Δεν είναι πολλές οι φορές που έχουμε ως έλληνες την ευκαιρία να ασχοληθεί ένας διεθνούς φήμης και αξίας ιστορικός με την σύγχρονη ιστορία μας. Είμαστε μικρή χώρα και, από την αρχαιότητα και ένθεν, οι κάτοικοι και οι εξελίξεις αυτού εδώ του γεωγραφικού τόπου έχουν σταματήσει να επηρεάζουν σημαντικά την παγκόσμια ιστορία.
Έτσι, "Η Ελληνική Επανάσταση" που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια λίγες ημε΄ρες πριν τελειώσει το επετειακό έτος προκαλεί απορία σε κάποιον που δεν έχει παρακολουθήσει την πορεία του ιστορικού.
Η απόφαση του Mark Mazower να γράψει για την ελληνική επανάσταση μπορεί να προέκυψε με αφορμή τα 200 χρόνια από την έναρξη του αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία, στην πραγματικότητα όμως υπαγορεύτηκε από την αγάπη και το ενδιαφέρον του μεγάλου ιστορικού για την πατρίδα μας. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που ο Mazower μας δίνει μια μελέτη για τον ελλαδικό χώρο: Το «Θεσσαλονίκη, Πόλη των φαντασμάτων» είναι από τα πιο ενδιαφέροντα ιστορικά βιβλία που κυκλοφορούν στα ελληνικά.
Όμως ο 19ος αιώνας είναι διαφορετική υπόθεση. Η ιστορία του ελληνικού αγώνα για την ανεξαρτησία είναι ευαίσθητη περιοχή για το εθνικό θυμικό, για την αυτοεικόνα μας ως λαού και για τον προς τα έξω λόγο του επίσημου ελληνικούς κράτους. Πώς φτιάχτηκε η σύγχρονη Ελλάδα; Με ποια «δάνεια» και ποιες «οφειλές»; Πόσο εθνικά ήταν τα κίνητρα του ξεσηκωμού και από που ξεπηδά η εθνική μας συνείδηση;
Όποιος καταπιάνεται με την ιστορία της ελληνικής επανάστασης αργά ή γρήγορα θα συναντηθεί με αυτά και άλλα παρόμοια ερωτήματα, τα οποία είναι ικανά να παράγουν τοξικά πολιτικά αποτελέσματα.
Αυτό που για κάποιον εγχώριο και πιθανόν λιγότερο ταλαντούχο ιστορικό θα φαινόταν ανησυχητικό, ο Mazower το μετέτρεψε σε μια στρωτή αφήγηση με πυκνές πληροφορίες για τα γεγονότα και με σαφείς, αν και ευγενικές, προτάσεις ερμηνείας τους. Η ιδιότητά του ως ξένου και ταυτόχρονα σύγχρονου φιλέλληνα του χάρισε όχι μόνο μια καθαρή ματιά, αλλά και ένα πάσο «αντικειμενικότητας»- μια ανύπαρκτη έννοια στην επιστήμη της Ιστορίας, αλλά μια εξαιρετικά χρήσιμη πολιτική σκευή για να χειριστεί κάποιος θέματα που καίνε.
Το εθνικό φαντασιακό περασμένων δεκαετιών που ήθελε τους πρωταγωνιστές του ξεσηκωμού «ήρωες», τους πολεμιστές εμφορούμενους από καθαρά πατριωτική διάθεση και την ορθόδοξη εκκλησία σταθερά στο πλευρό των επαναστατών δεν επιβιώνει ούτε στο βιβλίο του Mazower, πράγμα απολύτως αναμενόμενο. Η ελληνική ιστοριογραφία είχε ήδη προχωρήσει πολύ για να αφήσει τέτοια προσκόμματα να την καθυστερήσουν. Εξάλλου, στην κατεύθυνση της απομυθοποίησης των άλλοτε σχολικών διδαγμάτων, έχει λειτουργήσει και η πρώιμη εξ αριστερών επισήμανση του κοινωνικού χαρακτήρα του 1821.
