Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά: Η σιωπή με λέξεις

Ο Λάκης Παπαστάθης γράφει μικρά δοκίμια με… οδηγίες προς «ηθοποιούς», προς τους αναγνώστες, που αναλαμβάνουν το έργο της πλήρωσης των λέξεων με συναισθήματα.
Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά: Η σιωπή με λέξεις
Είχα διαβάσει την προηγούμενη συλλογή “Το καλοκαίρι θα παίξει την Κλυταιμνήστρα” του Λάκη Παπαστάθη, είχα δει εύστοχες πινελιές, είχα μείνει ικανοποιημένος με τις καίριες κοφτές κειμενικές βολές του. Είχα δει τον συνδυασμό λογοτεχνίας και θεάτρου, και τώρα αυτός ο υβριδικός χαρακτήρας, αυτό το ενδιάμεσο που σε προβληματίζει αν είναι πραγματικά διηγήματα ή σκηνοθετικές διδακτικές οδηγίες, έρχεται με άλλο τρόπο να κλονίσει τις αναγνωστικές μου προσδοκίες.

Τον ξαναθυμήθηκα, διαβάζοντας μια καλή κριτική της “Καθημερινής” από την Πανταλέων. Το βιβλίο αποτελείται από 50 μικρά κείμενα, καθένα από τα οποία χωρίζεται σε δύο ευδιάκριτα μέρη. Στην αρχή ένα μικρό σενάριο, μια περιγραφή, μια σκηνή που μπορεί να διαδραματίζεται δίπλα μας κι έπειτα οι οδηγίες ενός δασκάλου σε σχολή υποκριτικής, που θέτει την «άσκηση» και καλεί τους μαθητές του να την παίξουν.

Γράφει χαρακτηριστικά η Πανταλέων για τη σιωπή στο έργο: «Η προτίμηση του τίτλου στον βωβό κινηματογράφο προϊδεάζει για ένα βιβλίο που, μεταξύ άλλων, μιλάει πολύ για τη σιωπή, για την εκφραστική της δύναμη και τη δραματική της ένταση. Ταυτόχρονα προϊδεάζει για μια διδασκαλία». Με άλλα λόγια, αν η λογοτεχνία είναι λόγος, το θέατρο είναι κίνηση, πολλές φορές σιωπηλή, ο ηθοποιός παίζει με το σώμα, με την έκφραση, με τα χέρια και τα πόδια. Ο λόγος είναι έργο του συγγραφέα, η κίνηση είναι του ηθοποιού. Έτσι, ο Παπαστάθης κάνει με λέξεις ό,τι θα ήθελε να κάνει με τη σιωπή και με αυτόν τον τρόπο εικονοποιεί το ρητό. Ταυτόχρονα, όμως αφήνει τον αναγνώστη να φανταστεί, να γίνει ηθοποιός, ή καλύτερα να γίνει σκηνοθέτης, που θα μετατρέψει τις λέξεις σε στάσεις.

Συνεχίζει η κριτικός: «Μείζων έγνοια του Παπαστάθη είναι οι επιλογές, που κάθε φορά υπηρετούν καλύτερα ένα αφηγηματικό αίτημα. Οι παρατηρήσεις για τις τεχνικές της υπόδυσης ενός ρόλου, για τη σκηνοθεσία ενός πλάνου, για τη σημασία του μοντάζ, για την υποβλητικότητα των θορύβων, αλλά και των παύσεων, αρχίζουν και τελειώνουν στο κείμενο, σε ένα ποίημα, σε ένα θεατρικό, σε ένα σενάριο. Τα πάντα είναι θέμα ερμηνείας. Στη λογοτεχνία οι λέξεις ενσαρκώνουν πρόσωπα και ιδέες, δεν είναι παρά μέσα μεταμφίεσης, όπως τα κοστούμια, το μακιγιάζ, οι φωτισμοί και η σκηνογραφία. Το γράψιμο απαιτεί υποκριτικό και ψυχογραφικό ταλέντο, ενώ η κατανόηση ενός ρόλου εκκινεί πάντοτε από τα λόγια. Οσο για τον κινηματογράφο, αυτός έχει, ως γνωστόν, ιδιαίτερη γραμματική και συντακτικό, που μετατρέπουν σε αφήγηση κινούμενες εικόνες».

