταν μάρτυρες μονομαχιών και… μαγκουρομαχιών, οι οποίες συγκαλούνταν για λόγους πολιτικής ευθιξίας, τιμής αλλά και επίδειξης ανδρείας, και αποτελούσαν το αγαπημένο κουτσομπολιό των Αθηναίων της εποχής.
Οι λούστροι της Ομόνοιας: Νεαροί, με καταγωγή οι περισσότεροι από την Μεγαλόπολη, απέδιδαν τα κέρδη τους στον «αρχηγό» τους, ο οποίος ήταν συμπατριώτης τους που είχε νοικιάσει τα παιδιά από τους γονείς τους. Ζούσαν πολλοί μαζί σε άθλιες συνθήκες, θύματα σκληρής εκμετάλλευσης και κακοποίησης από τους εκμισθωτές τους, τους λεγόμενους «μαστόρους».
Χαρακτηριστικά, μάλιστα, ο Ιωάννης Κονδυλάκης στους Άθλιους των Αθηνών αναφέρει ότι «Και ανεγνωρίζετο εξίσου θεμιτόν να πουλά κανείς τον γάιδαρόν του και το παιδί του. Το περίεργον δε είναι ότι ένας γάιδαρος επωλείτο πολλάκις ακριβότερα από ένα παιδί, ώστε να καταντά να αισθάνεται ο λαμπρός πατήρ μείζονα αγαλλίασιν όταν εγέννα η γαϊδούρα του, παρά όταν εγέννα η σύζυγός του». Οι λούστροι ήταν επίσης και οι συνήθεις ταχυδρόμοι των Αθηναίων, για σημειώματα και ερωτικά ραβασάκια –«το πήγαιναν και το γράμμα», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Β. Αττικός στο βιβλίο του «Τα λουστράκια».
Το Μετς: Μια από τις ωραιότερες αθηναϊκές γειτονιές, αραιοκατηκημένη έως το 1880, πήρε το όνομά της από την ομώνυμη μπυραρία που άνοιξε εδώ ο Κάρολος Φιξ (της γνωστής βαυαρικής οικογενείας του εργοστάσιου μπύρας) και την οποία βάφτισε έτσι σε ανάμνηση της μάχης στη γαλλική πόλη Μετς, όπου οι συμπατριώτες του νίκησαν τους Γάλλους το 1870. Μέχρι το 1900, η μπυραρία του ήταν το απόλυτο κέντρο αναψυχής για τους Αθηναίους της καλής κοινωνίας.
Αργότερα παρήκμασε, μαζί με την υπόλοιπη περιχή, η οποία απέκτησε το προσωνύμιο «Παντρεμενάδικα», από τις ξύλινες πρόχειρες κατασκευές που στέγαζαν τα παράνομα ραντεβού των παντρεμένων Αθηναίων. Το 1908, το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε να αλλάξει το όνομα της περιοχής, καθότι το Μετς ακουγόταν πολύ γερμανικό και το Παντρεμενάδικα πολύ υποτιμητικό, σε «συνοικία του Αρδηττού», το οποίο όμως ποτέ δεν επικράτησε.
Η Αγία Ειρήνη: Η πρώτη μητρόπολη της Αθήνας ήταν η εκκλησία στην οποία γινόταν η ανάδειξη του δημάρχου της πόλης και εκείνη που φιλοξένησε τον εορτασμό της ενηλικίωσης του Όθωνα –ο οποίος δεν φορούσε στέμμα και δεν κρατούσε σκήπτρο κατά τη διάρκεια της τελετής, γιατί το καράβι που θα τα έφερνε δεν έφτασε εγκαίρως στην Αθήνα. Ήταν, επίσης, εδώ που εορτάστηκαν για πρώτη φορά η 25η Μαρτίου, όταν ορίστηκε ως επέτειος της Επανάστασης, το 1838, και η πρώτη επέτειος του Συντάγματος.
Ακριβώς απέναντι από την εκκλησία, επί της οδού Αιόλου, το Καφενείο της Ευρώπης, που λειτουργούσε στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα, ήταν το πρώτο στην πόλη που διέθετε μπιλιάρδο. Σχεδόν δίπλα του, τη δεκαετία του 1830 άνοιξε τις πόρτες του το πρώτο εστιατόριο της Αθήνας, η Πετρούπολις. Μέχρι τότε, εστιατόρια διέθεταν μόνο τα ξενοδοχεία. Από χρονικογράφο της εποχής, μάλιστα, έχει γραφτεί ότι οι πελάτες σκούπιζαν τα χέρια τους στο πίσω μέρος της φουστανέλας του γκαρσονιού –το μπροστινό το χρησιμοποιούσε μόνο ο ίδιος, για τα δικά του χέρια. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1841, μερικά μέτρα πιο πάνω, στη συμβολή της Αιόλου με την οδό Βύσσης, ο Σπυρίδων Παυλίδης άνοιξε το Γλυκισματοποιείον του, τον πρόδρομο της σοκολατοποιίας που αργότερα στεγάστηκε στο μεγάλο εργοστάσιο της Πειραιώς. Εδώ παρασκευάστηκε, το 1861, για πρώτη φορά σοκολάτα στην Ελλάδα.