Κάρολος Τσίζεκ: Λίγα λόγια για το «κύκνειο άσμα» του
Οι αυτοβιογραφικές αναζητήσεις του Κάρολου Τσίζεκ στην τελευταία του συλλογή αφηγημάτων, «Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής και άλλες αφηγήσεις».
Παλαιότερο των 360 ημερών
Ο πρόσφατα χαμένος Κάρολος Τσίζεκ αξίζει της προσοχής μας για δύο λόγους: από τη μια, είχε ενταχθεί στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων, συμμετέχοντας ποικιλοτρόπως σε αυτά όχι μόνο με τις μεταφράσεις τσέχων συγγραφέων, όχι μόνο με το ποιητικό του έργο, όχι μόνο με τις εικαστικές του δημιουργίες, αλλά και με τη συνεργασία του με το περιοδικό του Πεντζίκη “Κοχλίας” (1945-1948) όπως και με το περιοδικό “Διαγώνιος” (1958-1983) του Χριστιανόπουλου. Από την άλλη, η υβριδική του καταγωγή (γεννημένος στην Μπρέσια της Ιταλίας, από τσέχους γονείς, και μεγαλωμένος από τα εφτά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη) τον κατέστησε ένα ιδιαίτερο μίγμα κοσμοπολίτη που μεγάλωσε στην πολυεθνική συμπρωτεύουσα του μεσοπολέμου και ανδρώθηκε με το πνεύμα του ανθρώπου που έχει πολλές πατρίδες.
Το αν όλα αυτά κάνουν τα κείμενά του άξια λογοτεχνικής προσοχής είναι άλλο ζήτημα. Είναι ζήτημα πόσο αυτή η προσωπικότητα που προδιέγραψα έκανε τον λόγο όργανο αισθητικής πραγμάτευσης. Τα κείμενά του δεν θα τα έλεγε κανείς “διηγήματα”, αλλά μάλλον “αφηγήματα”, όπως τα ονομάζει ο Ζήρας στο επίμετρό του. Αυτά τα αφηγήματα θυμίζουν κάπως τα πεζογραφήματα του Ιωάννου, όπου η υπόθεση και η πλοκή υποχωρούν μπροστά στο εκτενές σχόλιο, στον δοκιμιακό χαρακτήρα και στο είδος του χρονικού που κυριαρχεί. Ο Τσίζεκ έγραφε πιο πολύ απομνημονεύματα, θραύσματα της μνήμης, συνειρμικές αφηγήσεις που δεν κλείνουν αλλά μένουν εσαεί ανοικτές στις διαθέσεις των αναμνήσεών του.
Τα περισσότερα αφηγήματα είναι καθαρά αυτοβιογραφικά, αφού αναφέρονται στα παιδικά του χρόνια γύρω από τη λίμνη της Γεωργικής Σχολής αλλά και τα μετέπειτα βιώματά του από Τσέχους, που κατά καιρούς διασταυρώθηκαν με το ζεύγος Τσίζεκ (τους γονείς του) και τον νεαρό Κάρολο, Τσέχοι που βίωσαν το κομουνιστικό όραμα, την άνοιξη της Πράγας, της εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων και έκτοτε ήταν επιφυλακτικοί προς όλους τους συμπατριώτες τους.
Το τρίτο αφήγημα με τίτλο “Αθρησκεία” είναι το καλύτερο, κατά τη γνώμη μου, καθώς καταθέτει την προσωπική του πορεία από την αθρησκεία που κληρονόμησε από τον εθνικό και πατρικό προσανατολισμό, σε μια κατ’ ανάγκη ή εξ επιλογής προσχώρηση στην ορθοδοξία. Με δοκιμιακό λόγο και προσωπική εξομολόγηση ο Τσίζεκ προβληματίζεται για τις προσπάθειες αποθρησκειοποίησης, αλλά και τα εμπόδια που εμφανίζονται σε όσους δεν έχουν δηλωμένο στα χαρτιά τους ένα επίσημο θρήσκευμα.
Όσο διαβάζω τόσο βλέπω ότι ο Τσίζεκ ακολούθησε τον τρόπο γραφής του Ιωάννου: ελάχιστη μυθοπλασία, μείξη ιστορικών πληροφοριών και προσωπικών βιωμάτων, με πολλή κουβέντα και δοκιμιακό σχολιαστικό λόγο, περισσότερο με την προσωπική σφραγίδα του παρατηρητή παρά τα ίδια τα γεγονότα στα οποία στέκεται. Στο διήγημα “Γιόσεφ Ρεσλ” συνοψίζονται όλα αυτά καθώς μια εκκλησία στην Πράγα συνδέει ιστορία και παρόν, αθεϊσμό και ορθοδοξία, Κατοχή και μεταπολεμική περίοδο και αναδεικνύει την τσέχικη αγάπη για τη θάλασσα, παρόλο που η χώρα δεν έχει ακτογραμμή.
Ο Τσίζεκ χειρίστηκε φυσικά και σχεδόν αυθόρμητα τη διφυΐα της προσωπικής του ταυτότητας, αφού ήταν πάντα ο Τσέχος που ζει στην Ελλάδα, είχε επαφές με άλλους Τσέχους που συναντά κατά καιρούς, χαιρόταν που δεν έζησε στο κομμουνιστικό καθεστώς της πατρίδας του, θυμόταν τη γλώσσα και τη σεβάστηκε, ειδικά στις μεταφράσεις του. Φαίνεται μέσα στα αυτοβιογραφικά (και ουχί αυτοαναφορικά, που λέει ο Ζήρας) κείμενά του ότι σε μια πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη μπορεί κανείς να συνδυάσει τον ευρωπαϊκό τρόπο σκέψης με τον μεσογειακό τρόπο ζωής.
Ο blogger Πατριάρχης Φώτιος
Κάρολος Τσίζεκ “Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής και άλλες αφηγήσεις” εκδόσεις Κίχλη 2013 Σελ. 221 Τιμή: 13,00€