Καταπληκτικά βιβλία Ελλήνων συγγραφέων που δεν έχεις διαβάσει

Δεν είναι μόνο τα ευπώλητα που αξίζουν. Έχουμε τέσσερα φανταστικά βιβλία Ελλήνων συγγραφέων που αξίζει να διαβάσεις –κι ας μην είχες ακουστά.
Καταπληκτικά βιβλία Ελλήνων συγγραφέων που δεν έχεις διαβάσει
Μπορεί τα best sellers να σου τραβάνε το μάτι σε ηλεκτρονικές και μη προθήκες βιβλιοπωλείων, αν όμως μένεις κάθε φορά εκεί υπάρχει ο κίνδυνος να χάσεις μερικά διαμαντάκια που αξίζουν οπωσδήποτε μια θέση στα ράφια της βιβλιοθήκης σου –και της καρδιάς σου. Εδώ σου συγκεντρώσαμε τέσσερα από αυτά, με την υπογραφή ελλήνων συγγραφέων που αξίζουν περισσότερη προβολή από αυτήν που (από)λαμβάνουν.

Τι είδε η γυναίκα του Λωτ της Ιωάννας Μπουραζοπούλου
Εκδόσεις Καστανιώτη 

Θα ακούσεις να λένε πως είναι επιστημονική φαντασία, κι αυτό ίσως σε αποθαρρύνει αν δεν πολυδιαβάζεις επιστημονική φαντασία. Σου το λέμε να το ξέρεις: Δεν είναι. Έχει στοιχεία του φανταστικού, αλλά τίποτα το υπερφυσικό/ φουτουριστικό/ ανεξήγητο. Είναι μια βαθιά πολιτική δυστοπία, μια αλληγορία για τον φόβο απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία, με χαρακτήρες που θα αγαπήσεις και ιστορία που δεν θα μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου.

Η υπόθεση έχει ως εξής: «Σαράντα αιώνες μετά τη βιβλική καταστροφή στα Σόδομα και τα Γόμορρα, η ίδια εκείνη γη στις όχθες της Νεκράς θάλασσας ανοίγει και ένα μυστηριώδες βιολετί αλάτι αναβλύζει. Η εμφάνισή του αλλάζει τη γεωγραφία τριών ηπείρων και μονοπωλεί το ενδιαφέρον της αγοράς. Η νέα ουσία δεν υπηρετεί, αλλά υπηρετείται. Καταδυναστεύει με τις ιδιοτροπίες της. Εθίζει με τη γεύση της. Υποδουλώνει με την αθόρυβη επιρροή της.

»Τα σύγχρονα Σόδομα, η "Αποικία", αποδεικνύονται πιο πανούργα και από τη βιβλική ακόμη εκδοχή τους. Μια αποπνικτική ατμόσφαιρα περιβάλλει τα καλά κρυμμένα μυστικά τους, και μόνο ένας άνθρωπος είναι σε θέση να τα ανακαλύψει: ο ανυποψίαστος Φιλέας Μπουκ, που μια νύχτα αλλιώτικη απ' τις άλλες θα κληθεί να λύσει το πιο σημαντικό σταυρόλεξο που επινοήθηκε ποτέ».

Μαύρο Νερό του Μιχάλη Μακρόπουλου
Εκδόσεις Κίχλη

«Ένας πατέρας κι ο ανάπηρος γιος του, με όπλο την αγάπη που τρέφουν ο ένας για τον άλλο, παλεύουν να επιβιώσουν σ' ένα χωριό που ερημώνει, στα βουνά της Ηπείρου. Γύρω τους έχει συντελεστεί μια οικολογική καταστροφή, το νερό πλέον δεν πίνεται, τα ζώα και τα φυτά είναι δηλητηριασμένα. Ο αγώνας τους δίνεται με λόγο λιτό και ποιητικό στο Μαύρο νερό».

Έτσι περιγράφεται η νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου στο οπισθόφυλλο του μικρού αλλά θαυματουργού αυτού βιβλίου, το οποίο μέσα σε 80 μόλις σελίδες θα σε τηλεμεταφέρει στα τοπία της Ηπείρου και θα σου μιλήσει πότε σαν ψίθυρος και πότε σαν απεγνωσμένη κραυγή για τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, αλλά και με τον κόσμο και τη ζωή που τους περιβάλλει.

Θέλεις κι ένα μικρό απόσπασμα; «Περίμενε υπομονετικά, ήξερε ότι αργά ή γρήγορα κάποιο ζώο θα κατέβαινε να ξεδιψάσει στο νερό, που ξεγελούσε με τον γάργαρο ήχο του. Πενήντα μέτρα παραπίσω ήταν η παλιά δεξαμενή, με μισοσβησμένα πάνω τα γράμματα της RIPOIL, ενώ τα πλατανόφυλλα βάθαιναν με τον ίσκιο τους το καφεκόκκινο χρώμα της σκουριάς. Τρύπες είχαν ανοίξει στο μέταλλο, ένα παχύ στρώμα από σάπια φύλλα είχε γίνει χούμος μέσα, και η παλιά δεξαμενή ήταν γεμάτη ζωή: έντομα, τρωκτικά, πουλιά που μπαινόβγαιναν. Το πλατανόδασος δίπλα στο ποτάμι είχε δεχτεί με συγκατάβαση τον μεταλλικό ξένο, τον είχε κυκλώσει σκιάζοντάς τον, και κλαριά ακουμπούσαν πάνω του και τον διαπερνούσαν».