Οι νεότερες θεωρήσεις του ελληνικού ξεσηκωμού- και σε αυτές εντάσσεται η ματιά του Mark Mazower- επιχειρούν να συγκεράσουν την ύπαρξη του εθνικού στοιχείου με την επίδραση των κοινωνικών- πολιτισμικών ανακατατάξεων στο νότιο άκρο της βαλκανικής, τις οποίες επέτρεψε η αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
«Η μεγαλύτερη κοινωνική κατηγορία, οι χριστιανοί αγρότες του Μοριά ήταν εκείνοι που θα ξεσηκώνονταν το 1821, συγκροτώντας τον κύριο όγκο των πρώτων μαχητικών σχηματισμών και θα στήριζαν την εξέγερση στα επόμενα χρόνια. Η ζωή τους ήταν δύσκολη ακόμα και τις καλύτερες χρονιές γιατί μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου ήταν ορεινό και σχετικά φτωχό σε αρόσιμη γη. Τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα όμως, η δημοσιονομική κρίση του Οθωμανικού κράτους ιδίως κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους είχε ως συνέπεια ολοένα μεγαλύτερες φορολογικές επιβαρύνσεις, στις οποίες πολλοί χωρικοί δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν. Μια διέξοδος ήταν η κλεφτουριά και μια άλλη η αποδημία, και έτσι πολλοί αγρότες εγκατέλειπαν την οθωμανική επικράτεια, εκκενώνοντας ολόκληρα χωριά και αναζητούσαν μια πιο εύκολη και άνετη ζωή».
Αλλού ο Mazower σκιαγραφεί με αδρές γραμμές την διαφορετική αντίληψη που είχαν για τα πράγματα οι προεστοί της Πελοποννήσου, οι νησιώτες καραβοκύρηδες και οι ρουμελιώτες πλιατσικολόγοι. Η τάση των ευνοημένων αυτών ομάδων να υπερασπίσουν τα κεκτημένα και τα συμφέροντά τους αποκαλύπτεται αρκετές φορές στις σελίδες του βιβλίου και αντιδιαστέλλεται με τις αγνές προθέσεις και την υπερπροσπάθεια ενός αγροτικού πληθυσμού να τα βάλει με την γιγαντιαία και ασύγκριτα δυνατότερη οθωμανική αυτοκρατορία. Όμως η αγάπη για την ελευθερία και το αίσθημα της ελληνικής ταυτότητας αποτελούν για τον Mazower εξίσου σοβαρούς παράγοντες για την έκβαση που είχε η επανάσταση και αυτό είναι σαφές σε διάφορα σημεία της συγγραφής.
Αξίζει να επισημανθεί η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ερμηνευτική άποψη του ρόλου που έπαιξε ο Ναπολέοντας και η σκιά της γαλλικής επανάστασης στην ελληνική υπόθεση και στην διαμόρφωση του ηρωικού ιδεώδους. Με τέτοιες ιστορικές μηχανικές ο αναγνώστης παρακολουθεί τον τρόπο με τον οποίο όσα συνέβησαν στο νότιο άκρο της βαλκανικης χερσονήσου συνδέονται με το διεθνές πλαίσιο.
Κάτι αντίστοιχο επιχειρείται και στο τελευταίο κεφάλαιο, το οποίο θυμίζει επιμύθιο κινηματογραφικής ταινίας: Η αφήγηση έχει τελειώσει και στην οθόνη βλέπουμε σε κείμενο τι τελικά απέγιναν οι ήρωες της ιστορίας. Ο Mazower μας χαρίζει εκεί μια προοπτική εικόνα των πρωταγωνιστών του ελληνικού ξεσηκωμού, συνδέοντάς τους όχι μόνο με την Ευρώπη, αλλά και με τα επόμενα στάδια της ελληνικής χρονογραμμής.
Είναι θαυμαστή η ικανότητα των σπουδαίων ιστορικών να κάνουν μεγάλο το μικρό· να πλαισιώνουν ένα περιορισμένης έκτασης περιστατικό ή μια εστιασμένη ιστορία, με αναγνωρίσιμα συμβάντα και να δίνουν στον αναγνώστη την δυνατότητα να σκεφτεί μόνος του κρατώντας στέρεα ερμηνευτικά εργαλεία που βρέθηκαν στα χέρια του καθώς διάβαζε μια φαινομενικά άσχετη εξιστόρηση. Η Ελληνική Επανάσταση είναι γεμάτη από τέτοια μικρότερα και άγνωστα περιστατικά, όπως αυτό που ακολουθεί. Το 1828 η όπερα του Ροσίνι «Η πολιορκία της Κορίνθου» έκανε θραύση στο Παρίσι. Το φιλελληνικό κλίμα ήταν διάχυτο σε όλη την υψηλή γαλλική κοινωνία που, όπως επισημαίνει ο Mazower ήταν η πρώτη φορά που αποτολμούσε να εκδηλώσει οποιαδήποτε πολιτική αντίθεση στην μοναρχική Κυβέρνηση. Γράφει ο Mazower σχετικά:
«Εν ολίγοις η όπερα [αυτή] δεν ήταν τόσο ένα μουσικό γεγονός, όσο ένας καταλύτης αισθημάτων για ένα ευρωπαϊκό κοινό που η γνώμη του αναδυόταν για πρώτη φορά αποκρυσταλλωμένη γύρω από τον αγώνα των Ελλήνων».
