Τα πρόστυχα στιχάκια της Αποκριάς

Με τη θειά μου την Κοντύλω/ επηγαίναμε στον μύλο. Από δω και κάτω, απομακρύνετε τα παιδιά από τις οθόνες, οι Απόκριες δεν είναι κατάλληλες για όλους.
Τα πρόστυχα στιχάκια της Αποκριάς
Κατ’ αρχάς, ο νούμερο ένα αποκριάτικος ύμνος, το τραγούδι που παίζει σε όλα ανεξαιρέτως τα καρναβάλια (και τα σχετικά ρεπορτάζ του Star) αυτό που πιτσιρικάδες λέγαμε ντελαμπόμπο και χορεύαμε αμέριμνοι, λέει «σου τη βάζω». Και για όποιον αμφιβάλει ακόμα, «άντε καλέ, στη μουσική θα αναφέρεται», παρακάτω λέει que te la pongo y no lo sentirás, «σου τη βάζω και δεν θα το αισθανθείς».

Όχι βέβαια πως και η ελληνική αποκριά πάει πίσω. Για την ακρίβεια, το δύσκολο είναι να βρεις αποκριάτικο τραγούδι χωρίς σεξουαλικό υπονοούμενο.

Απομακρύνετε τα παιδιά από τις οθόνες, και πάμε να δούμε τι γίνεται στη λαϊκή μας παράδοση τις Απόκριες.

Την πιάνω από τον αφαλό
"Παρακάτω βρε τρελό"
και την πιάνω από το γόνα
"Ατζαμής μου λέει εισ’ ακόμα"

Πιάνω της τα γόνατα
"Κάνεις και καμώματα"
και της τα σηκώνω απάνω,
τη ρωτάω τι να κάνω

και μου λέει:
"Παραπάνω, απ’ τα γόνατα πιο πάνω"
και την πιάνω απ’ το μερί
"Να, κοντεύει να το βρει"
και μου λέει:
"Παραπάνω, από το μερί πιο πάνω"



Καλώστονε τον Κωσταντή
που ‘χει ψωλή μεγάλη
δυόμιση πήχες μακριά
και χώρια το κεφάλι



Για ακούσατε τι θα σας πω τι έπαθε μια χήρα,
μια χήρα η κακομοίρα και το μουνί της έχασε
και λέει πως της το πήρα, μα εγώ δεν της το πήρα.

Το μνι μωρέ το μνι στον γκρέμιο κάθονταν,
το μνι στον γκρέμιο κάθονταν κι ο πούτσος παρακάτω
παρακαλούσε το μουνί, κατέβα παρακάτω.

Δεν κατεβαίνω πούτσκαρε γιατί είσαι κορδωμένος,
όπου έβρεις τρύπα χώνεσαι, δεν βγαίνεις ζημιωμένος



Κι όποιον θέλεις σύρε ρώτα,
το κεφάλι μπαίνει πρώτα.
Το κεφάλι μπαίνει πρώτα
και τ’ αρχίδια κλείν’ την πόρτα.



Αντρας ο για σας παιδια
σας το λέω αληθινά
άντρας που καλά γαμει
δε φιλάει το μουνί



Με τη θειά μου την Κοντύλω
επηγαίναμε στο μύλο
(μπιγιρνέ μπιγιρνε
μπίγι μπίγι μπίγιρνε)
Κούντα γω και κούντα κείνη
δίν’ ο Θεός και πέφτ’ εκείνη
πάνω γω από κάτω εκείνη

"Αχου Θειά και να’ σουν ξένη,
και το τι ’θελε να γένει"
"Κάμε, γιέ μου, τη δουλειά σου,
κι εγώ είμαι πάλι θειά σου"

Να κι ο μπάρμπας από πέρα,
τράκα τρούκα τη μαχαίρα:
"Βρ’ ανιψιέ, καταραμένε,
κι ίντα πολεμάς, καημένε;"

"Μπάρμπα, θερμασιά την πιάνει
και την πλάκωσα να γιάνει"
"Πλάκωσ’ την καλά, παιδί μου,
όπου να’ χεις την ευχή μου".



Επαντρεύαν’ ένα γέρο. Δεν το γράφουμε, θα αδικηθεί. Ακούστε το.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v