Μπαρακούντα – Middlesex: Μυθιστορηματική μαγεία x 2
Δύο συγγραφείς της ομογένειας, μονοπωλούν το αναγνωστικό μας ενδιαφέρον για αυτή την εβδομάδα με δύο συναρπαστικά μυθιστορήματά τους.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Δύο κείμενα που συνδέονται βάσει τριών ομοιοτήτων, καθόλου τυχαίων, δύο μυθιστορήματα που κανονικά απέχουν όσο και οι δύο ήπειροι στις οποίες δημοσιεύτηκαν αλλά 'αγαθώ δαίμονι' μεταφράστηκαν και κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα τον περασμένο Ιούνιο. Από τη μια, οι συγγραφείς τους είναι Έλληνες της ομογένειας, δεύτερης αν δεν κάνω λάθος γενιάς. O Τσιόλκας Ελληνοαυστραλός κι ο Ευγενίδης Ελληνοαμερικανός.
Από την άλλη, μεταφράζονται από την ίδια μεταφράστρια, δείγμα ίσως μιας εκλεκτικής συγγένειας που ώθησε την Άννα Παπασταύρου να τα μεταφέρει στα ελληνικά. Και τρίτον, πρόκειται για δύο ήρωες που διακρίνονται για τις γενετήσιες ιδιαιτερότητές τους: ο Νταν Κέλι του Τσιόλκα είναι ομοφυλόφιλος, ενώ η Καλ(λιόπη) Στεφανίδης του Ευγενίδη γεννιέται κορίτσι αλλά στα 14 της μεταβαίνει στην ανδρική της φύση, καθώς ανακαλύπτει την ερμαφρόδιτη υπόστασή της. Από εκεί και πέρα αρχίζουν οι διαφορές που κάνουν αυτόνομα και ξεχωριστά τα δύο έργα, που τα σφραγίζουν και τα καταξιώνουν και τα δύο ως σημαντικά λογοτεχνήματα μέσα στο αγγλοσαξονικό και παγκόσμιο περιβάλλον.
Το “Μπαρακούντα” αναφέρεται σε έναν νεαρό κολυμβητή που έχει πολύ υψηλές βλέψεις και κάνει τα πάντα για να πετύχει υψηλές διακρίσεις. Η αποτυχία όμως τον κλονίζει απίστευτα και τον κάνει να ξαναδεί τον εαυτό του και τους άλλους. Η σχέση του με έναν Σκοτσέζο, η επαφή του με τα αδέλφια και τους γονείς του, η σχέση του με τον εαυτό του και τις δυνατότητες να διοχετεύσει αλλιώς τη γόνιμη ενεργητικότητά του επανακαθορίζονται σε ένα συνεχές μπρος πίσω της αφήγησης. Το μυθιστόρημα του Τσιόλκα ορθώνει μπροστά μας έναν σαρκοφάγο χαρακτήρα, που όσο έντονα πιστεύει στον εαυτό του, τόσο γρήγορα απογοητεύεται όταν η αποτυχία του χτυπήσει την πόρτα.
Ο ήρωας του Τσιόλκα είναι ελληνοαυστραλιανής καταγωγής, αλλά πολύ λίγο το βιβλίο σχετίζεται με την ελληνική κουλτούρα. Αντίθετα, η ελληνική ρίζα του Καλ Στεφανίδης στο “Middlesex” προβάλλεται ως ακρογωνιαίος λίθος του έργου, καθώς πρόκειται για μια πρωτότυπη οικογενειακή σάγκα. Η γιαγιά Δεισδαιμόνα ξεκινά από το Βιθύνιο της Μικράς Ασίας πρόσφυγας το 1922 μαζί με τον αδελφό της Λευτέρη. Η αιμομικτική τους σχέση, που οδηγεί σε επίσημο γάμο, δεν ευθύνεται για τη γενετική κληρονομιά της οικογένειας, η οποία αποδίδεται στη μετάλλαξη ενός χρωμοσώματος που έμεινε λανθάνον για πολλές γενιές μέχρι να εκδηλωθεί στον Καλ.
