Στην πρώτη της λογοτεχνική απόπειρα, η 75χρονη συγγραφέας ξεδιπλώνει τον εαυτό της μέσα από ένα συγκινητικό αφήγημα.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Μερικά βιβλία έρχονται απρόσκλητα και μένουν μέσα μας. Φτάνουν στο σπίτι και χωρίς να φωνάζουν δηλώνουν την παρουσία τους μέσα μας. Στρογγυλοκάθονται και ζητούν την προσοχή μας, έξω και μέσα μας.
> H Δοξούλα Παλαμάρα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946, από πατέρα Αθηναίο και μητέρα Πόντια. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Λονδίνο. Εργάστηκε στον ΟΤΕ, παραιτήθηκε και μετακόμισε στην Καλαμάτα με την οικογένειά της. Διδάσκει αγγλικά και ταξιδεύει μόνη, αλλά και με μαθητές της.
Η συγγραφέας είναι 75 χρονών κι αυτή είναι η πρώτη της λογοτεχνική απόπειρα. Και παρά τα πολλά χρόνια της, βλέπω στη γραφή της ένα άγριο νεανικό πείσμα, μια πολύ δυνατή κράση που ζητά να ξεσπάσει, όχι οργισμένα όπως η Κουγιουμτζή, αλλά με μια πυγμή, γυναικεία όσο και ανδρική.
Τα πολυάριθμα διηγήματα του τόμου μάλλον δεν μπορούν να διαβαστούν ξεχωριστά. Το καθένα δεν έχει μια ολοκληρωμένη ιστορία, δεν είναι αυτοτελές μέσα στη δική του μικροδομή. Περισσότερο σηκώνει στον αέρα μια νότα, μια πιστολιά, που περιμένει τα επόμενα διηγήματα για να ολοκληρώσει τη ραψωδία, να διεκπεραιώσει το πανηγύρι των πυροβολισμών του. Το ένα κείμενο μόνο του είναι πινελιά ανολοκλήρωτη, τα πολλά σχηματίζουν ολόκληρο τον πίνακα. Κι ο πίνακας δείχνει την ίδια τη συγγραφέα, αφού το όνομά της Δοξούλα – Δόξα -Δοξουλιώ ακούγεται συχνά πυκνά.
Ύφος λοιπόν και περιεχόμενο συνοικοδομούν το προφίλ μιας γυναίκας που δεν ήθελε να είναι έρμαιο του άντρα, χωρίς όμως φεμινιστικές κορώνες, που ήθελε να έχει τη δική της αξία, αλλά συνάμα βρήκε αποκούμπι στον σύζυγό της τον Χρίστο, έκανε όσα συμβατικά η κοινωνία όριζε αλλά ταυτόχρονα ανατίναξε μια φιλήσυχη βολεμένη ζωή στον ΟΤΕ για να ζήσει πιο αντικομφορμιστικά, μακριά από την ασφάλεια, όπως στο ταξίδι της στο Παρίσι.
Δεν θέλει να είναι το γκομενάκι στο πρώτο διήγημα, αλλά θαυμάζει τον άντρα με τον οποίο είναι σε μια ερημική παραλία κατασκηνωτές. Κι αυτό δεν την εμποδίζει, όταν τελειώσει το τριήμερο, να τον χωρίσει. Ο γάμος έρχεται αλλά και τα ταξίδια αναδεικνύουν τη φευγάτη φύση της, που δεν θέλει βολέματα και εύκολες επαναπαύσεις. Κι από την πολιτισμένη Ευρώπη και την εξωτική Βιρμανία βρίσκεται στη μικρή Λάκκα Αιγιαλείας, που συνδυάζεται σε μια ιδιαίτερη κόντρα την πατρική παρουσία και την ανδρική συμβίωση, χωρίς ο πατέρας να αποδεχτεί πλήρως τον γαμπρό του, καθώς επιτρέπει την ισότητα των δύο φύλων περισσότερο από όσο η συντηρητική κοινωνία δέχεται.