Ο ρόλος των ξένων δυνάμεων δεν θα μπορούσε παρά να είναι κεντρικός σε μια ιστορία της Επανάστασης του 1821. Ο Mazower αναγνωρίζει την μεγάλη τους σημασία, κυρίως όμως μετά το 1825-1826 και την άφιξη του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, αλλά και λόγω της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί με τους εκάστοτε ένοπλους. Αυτοί όντας άμισθοι, ρήμαζαν τις αγροτικές περιοχές των ξεσηκωμένων χριστιανών Ελλήνων. Τα δάνεια από το εξωτερικό επέτρεψαν στην τότε νόμιμη κυβέρνηση των νησιωτών να πληρώσει μισθούς και να λειτουργήσει ως κεντρική εξουσία. Δυσλειτουργίες σαν και αυτή έβαζαν σε κίνδυνο την επανάσταση, και καταδείκνυαν τις προσπάθειες ορισμένων εκ των πρωταγωνιστών να θέσουν κοινά αποδεκτούς στόχους για όλους τους εμπλεκόμενους. Όμως οι ξεσηκωμένοι χριστιανοί δεν αποτελούσαν ενιαία πληθυσμιακή ομάδα και αυτό είναι ένα σημείο που επίσης αναδύεται από τις σελίδες του βιβλίου.
Μπορεί η πολυδιάσπασή τους να ήταν πιο εμφανής στο έλλειμμα κοινής ηγεσίας και στις «εμφύλιες» αναμετρήσεις, αλλά δεν ήταν απλώς θέμα ασυνεννοησίας. Το άθροισμα εκείνων που αποτέλεσαν τον πληθυσμό της ελεύθερης Ελλάδας είχε πολλά διαφορετικά χαρακτηριστικά και πολλά διαφορετικά πράγματα να περιμένει από τον αγώνα,
Η «Ελληνική Επανάσταση» αποτελεί μια συμπαγή και ενοποιημένη ιστορία του 1821· μια αλληλουχία αιτίων και αιτιατών που κάνει τον αγώνα των Ελλήνων να φαίνεται συνεχής και ενιαίος. Ήταν όμως πράγματι έτσι ή είναι το ταλέντο του Mark Mazower που δένει σε ένα λείο αφήγημα συχνά αμφιλεγόμενα επεισόδια της εξέγερσης; Αυτές οι απαντήσεις θα μπορούσαν να δοθούν μόνο αν γνωρίζαμε τις μύχιες προθέσεις του ιστορικού κατά τη συγγραφή- και μπορεί τελικά να αφορούν μόνο την ιστορική κοινότητα.
Στην περίπτωση του Mazower η γραφή είναι υπνωτιστική. Είναι τόσο στρωτή και ενιαία, ώστε παίρνει τον αναγνώστη μαζί της, μη επιτρέποντάς του να εντοπίσει τι «λείπει» από το βιβλίο ή αν αυτό εκπληρώνει τελικά την υπόθεσή του για το τι περίμενε να διαβάσει.
Δεν είμαστε συνηθισμένοι σε τέτοια βιβλία ιστορίας. Για αυτό και όταν συναντάμε ένα τέτοιο υπόδειγμα του πόσο απλά και κατανοητά μπορεί να γράφεται η ιστορία, πρέπει να χαιρόμαστε την ίδια την ανάγνωση- όπως του αξίζει.
Δημήτρης Γλύστρας
“Η Ελληνική Επανάσταση”
μετ. Κ. Κουρεμένος
εκδόσεις Αλεξάνδρεια-2021
σελ. 624
τιμή: 33,00