Πώς να λέτε πειστικά ψέματα

Πιστεύετε ότι ορισμένοι άνθρωποι "το 'χουν" ενώ άλλοι απλά δεν μπορούν με τίποτα να πουν ψέματα; Δεν έχετε άδικο. Υπάρχουν, όμως, ορισμένες τεχνικές τις οποίες αποκαλύπτουμε, για να σας βοηθήσουμε –αν είναι για καλό– να μάθετε από τους καλύτερους.
Πώς να λέτε πειστικά ψέματα
Παραδεχτείτε το. Τα μικρά, αθώα ψέματα –αυτά που αποσκοπούν στο να κάνουν καλό, να προστατέψουν π.χ. τον αποδέκτη τους από μια αλήθεια που θα τον στεναχωρούσε, χωρίς να είναι ζωτική για την επιβίωσή του– περισσότερο γνωστά με τον άκρως ελληνοπρεπή όρο “white lies” αποτελούν μέρος της καθημερινότητας όλων μας.

Από την ερώτηση του έτερου ήμισυ περί πιθανής αύξησης του βάρους του/ της –η μία και μοναδική σωστή απάντηση στην οποία, όπως όλοι, του ανδρικού πληθυσμού συμπεριλαμβανομένου (θα έπρεπε να) ξέρουμε, είναι «όχι»– μέχρι την ανάγκη να δικαιολογηθούμε για την αργοπορία μας στο γραφείο τη Δευτέρα το πρωί, όλοι έχει κατά καιρούς χρειαστεί να τα ξεστομίσουμε και όλοι ευχόμαστε να ξέραμε πώς να το κάνουμε καλύτερα.

Με την ελπίδα ότι θα χρησιμοποιήσετε τη γνώση που ακολουθεί σοφά, για καλό και όχι για κακό, σας παραθέτουμε ορισμένα tips που θα σας βοηθήσουν να κάνετε τα αθώα –και μόνο αυτά– ψεματάκια σας όσο το δυνατόν πιο πειστικά. Σε κάθε περίπτωση, λάβετε υπ’ όψιν σας ότι το χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει τον καλό από τον άριστο ψεύτη είναι ότι ο δεύτερος το έχει και λίγο μέσα του. Αν αισθάνεστε άσχημα κάθε φορά που επιχειρείτε να πείτε οτιδήποτε λιγότερο από την απόλυτη αλήθεια, όσες τεχνικές κι αν αποστηθίσετε, δύσκολα θα δείτε θεαματικά αποτελέσματα.

Κανόνας #1: Προσέξτε σε ποιον λέτε ψέματα
Το ψέμα που απευθύνεται σε κάποιον που σας ξέρει πολύ καλά –στον/ στην καλύτερό σας φίλο-η, στον επί δεκαετίας σύντροφό σας, στους γονείς σας– είναι δύσκολο να γίνει πειστικό, για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί κάποιος που σας γνωρίζει καλά μπορεί να διακρίνει ακόμη και την παραμικρή αλλαγή στη συμπεριφορά ή στη γλώσσα του σώματός σας. Για παράδειγμα, όταν λέμε ψέματα συνήθως προσπαθούμε να αποφύγουμε τα κλασικά σημάδια που προδίδουν τους ψεύτες: κοιτάμε το συνομιλητή μας στα μάτια, δε μιλάμε ασυνήθιστα γρήγορα, δεν ξεροβήχουμε. Αν ο «αποδέκτης» του ψέματός σας ξέρει, π.χ., ότι δε συνηθίζετε να τον κοιτάτε στα μάτια όταν μιλάτε, θα παρατηρήσει αμέσως την παρέκκλιση από τη συνήθη συμπεριφορά σας.

Ο δεύτερος λόγος είναι πως προσπαθώντας να πείτε ψέματα σε κάποιον για τον οποίο νοιάζεστε, έχετε πολύ περισσότερες πιθανότητες να νιώσετε ενοχές, να αρχίσετε την ώρα που μιλάτε να σκέφτεστε τις συνέπειες της αποκάλυψης του ψέματός σας και το πόσο δε θέλετε να στεναχωρήσετε κάποιον που αγαπάτε και να προσπαθήσετε, υποσυνείδητα, να προδώσετε τον εαυτό σας. Το φαινόμενο είναι γνωστό ως «μεταμέλεια του ψεύτη» και θεωρείται εξαιρετικά σύνηθες.