Τα δύο βιβλία διαφέρουν και στο ύφος της γραφής. Ο Τσιόλκας γράφει ανελέητα, σαν να τραβά τον αναγνώστη πάνω σε ένα χαλί με βελόνες. Για να αποδώσει τον σκληρό κόσμο της εφηβικής ψυχολογίας, όπου ο ανταγωνισμός, η μάχη με τον εαυτό μας, η απηνής σκληρότητα του πρωταθλητισμού, γράφει με οξύτητα, με λόγια τσεκούρια, με μια αφήγηση που πετάει φωτιές. Ο Ευγενίδης αντίθετα γράφει σαν να λέει ένα παραμύθι, σαν να χορεύει ο αναγνώστης πάνω σε ένα ολόμαλλο ανατολίτικο χαλί. Ακόμα και στα σκληρά της μέρη (προσφυγιά του ’22, οικονομικό κραχ του ’29 κ.ο.κ.), οι τόνοι ανεβαίνουν ελάχιστα και όλα παρουσιάζονται από την απόσταση του παρόντος, σαν ένα παρελθόν που ταξιδεύει στον χρόνο μέχρι να το αφηγηθεί εκ διαθλάσεως ο αφηγητής.
Το “Μπαρακούντα” του Αυστραλού συγγραφέα εστιάζει στο άτομο, στον οξυμένο ψυχισμό, που, όσο κι αν αποδίδει έναν τύπο ανθρώπου ή μάλλον μια ψυχοσύνθεση, έχει ατομικό χαρακτήρα. Ο ανταγωνισμός και η προσπάθεια αυτοπειθαρχίας, η προσωπική συγκέντρωση στον στόχο, η επιμονή είναι υποδειγματικά δοσμένα ως τα χαρακτηριστικά μιας απόλυτα προσηλωμένης συνείδησης που μάχεται για την επιτυχία. Το ίδιο συμβαίνει και με την αποτυχία και τον χειρισμό της. Από την άλλη, το “Middlesex” του Αμερικάνου πεζογράφου, διαπλέκει την οικογενειακή ιστορία με την Ιστορία του 20ου αιώνα, καταρχάς η Μικρασιατική Καταστροφή κι έπειτα η μετανάστευση στην Αμερική, η εκβιομηχανοποίηση, το κραχ του 1929, η ποτοαπαγόρευση, ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος κ.ο.κ. Εντέλει, όμως, κι αυτό καταλήγει σε μια ατομική περιπέτεια, στην υπαρξιακή και σεξουαλική αυτογνωσία της ηρωίδας που γίνεται ήρωας.
Και τα δύο έργα παρακολουθούν τον ήρωά τους να μεγαλώνει και να περνάει στην εφηβεία μέσα από ψυχολογικά και σωματικά σκαμπανεβάσματα. Ο Νταν Κέλι χτίζει την ψυχολογία του στοχεύοντας στη νίκη και πέφτει από τα σύννεφα όταν αποτυγχάνει, η Καλ Στεφανίδης μεγαλώνει φυσιολογικά σαν κοριτσάκι όταν ανακαλύπτει ότι δεν είναι ακριβώς κάτι τέτοιο. Τα μυθιστορήματα ενηλικίωσης χτίζονται πάνω στη σύγκρουση με ένα τοίχο, με τον Ευγενίδη να πλάθει ένα ομολογουμένως έξυπνο τρικ στηριγμένο σε μια απίθανη αλλαγή πορείας.
Δεν ξέρω ποιο μου άρεσε περισσότερο. Ο Τσιόλκας σε καρφώνει με το ύφος του, ο Στεφανίδης σε κερδίζει συνεχώς με την πορεία της αφήγησης. Και τα δύο πάντως εκπέμπουν μια ξεχωριστή μυθιστορηματική μαγεία, που αποζημιώνει όποιον προσπεράσει τον σκόπελο των πολυσέλιδων τόμων τους.