Οδοντόκρεμα με Χλωροφύλλη του Ηλία Παπαδημητρακόπουλου
Εκδόσεις Κίχλη 

Χρειάστηκε να κάνει πριν από λίγα χρόνια χαμό ο Δημοσθένης Παπαμάρκος με το Γκιακ, για να θυμηθούμε οι Έλληνες πως αριστουργηματικά διηγήματα δεν έγραφε μόνο ο Παπαδιαμάντης. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Η μικρή αλλά υπέροχη αυτή συλλογή διηγημάτων του Ηλία Παπαδημητρακόπουλου είναι μία ακόμα δικαίωση για όσους αγαπούν τη μικρή φόρμα, που λέει τόσο πολλά μέσα σε τόσο λίγες γραμμές.

Ένα μικρό δείγμα γραφής: «Καθώς γύριζα από το σχολείο εκείνο το μεσημέρι, έπιασε ξαφνικά μια μπόρα και έγινα μούσκεμα. Φοβήθηκα να ακολουθήσω τον συνηθισμένο μου δρόμο κάτω από τις μεγάλες πεύκες και έτσι πήρα τη γυμνή δημοσιά, που καταλήγει στο χωριό. Στο χτήμα έφτασα την ώρα που έβγαινε πάλι ο ήλιος, και μπήκα μέσα σκαρφαλώνοντας πάνω από το μεγάλο πορτόνι με τις βρεγμένες ροδοδάφνες. Στο περιβόλι όλα ήταν γαλήνια, φρεσκοπλυμένα και καταπράσινα, οι αχλαδιές είχαν ακόμα μερικά άνθη, στα φύλλα τους κρατούσαν χοντρές σταγόνες της βροχής που γυάλιζαν σαν χάντρες. Η τελευταία βροχή της χρονιάς, σκέφτηκα. Τότε είδα την Ελένη. Έβγαινε από τον κήπο κρατώντας στο χέρι ένα μεγάλο άσπρο τριαντάφυλλο. Ερχόταν προς το μέρος μου αργά, ο ήλιος στεφάνωνε τα μαλλιά της, κάτω από τη μαύρη ποδιά της πρόβαλλαν δυο ολοστρόγγυλα βυζιά.

»Γύρεψα μια πρόφαση να τα πιάσω. «Ελένη, της είπα, γιατί δεν έρχεσαι να σου δίνω τριαντάφυλλα, πίσω από κείνη την πασχαλιά ο πατέρας μου έχει φυτέψει μια τριανταφυλλιά κατακίτρινη. Θέλω, μου λέει, το τετράδιό σου της Γεωλογίας, θα σου το φέρω την Παρασκευή». Το πήρε κι έφυγε λέγοντας «σε ευχαριστώ πολύ», και την Παρασκευή μου το 'φερε ο αδελφός της, ένας τσόγλανος καμιά δωδεκαριά χρονών, ψηλότερος από μένα δυο κεφάλια, μαλλιαρός, με μια χοντρή μονοκόμματη φωνή.

»Κάποιο μεσημέρι καθόμουν κάτω από ένα δέντρο και διάβαζα. Δίπλα μου είχα μια στάμνα με νερό, έκανε ζέστη, κάθε τόσο έπινα λίγο νερό και υστέρα κατάβρεχα τη γη. Το χώμα είχε σκάσει σε μεγάλα κομμάτια, όταν το πότιζα θρυμματιζόταν αφήνοντας μια ευχάριστη, βαριά μυρουδιά.

»Άκουσα βήματα στα χαλίκια και, όταν σήκωσα το κεφάλι μου, είδα να έρχεται η Ελένη, ντυμένη με ένα περίεργο φόρεμα γεμάτο πολύχρωμα λουλούδια. «Θέλω πάλι εκείνο το τετράδιο της Γεωλογίας», μου είπε και με κύτταξε με ένα απλανές χαμόγελο, ενώ ταυτόχρονα κουνιόταν πέρα δώθε και άπλωνε τα χέρια της να φθάσει ένα κλαδί του δέντρου».

Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης του Δημήτρη Χατζή
Εκδόσεις Το Ροδακιό 

«Με το Τέλος της Μικρής μας Πόλης έχουμε ένα πυκνότατο και γλαφυρότατο διάγραμμα της κοινωνικής μας περιπέτειας από 'κει που την άφησαν οι γενιές του Μεσοπολέμου ως εκεί που την παραλαμβάνει η γενιά της Αντίστασης. Ο Χατζής έφερε σε πέρας αυτή τη δύσκολη αποστολή που έπρεπε να καλύψει ένα μεγάλο ρήγμα στο νεοελληνικό μύθο. Δε θα μπορούσε να το κατορθώσει αν δεν διέθετε μεγάλο ταλέντο και γνώση που του επέτρεψαν να αφομοιώσει την παράδοση ολόκληρης της νεοελληνικής πεζογραφίας» γράφει το μακρινό 1964 ο Δημήτρης Ραυτόπουλος για αυτή την βαθιά συγκινητική, απολύτως ανθρωποκεντρική συλλογή διηγημάτων που πρωτοεκδόθηκε στη Ρουμανία το 1953.

Επτά σπουδαία διηγήματα που μιλούν για τη φύση του ανθρώπου, τα αδιέξοδα και την μοναξιά της. «Μισόν αιώνα υστέρα από την πρώτη τους εμφάνιση η ραψωδία των νικημένων-ηρώων της μικρής μας πόλης διαβάζεται μόνο για να βεβαιώσει ότι το διήγημα (Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Χατζής) στέκει μαζί με την ποίηση (Σολωμός, Καρυωτάκης, Σικελιανός, Καβάφης) σαν το μεγαλύτερο κατόρθωμα του νεοελληνικού λόγου, άρα του νεοελληνικού πολιτισμού» όπως εύστοχα αναφέρει το οπισθόφυλλο της έκδοσης.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v