Αν πρέπει οπωσδήποτε να πείτε ψέματα σε κοντινό σας πρόσωπο, οι λύσεις είναι οι εξής: είτε δοκιμάζετε να το κάνετε από το τηλέφωνο, οπότε η απουσία της φυσικής παρουσίας σας δημιουργεί –αποδεδειγμένα– λιγότερες ενοχές και η έλλειψη οπτικής επαφής κάνει τις παρεκκλίσεις από τη συνήθη συμπεριφορά σας πολύ λιγότερο εμφανείς, είτε «αναθέτετε» τη βρώμικη δουλειά σε κάποιον κοινό γνωστό, ο οποίος δε σας ξέρει καλά και τον οποίο δεν αγαπάτε ιδιαίτερα, λέγοντας το ψέμα σε εκείνον και αφήνοντάς τον να το μεταφέρει.

Κανόνας #2: Εξασκηθείτε
Σκεφθείτε το ψέμα σας καλά. Με κάθε λεπτομέρεια. Σκεφτείτε και όλες τις πιθανές ερωτήσεις. Και απαντήστε τις. Αν, για παράδειγμα, σκέφτεστε να πείτε στο αφεντικό σας ότι έπαθε κάτι το αυτοκίνητο και αναγκαστήκατε να περιμένετε την Express στην Κηφισίας, γι’ αυτό αργήσατε, μη μείνετε στο «κάτι»: είναι πολύ πιθανό να ερωτηθείτε, έστω από απλό ενδιαφέρον, ποιο ήταν το πρόβλημα, τι έφταιγε, πόσο θα κοστίσει η επισκευή και πότε θα είναι έτοιμο. Είναι βασικό να έχετε έτοιμες τις απαντήσεις σε αυτές τις προφανείς ερωτήσεις. Εξίσου βασικό είναι να έχετε έτοιμες τις απαντήσεις και σε λιγότερο προφανείς ερωτήσεις, όπως τι συνδρομή πληρώνετε στην Express –όχι γιατί ο συνομιλητής σας υποπτεύεται ότι του λέτε ψέματα, απλά γιατί «τώρα που το λέτε, σκεφτόταν να γραφτεί κι εκείνος».

Αφού σκεφτείτε όλες τις λεπτομέρειες, πείτε το ψέμα στον εαυτό σας. Προβάρετέ το. Επαναλάβετέ το, όπως οι ηθοποιοί που μαθαίνουν το ρόλο τους. Όχι μόνο για να έχετε έτοιμες τις απαντήσεις και να μην τραυλίζετε όταν έρθει εκείνη η ώρα, αλλά και γιατί όσο περισσότερες φορές το έχετε προβάρει τόσο πιο σίγουροι θα νιώθετε λέγοντάς το, και τόσο λιγότερες πιθανότητες θα έχετε να υποψιάσετε το συνομιλητή σας. Άλλωστε, συνηθίζοντας το ψέμα σας αποστασιοποιείστε από αυτό και αποφεύγετε το ενδεχόμενο να σας προδώσει η μεταμέλεια του ψεύτη που λέγαμε προηγουμένως.

Κανόνας #3: Δώστε λεπτομέρειες
Το αντεπιχείρημα εδώ θα έλεγε ότι δίνοντας λιγότερες πληροφορίες έχετε και λιγότερες πιθανότητες να προδοθείτε πέφτοντας σε αντιφάσεις ή κάνοντας λάθη που θα αποκαλύψουν στον άλλο το ψέμα σας. Γεγονός, όμως, είναι ότι όλοι μας έχουμε την τάση να πιστεύουμε ευκολότερα μια ολοκληρωμένη ιστορία απ’ ότι μια μονολεκτική απάντηση η οποία, από μόνη της, κινεί υποψίες. Δε μας πιστεύετε; Σκεφτείτε την ακόλουθη περίπτωση: ρωτάτε τον/ την σύντροφό σας πού ήταν χθες το απόγευμα. Ποια απάντηση θα πιστεύατε ευκολότερα: α. «Έξω. Με φίλους.» ή β. «Βρεθήκαμε με το Χρήστο και το Γιώργο (ή την Άννα και τη Στέλλα, αντίστοιχα) γύρω στις 7 για καφέ και μετά πήγαμε σινεμά, στο Ου φονεύσεις»;