Ο συγγραφέας, πολλές φορές το έχω σκεφτεί, πρέπει να είναι πρώτα σκηνοθέτης κι έπειτα να είναι και ηθοποιός. Και μάλιστα όχι μόνο ένας, αλλά πολλοί. Οφείλει, για να αποδώσει την πολυφωνία των ηρώων του, να μπει στο πετσί του ρόλου του καθενός και να ζήσει το πώς μιλάνε, πώς αντιδρούν, πώς χειρονομούν, πώς εκφράζονται με το πρόσωπο. Να ψυχογραφήσει τους χαρακτήρες του και έναν-έναν να τους παίξει με τον νου του, να γίνει δέκα κομμάτια και να αποδώσει μια άλλη πτυχή σε κάθε πρόσωπο.

Κι από εκεί και πέρα, μπορεί κανείς να πει ότι το κείμενο μόνο του είναι ανενεργό αν δεν ενεργοποιηθεί από τον άλλο - εμείς οι της λογοτεχνίας θα λέγαμε από τον αναγνώστη, που προσλαμβάνει και ερμηνεύει νοητικά το έργο. Οι του κινηματογράφου/θεάτρου εφαρμόζουν το κείμενο με το παίξιμο, αφού το σενάριο ή το δράμα είναι απλώς η παρτιτούρα για να παίξει ο μουσικός αυτό που θα εισπράξει ο ακροατής. Οι λέξεις είναι κοιμώμενες υπάρξεις που θέλουν την ενσάρκωση για να αφυπνιστούν, είναι τα αυγά από τα οποία θα προκύψουν με την επώαση τα πουλιά, είναι οι κοπέλες που θέλουν το φιλί για να λάμψουν και να εκπέμψουν την κρυμμένη τους φρεσκάδα.

Πιο πολύ κι από τη σιωπή, ο συγγραφέας θέλει να δείξει τον τρόπο απόδοσης ενός συναισθήματος, είτε με λέξεις είτε με κινήσεις. Αυτό το άρρητο, το ανείπωτο προϊόν της ψυχής δεν είναι δυνατόν να εκφραστεί με λόγια και γι’ αυτό ο λογοτέχνης στήνει απλώς το πλαίσιο, μέσα στο οποίο καλεί τον ηθοποιό του να μεταδώσει με την υποκριτική του δεινότητα τα συναισθήματα που υποκρύπτονται σε κάθε πράξη. Η μέγιστη επιδίωξη του θεάτρου είναι η άρρητη συναισθηματικότητα της λογοτεχνίας. Ο μέγιστος στόχος του ηθοποιού είναι να αποδώσει ό,τι ο γραπτός λόγος αδυνατεί. Το μέγιστο κατόρθωμα της υποκριτικής είναι η σύλληψη και η έκφραση του απερίγραπτου φορτίου της ψυχής.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Παπαστάθης “διδάσκει” και τον αναγνώστη, αφού πολλά από τα μικρά κείμενά του έχουν θεωρητικό χαρακτήρα, που παραδειγματίζει και παραδειγματίζεται ώστε να δείξει τάσεις της σκηνοθεσίας και της υποκριτικής. Είναι στην ουσία κρυπτοδοκίμια, που δείχνουν μια σκέψη, πραγματωμένη σε λέξεις και οδηγίες. Έτσι, καλεί τον αναγνώστη, ο οποίος μπαίνει στη θέση του ηθοποιού, να παίξει τον ρόλο του, να ταυτιστεί δηλαδή με τον χαρακτήρα και να ενσαρκώσει το κείμενο.

Ο blogger Πατριάρχης Φώτιος

Λάκης Παπαστάθης
Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά
εκδόσεις Πόλις
2014
Σελ. 160
Τιμή: 12,00 €
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v