Κρατώ ορισμένους χαρακτηρισμούς που εμφιλοχωρούν μέσα στα διηγήματα, χαρακτηρισμούς που σκιαγραφούν την προσωπικότητα της αποφασιστικής πρωταγωνίστριας: άλογο περήφανο, ατίθασο, σκληρό καρύδι και τρελάρα, χθόνια γυναίκα, κορίτσι άτακτο, πειρακτικό και ατσούμπαλο, ελεύθερο κι αξιαγάπητο, εριστική και ισχυρογνώμονας κ.ο.κ. Κι ενώ νομίζεις ότι τα κείμενα γράφτηκαν κάθετα αυτοβιογραφικά και “εγω-κεντρικά”, βλέπεις ότι άμεσα ή έμμεσα ο Χρίστος, ο άντρας της μάλλον, είναι βασικός πυλώνας, ίσως και σημαντικότερος από αυτήν. Το ίδιο αντικομφορμιστής δεν διστάζει να αλλάξει αυτός το μωρό, αφήνοντας τη γυναίκα του να γλεντήσει, ή μένει σε σκηνές μέσα στη φύση, αρνούμενος τις ανέσεις ενός ξενοδοχείου. Το ίδιο ισχυρογνώμων και ντούρος με αυτήν, βρίσκει πάντα τον τρόπο να κρατήσει ισορροπίες και να ισομοιράσει δικαιώματα και καθήκοντα στη σχέση τους. Η σημείωση στο τέλος ότι η Παλαμάρα ξεκίνησε να γράφει “ευρισκόμενη σε πένθος” φωτίζει πλάγια τη ματιά που κοιτάζει τον κοινό βίο με τον νεκρό άνδρα της και κάνει τον απολογισμό της ηλεκτρισμένης αλλά πάντα αγαπητικής σχέσης τους
Η παρουσία της λέξης ρεστία στον τίτλο, που θυμίζει το Σουέλ της Καρυστιάνη, υποδεικνύει τη φύση της γυναίκας πρωταγωνίστριας. Αντιγράφω από τη Wikipedia «Ως αποθαλασσία ή σάλος, (κοινώς βουβό κύμα, φουσκοθαλασσιά ή ρεστία – swell / σουέλ), ονομάζεται ο κυματισμός εκείνος που δεν οφείλεται σε καιρικά φαινόμενα στο χρόνο που παρατηρείται αυτός, αλλά σε άνεμο που έπνεε σε προηγούμενο χρόνο, ενίοτε και ημέρες πριν, ή σε άλλη περιοχή. Με απλά λόγια, αποθαλασσία λέγονται τα παρατηρούμενα κύματα που φαίνονται να μην έχουν σχέση με τον επικρατούντα άνεμο στη περιοχή του παρατηρητή τόσο κατά διεύθυνση όσο και κατ΄ ένταση.». Η Δοξούλα είναι το βουβό κύμα, που φαίνεται καλόβολο και αδρανές, αλλά ξαφνικά σηκώνεται απρόοπτα και κάνει το δικό του, κόντρα στις προβλέψεις και τις προσδοκίες. Κι αυτό το κύμα βρίσκει λιμενοβραχίονα να το αγκαλιάσει αλλά και να ανυψώσει τον άντρα της.
Μου φαίνεται πως η Παλαμάρα δεν έγραψε όσα διαβάζω για να κερδίσει λογοτεχνικές δάφνες. Τα έγραψε από μια προσωπική ανάγκη να ξεδιπλώσει τον εαυτό της, να τον παγιώσει με λέξεις και συνάμα να ξαναφέρει στη ζωή μέσα από τις κοινές τους εμπειρίες τον άντρα της. Πολύ συγκινητική και τίμια πρόθεση. Γράφω, λέει η συγγραφέας, όχι ολοκληρωμένα διηγήματα, αλλά ρίχνω στο χαρτί λοξές ακτίνες που κόβουν το σκοτάδι άναρχα και τεθλασμένα. Η άγρια γραφή συνοψίζει τους πυκνωτές, την ίδια και τον άντρα της, που δυναμίτιζαν τη ζωή και έδιναν νεύρο και τόνο στο είναι τους.