Σκεφτείτε τον τρόπο με τον οποίο θα διηγούσασταν την ημέρα σας σε κάποιον, χωρίς να έχετε σκοπό να πείτε ψέματα ή να κρύψετε στοιχεία. Δε θα συμπεριλαμβάνατε πληροφορίες λίγο άσχετες με το θέμα, τύπου «είδα και το trailer για το Wall-e, καλό φαίνεται, να πάμε να το δούμε»; Αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο εδώ: να κάνετε την ιστορία σας να φανεί αληθινή, λέγοντάς την όπως αν είχε όντως συμβεί, με λεπτομέρειες που να μοιάζουν αυθόρμητες –οι οποίες βέβαια δε θα είναι, αφού θα τις έχετε προβάρει, μην ξεχνιόμαστε– και σχόλια που να μοιάζουν ότι προέκυψαν εν τη ρύμη του λόγου.

Εδώ χρειάζεται προσοχή να μην πέσετε στην παλιά, γνωστή παγίδα των ψευτών: αν για κάποιο λόγο χρειαστεί να διηγηθείτε δεύτερη φορά την ιστορία σας –σας ρωτήσει κάποιος άλλος ενώ είναι μπροστά ο αρχικός συνομιλητής σας ή κινήσετε υποψίες και καλείστε να… ξανακαταθέσετε– θα την ανασκευάσετε λίγο, λέγοντας τα ίδια πράγματα με άλλα λόγια, ή και με νέες, ακόμα πιο ασήμαντες λεπτομέρειες, έτσι ώστε να μη φανεί ότι έχετε κάνει πρόβες κι έχετε αποστηθίσει τα λόγια σας σαν καλός ηθοποιός. Περιττό να προσθέσουμε ότι οι άνθρωποι που θα συμπρωταγωνιστούν στο σενάριό σας –ο «Χρήστος και ο Γιώργος» ή «η Άννα και η Στέλλα» στο προηγούμενο παράδειγμα– πρέπει να το γνωρίζουν εκ των προτέρων και να μπορούν ανά πάσα στιγμή να το επιβεβαιώσουν.

Κανόνας #4: Πιστέψτε το ψέμα σας
Σαφώς αυτό είναι το δυσκολότερο, αλλά και το αποτελεσματικότερο, βήμα. Αν καταφέρετε να πείσετε τον εαυτό σας ότι αυτό που λέτε δεν είναι ψέμα, η συμπεριφορά σας θα είναι εντελώς φυσική και το ψέμα, εχμ… η υποκειμενική αλήθεια σας απόλυτα πειστική. Για παράδειγμα, ο/ η σύντροφός σας ρωτά αν τον/ την έχετε απατήσει ποτέ. Εσείς έχετε φιλήσει έναν τουρίστα, ή μία τουρίστρια, εκείνο το πρώτο καλοκαίρι που κάνατε χωριστά διακοπές, αλλά δεν προχωρήσατε παραπέρα και δε θεωρείτε ότι το φιλί συνιστά απιστία. Θα πείτε «όχι» και θα το πιστεύετε. Αυτό ακριβώς είναι το θέμα.

Αντίστοιχα «ελαφρυντικά» μπορείτε να βρείτε για τον εαυτό σας σε κάθε διαφορετική περίπτωση. Αν, ας πούμε, ο μελλοντικός σας εργοδότης σας ρωτά κατά τη διάρκεια της συνέντευξης αν έχετε απολυθεί ποτέ από δουλειά κι εσείς έχετε έρθει σε ρήξη με το προηγούμενο αφεντικό σας που οδήγησε στο λογιστήριο για την αποζημίωση, αλλά θεωρείτε ότι απλά σας πρόλαβε την ώρα που πηγαίνατε στο γραφείο του να υποβάλλετε παραίτηση για λόγους ευθιξίας, μπορείτε κάλλιστα να πείτε ότι δεν έχετε απολυθεί ποτέ –και να το πιστεύετε.

Πώς επέμενε ο Bill Clinton ότι δεν είχε σεξουαλικές επαφές με τη Monica Lewinsky, καθότι η σεξουαλική πράξη προϋποθέτει ευχαρίστηση και από τις δύο πλευρές, και άρα το στοματικό σεξ δε συνιστά σεξουαλική επαφή; Έτσι.

Ηρώ Κουνάδη
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v